Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2010

ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ σε άρθρα μου που αφορούν την κρίση

Με τη σειρά την οποία εμφανίστηκαν στα διάφορα έντυπα

Κείμενα

Χρηματοπιστωτική κρίση και «οικονομική ρύθμιση»
Μέρος Πρώτο, Απρίλιος-Ιούνιος 2008
Μέρος Δεύτερο: Ιούλιος - Σεπτέμβριος 2008


Ακρίβεια και πληθωρισμός, Αυγή, 07/06/2008


Η κρίση είναι συστημική. Εποχή, Κυριακή 9/11/2008.
σε
Για τον χαρακτήρα της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Για όλα φταίει η "κερδοσκοπία";, Αυγή, 16/11/2008


Ο δρόμος για την κόλαση, Αυγή, 29/03/2009
πρόκειται για συντομευμένη μορφή κειμένου 
το οποίο υπάρχει ολόκληρο στο ημιτελές blog


Η κρίση και οι μασκοφόροι του νεοφιλελευθερισμού, Αυγή, Μάιος 2009


Όταν το ΠΑΣΟΚ συνάντησε τον Φουκουγιάμα: όψεις της αναμενόμενης οικονομικής πολιτικής του, Αυγή, 4/10/2009


Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΜΙΣΘΩΤΟΙ, Εποχή, Κυριακή, 13 Δεκεμβρίου 2009


ΕΥΡΩΠΗ: Παρατεταμένη αμηχανία γεννά παραφροσύνες … και εδώ, γελοιότητες, 21 Φεβρουαρίου 2010,


Για τη συγκυρία όπως διαμορφώνεται μετά την έκτακτη Σύνοδο Κορυφής, Αυγή, 28/02/2010


Ο "δρόμος για την κόλαση" είναι ανοιχτός, Αυγή, 28/03/2010


Θέσεις για τον τρόπο παράγωγης των οικονομικών γεγονότων στην τρέχουσα συγκυρία Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό της Ν.ΣΥΝ, Ενέδρα, τον Μάρτιο του 2010


Που θα βρεθούν τα λεφτά; (για πολιτικές υπέρ του κόσμου της εργασίας),
στο περιοδικό του Δικτύου για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, Δελτίο Θυέλης τον Απρίλιο του 2010
Τι είναι και τι θέλει το ΔΝΤ από τη ζωή μας, Αυγή, 18/04/2010


Είναι αναγκαία τα μέτρα που λαμβάνει η κυβέρνηση για τη «διάσωση της Ελλάδας»;
Στο πρώτο τεύχος του περιοδικού του ΣΥΡΙΖΑ, Μπλόκο, το Μάρτιο του 2010


Μία ρωγμή που διευρύνεται, Αυγή, 16/05/2010


Οι κακές αγορές και ο καλός μηχανισμός στήριξης, Εποχή, 16/05/2010


Αντί να αντιμετωπίζουν τις αιτίες, στοχεύουν στις συνέπειες, Αυγή, 23/05/2010


ΚΡΙΣΗ: Ερωτήματα, μύθοι και ο παραλογισμός ως πρόταση διεξόδου, Καραβάνι, Περιοδικό του Κοινωνικού Στεκιού – Στεκιού Μεταναστών Ιούνιος 2010,


Συζήτηση για την Αναδιάρθρωση χρέους : Τα υπέρ και τα κατά, in.gr, 14/07/2010


ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΦΗ ΧΡΕΟΥΣ. Οι προϋποθέσεις για μια αριστερή πρόταση, Εποχή, 24 Ιούλιος 2010


Το φαντασιακό της αριστεράς και η πρόταση εξόδου από το ευρώ, Αυγή, 18/07/2010


Η Ιρλανδία στο μηχανισμό στήριξης, Αυγή, 23/11/2010 (στήλη Συναντήσεις)
http://spirosla.blogspot.com/2010/11/blog-post_2033.html



Πάνω σε ερωτήματα για τη συγκυρία, εφημερίδα Θεσσαλονίκη, 29/11/2010

Video


Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2010

«Ελάφρυνση της χώρας» με επιβάρυνση της εργασίας;


«Ελάφρυνση της χώρας» με επιβάρυνση της εργασίας;

Τη συνέντευξη πήρε
ο Παύλος Κλαυδιανός





Η απόφαση της ΕΚΤ να κρατήσει χαμηλά επιτόκια και να δέχεται ομόλογα, αδιανόητη άλλοτε, δείχνει ότι υπάρχει πλήρης συνείδηση πως η κατάσταση είναι πολύ σοβαρή, έκρυθμη.

Η παγκόσμια οικονομία χαρακτηρίζεται: α) από αναιμική ανάκαμψη, η οποία συνοδεύεται από αύξηση της ανεργίας στον ανεπτυγμένο κόσμο, β) από ένα εξασθενημένο με πολύ σοβαρά προβλήματα διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα το οποίο καθιστά την ανάκαμψη ασταθή, γ) από τις διεθνείς εντάσεις όπως αποτυπώνονται στις διεθνείς συναλλαγματικές ισοτιμίες, δηλαδή αυτό που, υπερβάλλοντας, καταγράφεται ως «πόλεμος νομισμάτων». Να αναφέρουμε και τις διαφορές πολιτικής διαχείρισης της παγκόσμιας κρίσης του 2008 και των συνεπειών της στους G20.
Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να τοποθετηθούμε για να κατανοήσουμε τις αποφάσεις της ΕΚΤ, όπως και τις αντίστοιχες της FED, μαζικής παρέμβασης στις αγορές χρέους, ενθυμούμενοι ταυτόχρονα ότι η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 δεν οδήγησε σε ουσιώδη μεταρρύθμιση της αρχιτεκτονικής και του τρόπου λειτουργίας του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η πρόσφατη κρίση στην Ιρλανδία, έχει στη βάση της το πρόβλημα των τραπεζών, με άλλα λόγια του ιδιωτικού χρέους και όχι του δημοσίου χρέους.
Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το χρηματοπιστωτικό σύστημα διεθνώς, προέρχονται τόσο από την αύξηση του δημόσιου χρέους λόγω της μαζικής επιχείρησης διάσωσής του, την πτώση αξίας των ομολόγων, όσο και από το χρέος του ιδιωτικού τομέα. Προβλήματα ωρίμανσης χρέους, το οποίο πρέπει να αναχρηματοδοτηθεί όσο και ένα γενικότερο πρόβλημα ρευστότητας αυξάνουν -και θα αυξάνουν για άγνωστο ακόμη διάστημα- περιοδικά το συστημικό κίνδυνο για τη σταθερότητά του. Μία πρόσφατη μελέτη του ΔΝΤ εξετάζει την έκταση και το βάθος της διασύνδεσης μεταξύ των μονάδων που συνθέτουν αυτό το διεθνές δίκτυο και δείχνει ότι μικρά, από πλευράς μεγέθους προβλήματα, σε ένα κόμβο του συστήματος, για παράδειγμα στην Ελλάδα, λόγω της διεθνούς, αδιαφανούς (off shore) και δαιδαλώδους μορφής της διασύνδεσης μπορούν να πλήξουν σημαντικά κέντρα και επομένως μέσω μίας νέας κρίσης να απειλήσουν αυτή την αναιμική ανάκαμψη. Επίσης οι υφεσιακές πολιτικές της Ε.Ε που στοχοποιούν τα ελλείμματα συμβάλλουν στην αύξηση του συστημικού κινδύνου. Επομένως, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα κάνει το λιγότερο που θα έπρεπε να κάνει (θα μπορούσε για παράδειγμα να αναλάβει άμεσα τον δανεισμό των κρατών). Αυτή η κατάσταση εξηγεί τις διεθνείς διαστάσεις της πολιτικής της FED, που συνεισφέρει ενεργά στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ευρώπης που δοκιμάζεται και από τις πολιτικές της ίδιας της Ευρώπης.

Η ύφεση προχωρά στην ΕΕ, η λιτότητα έχει συμπιέσει ανελέητα το εισόδημα των νοικοκυριών. Αυτό δεν εξουδετερώνει αυτά τα μέτρα; Πώς εκτιμάς την κατάσταση αυτή τη στιγμή στην ευρωζώνη;
Κάποια κράτη μέλη παρουσιάζουν ισχυρή ανάκαμψη και κάποια αναιμική, ή ύφεση (όπως η Ελλάδα). Νομίζω ότι πρέπει να προσέξουμε την εξής διάσταση που έχουν οι ευρωπαϊκές πολιτικές των ηγεμονικών τάξεων. Δεν πρόκειται απλά για πολιτικές λιτότητας, για μία προσήλωση στα ελλείμματα, στο δόγμα των Βερσαλλιών και στα συνθήματα του Χούβερ. Αυτή η προσήλωση, θα έλεγα σε μία οριακή έκφραση και όχι ακριβή αλλά αναγκαία ώστε να σκεφτούμε το εκτυλισσόμενο εγχείρημα της συγκρότησης μίας ηγεμονικής πολιτικής στην Ευρώπη μέσα από τις συνεχείς μετατοπίσεις που, δεν αποτελεί τον στόχο αλλά το μέσο. Μάλλον ο κύριος στόχος είναι η αντιμεταρρύθμιση: δηλαδή η μετάλλαξη των θεσμών και η δημιουργία καινούργιων, ώστε να ταιριάζουν, να στοιχίζονται με τις ανάγκες του αγοραίου μοντέλου. Με άλλα λόγια, στοχεύουν στην κατάλληλη αλλαγή της κοινωνίας και των κινήτρων των ανθρώπων, ώστε η κοινωνική οργάνωση να είναι συμβατή με τις αγορές. Φυσικά, δεν αποτελεί καινούργιο στόχο. Αλλά με μέσον την ύφεση, η οποία καθιστά πολιτικά εφικτή την δυνατότητα «μεταρρυθμίσεων», είναι δυνατό να επιταχυνθεί με πολύ γρήγορους ρυθμούς η υλοποίησή του και να καμφθούν οι αναμενόμενες αντιδράσεις.

Δεν αναφέρεται αυτό πολύ στο δημόσιο διάλογο.
Έχει κυριαρχήσει το σχήμα μιας Γερμανίας η οποία, για να διατηρήσει τα πλεονεκτήματα που της δίνουν τα πλεονάσματα της, αδιαφορεί ή εξάγει την ύφεση στις χώρες της «περιφέρειας» (υπάρχει ένα ζήτημα: το Βέλγιο ή και η ίδια η Γαλλία, π.χ., ανήκουν σε αυτό το σύνολο;) Προφανώς, όπως κάθε ιδεολογία, πατά σε γεγονότα. Συγχρόνως αποτελεί τη γλώσσα μέσω της οποίας οργανώνονται τα διακυβεύματα κρατών μελών ως τέτοιων. Ωστόσο, δε νομίζω ότι μπορεί να αποτυπωθούν σε αυτό το σχήμα, παρά μόνο έμμεσα και πολλαπλώς διαμεσολαβημένες οι αγωνίες και τα διακυβεύματα των υποτελών τάξεων, και πάλι μιλώντας οριακά, των ίδιων των κοινωνιών της Ευρώπης.
Το σχήμα αυτό προκύπτει από την αποδοχή της θεωρίας των παγκόσμιων ανισορροπιών στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (μεγάλα ελλείμματα των ΗΠΑ και πλεονάσματα της Κίνας) ως εξήγησης της κρίσης του 2008 ή αποτελεί σύστοιχο αυτής. Φοβάμαι ότι πρόκειται για μια περίπτωση όπου ένα σύμπτωμα καθίσταται αιτία. Ας θυμηθούμε ότι πρόκειται για μια «αποτυχημένη θεωρία: συγκροτήθηκε προβλέποντας ότι τα ελλείμματα των ΗΠΑ, θα οδηγούσαν σε απόσυρση της εμπιστοσύνης από το δολάριο ως αποθεματικό νόμισμα.
Εκτιμώ ότι αυτή η θεωρία υιοθετήθηκε ως κυρίαρχο θεωρητικό υπόδειγμα ερμηνείας της κρίσης του 2008, επειδή δεν υπήρχε κάποιο άλλο διαθέσιμο εξηγητικό παράδειγμα το οποίο συγχρόνως να ταιριάζει στον προσανατολισμό των σχεδιαστών οικονομικών πολιτικών και των συζητήσεων στα πλαίσια του G20. Συγχρόνως ταιριάζει στο μηχανιστικό χαρακτήρα της κυρίαρχης οικονομικής σκέψης, η οποία για λόγους συγκρότησης της κυρίαρχης ιδεολογίας προσανατολίζεται στο να βρεί την «κατάλληλη» μία αιτία η οποία εξηγεί το εξηγητέο. Να θυμίσουμε επίσης ότι αυτή η θεωρία συνδέεται άμεσα με τη συντηρητική οικονομική σκέψη που κυριάρχησε στην Ευρώπη όπως αποτυπώθηκε στο σύνθημα εξήγησης της κρίσης: «καταναλώνουμε περισσότερα από όσα παράγουμε» λές και είναι δυνατό σε ένα διεθνή καταμερισμό εργασίας με ελεύθερες κεφαλαιακές ροές και ένα διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα να μη διευρύνεται το πεδίο εφαρμογής της ταυτότητας ότι αν κάποια χώρα έχει πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών κάποια άλλη θα έχει έλλειμμα και θα συμβαίνει το αντίστροφο στις κεφαλαιακές μεταβιβάσεις 

Πόσο πιθανό είναι να διαλυθεί το ευρώ;
Οι ηγεμονικές δυνάμεις δεν επιθυμούν τη διάλυση του ευρώ. Ωστόσο, οι πολιτικές τους έχουν θέσει ως υπαρκτή τάση το ενδεχόμενο να γίνει επιθυμητό κάτι τέτοιο, για παράδειγμα από τη Γερμανία. Στο βαθμό που η «κοινωνική ερήμωση» που προκαλούν συναντά την επίμονη άρνηση των ηγεμονικών τάξεων για θεσμικές μεταρρυθμίσεις που να οργανώνουν μια αλληλέγγυα Ευρώπη (συνθηματικά, μιας και έχουν συζητηθεί αρκετά: δανεισμός κατευθείαν από ΕΚΤ, ευρωομόλογο, ομοσπονδιακός προϋπολογισμός, στόχευση σε αλληλέγγυες κοινωνίες) θα δημιουργούνται σταθερά επεισόδια για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, τα οποία θα οδηγούν σε στρατηγικές εθνικής αναδίπλωσης θα διερευνώνται τα όρια του ευρώ και θα υλοποιούνται ad hoc μπαλώματα αυτών των πολιτικών. Ας θυμόμαστε ότι δεν υπάρχουν σιδερένιοι οικονομικοί νόμοι που πηγαίνουν προς τη μία ή την άλλη μεριά γι’ αυτό το ζήτημα: Η ίδια η ύπαρξη του ευρώ θεωρούνταν αδύνατη κάποτε λόγω της ασυμμετρίας των οικονομικών κύκλων των κρατών μελών.

Η αριστερά πώς μπορεί να παρέμβει αυτή τη στιγμή; Μπορεί να κινητοποιήσει δυνάμεις στην ΕΕ, για μια επαναθεμελίωση και της ευρωζώνης και της ΕΕ;
Ο χώρος της ριζοσπαστικής αριστεράς οργανώνεται στη βάση ενός άλλου οράματος για την οργάνωση των κοινωνιών, στο περιεχόμενο που δείχνει το σύνθημα «οι ανάγκες των ανθρώπων πάνω από τα κέρδη». Η μόνη ρεαλιστική πολιτική για τις κοινωνικές δυνάμεις τις οποίες επιθυμούμε να συγχωνεύσουμε σε μια ενότητα ρήξης με το υπάρχον, είναι αυτή η οποία έμπρακτα, με στόχους και μέσα που ακουμπούν τις καθημερινές πρακτικές μας, που κινητοποιούν στην οργάνωση της καθημερινότητας τους πολίτες, με παραδειγματικό τρόπο, ο οποίος βάζει στόχους που άμεσα μπορούν να βελτιώσουν τη ζωή των ανθρώπων και μπορούν να υλοποιηθούν άμεσα επειδή γίνονται υλική δύναμη σε καθημερινή βάση, είναι αυτή που απορρέει από την υπεράσπιση της απο-εμπορευματοποίησης των αναγκών. Αυτή που αξιοποιεί την κοινωνική αλληλεγγύη ως βασικό εργαλείο πολιτικής και οδηγό δράσης που επιβάλλεται στην οικονομική διάσταση των λύσεων, ενώ, παράλληλα, προβάλλει την αναγκαιότητα του κοινωνικού ελέγχου (γιατί να μη ζητάμε σήμερα κοινωνική λογοδοσία και έλεγχο των επιχειρήσεων;) φέρνοντας την πολιτική των μαζών στο προσκήνιο.

Πώς τίθεται το ζήτημα της διαγραφής του χρέους;
Απαιτούνται εξειδικευμένα αιτήματα, που αφορούν την οργάνωση των εσόδων του δημοσίου και τη δυνατότητα άσκησης πολιτικών δημόσιου συμφέροντος, τα οποία είναι επείγοντα και μπορούν να αποτελέσουν τώρα μάχιμους στόχους, ώστε να βελτιωθούν οι συνθήκες ζωής των «από κάτω», το αίτημα της αλλαγής του φορολογικού συστήματος όπως και το αίτημα δημόσιου πυλώνα στο τραπεζικό σύστημα ο οποίος να ασκεί πολιτική με όρους δημόσιου συμφέροντος και όχι ιδιωτικού. Προφανώς εντάσσεται εδώ και το αίτημα της διαγραφής χρέους, αλλά με τρόπο που να αφορά όχι μόνο την «ελάφρυνση της χώρας», αλλά και την απελευθέρωση του κόσμου της εργασίας από τα πολλαπλά χρεωστικά δεσμά που έχει όχι μόνο με τις τράπεζες, όπως εντάσσεται εδώ και ό,τι αφορά την αλλαγή των όρων των εργασιακών σχέσεων προς το χειρότερο. Στο βαθμό που αυτά τα αιτήματα θα γίνονται υλική δύναμη στις κοινωνίες της Ευρώπης, καθώς και άλλα που θα αναδειχθούν, μπορεί να σχηματιστεί η αναγκαία δύναμη που θα θέσει με κοινωνικά έγκυρους όρους το ζήτημα της επαναθεμελίωσης της Ευρώπης.

Στη συζήτηση έχει τεθεί και το ζήτημα της εξόδου από την ευρωζώνη.
Θεωρώ ότι ως χώρος τείνουμε να παγιδευτούμε σε ένα διαγωνισμό για να εκφωνηθεί το «μαγικό σύνθημα», το πλέον αριστερό ή αυτό που ακούγεται τόσο «βίαιο» όσο η ένταση της βίας που ασκούν οι ηγεμονικές δυνάμεις. Με αυτό τον τρόπο η αριστερά παγιδεύεται στον ιδεαλισμό της εκφώνησης του σωστού συνθήματος, που θα δεσμεύσει το φαντασιακό των μαζών στην υπηρεσία της άμεσης ανατροπής των συσχετισμών. Για παράδειγμα, το σύνθημα εξόδου από την ευρωζώνη που θέτουν αρκετοί σύντροφοι. Το πρόβλημα δεν είναι ότι «ο κόσμος δεν κινείται επειδή δεν ξέρει που να πάει», αλλά να αναγνωρίσουμε ότι ο «κόσμος» έχει μπει σε κίνηση, πάει όπου βλέπει μια κινητικότητα υπεράσπισης των συμφερόντων του ή ένα μέσο/όχημα οργάνωσης και έκφρασης της αμφισβήτησής του, ένα παράδειγμα δράσης, αλλά συγχρόνως ότι δεν έχει κανέναν λόγο να εμπιστευτεί τη δική μας αριστερά ως εκπρόσωπο, οργανωτή και εκφραστή της κίνησης όπως αυτή είναι σήμερα. Δε θα σταθώ κατά πόσο αυτή η πρόταση, η οποία έχει εκφωνηθεί από υπερσυντηρητικούς οικονομολόγους ως η πιο γρήγορη διαδικασία εσωτερικής υποτίμησης και η οποία παρόλο που δεν αποτελεί επιθυμία των κυρίαρχων τάξεων δεν πρέπει να αποκλειστεί η απίθανη στο παρόν αλλά όχι αδύνατη αλλαγή αυτής της στάσης, δημιουργεί καλύτερες θέσεις για τους μισθωτούς και σύμμαχα κοινωνικά στρώματα. Άμεσα οδηγεί σε πολύ χειρότερες συνθήκες από αυτές που προετοιμάζονται τώρα, μπορεί να συλληφθεί με όρους κοινωνικής καταστροφής σαν αυτούς που βίωσαν οι Αργεντίνοι όταν κατέρρευσε η οικονομία τους. Δεν θα σταθώ στο ερώτημα αν μας βάζει στη λογική των ανταγωνιστικών υποτιμήσεων με τους Πορτογάλους, αν προχωρήσουν και αυτοί στο ίδιο διάβημα. Ούτε θα σταθώ στο κατά πόσο η κυριάρχηση των όρων «ανταγωνιστικότητα» ή «ανάπτυξη» ή η υπόρρητη προσχώρηση στο σύνθημα «καταναλώνουμε περισσότερα από ότι παράγουμε», για να στηριχτεί αυτό το διάβημα, δεν αποτελούν υποχώρηση στην οργάνωση της ιδεολογικής ηγεμονίας του αντιπάλου.

Και ποιο είναι το κύριο;
Θα σταθώ στο ότι πρέπει να σκεφτούμε πολύ σοβαρά, πράγμα που αγνοείται από τους εκφωνητές της πρότασης, στη μέθοδο και τους τρόπους οργάνωσης των κοινωνικών αντιστάσεων. Πού θα φτάσουν αυτές δεν ξέρουμε στη παρούσα ιστορική συγκυρία: το «αδύνατο» εδώ είναι το σύνορο που χαράζει κάθε φορά ο λόγος της εξουσίας. Αυτό που θεωρώ δεδομένο, είναι ότι η ριζοσπαστική αριστερά δεν ξεκινά από μακροοικονομικές προτιμήσεις σε ένα νόμισμα, αλλά από τους κοινωνικούς συσχετισμούς και την αποτελεσματική οργάνωση της άμυνας του κόσμου της εργασίας, σε ένα κόσμο που μέσα ή έξω από το ευρώ θα κυριαρχείται για ιστορικά απροσδιόριστο διάστημα, αλλά το οποίο πρέπει να το πάρουμε ως δεδομένο, από τη Διεθνή του Κεφαλαίου.

Δημοσιεύτηκε στην ΕΠΟΧΗ, Κυριακή, 5/12/2010•

Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2010

Η Ιρλανδία στον μηχανισμό στήριξης


Στην Αυγή, 23 Νοεμβρίου 2010 (στη στήλη Συναντήσεις)

Η Ιρλανδία στον μηχανισμό στήριξης

TOY ΣΠΥΡΟΥ ΛΑΠΑΤΣΙΩΡΑ

Το ότι η Ιρλανδία θα προσέφευγε στον μηχανισμό στήριξης, που έχει στήσει η Ε.Ε. με τη συμμετοχή του ΔΝΤ, ήταν αναμενόμενο. Για λόγους χώρου, θα αρκεστώ να θυμηθούμε ορισμένα στοιχεία που συνοδεύουν αυτές τις εξελίξεις.
Καταρχάς, να υπενθυμίσουμε ότι τα στελέχη του ΔΝΤ υποστήριζαν τον Ιούλιο του 2010, ότι μετά την κρίση του 2008, όπου απώλεσε το 15% του ΑΕΠ, “η Ιρλανδική οικονομία έχει τώρα σταθεροποιηθεί και έχει επιστρέψει η μεγέθυνση”. Αυτό επειδή η Ιρλανδική κυβέρνηση “ήταν η πρώτη που πήρε σοβαρά μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής, με την εισαγωγή φόρων εισοδήματος, αξιοσημείωτων μειώσεων στις δαπάνες του δημόσιου τομέα και των κοινωνικών παροχών. Αυτή η έγκαιρη αντίδραση βοήθησε να επιστρέψει η εμπιστοσύνη και μία ισχυρή εξαγωγική επίδοση έχει ανορθώσει τις προοπτικές για μεγέθυνση”. (http://www.imf.org/external/pubs/ft/survey/so/2010/car071410a.htm).
Το φυσιολογικό ερώτημα που ανακύπτει είναι, πώς μετά από αυτούς τους διθυράμβους, μόλις πριν τέσσερις μήνες, βρέθηκε στην αγκαλιά του ίδιου μηχανισμού που μας έχει εισάγει η κυβέρνηση Παπανδρέου; Ο οποίος υπόσχεται, στην καλύτερη των περιπτώσεων, να έχει πετύχει το 2013 ό,τι διαπιστωνόταν και στην Ιρλανδία του Ιουλίου;
Μία διαπίστωση που εύκολα εξάγεται είναι ότι οι πολιτικές που ακολουθούνται, πανευρωπαϊκά, και επιδιώκουν να αποκαταστήσουν τον «δημοσιονομικό εκτροχιασμό», μάλλον δεν έχουν ως κύριο αντικείμενο την κρίση. Απλά στηρίζονται στην αρχή: θα κάνουμε ό,τι θέλαμε να κάνουμε, δηλαδή τις αναγκαίες «μεταρρυθμίσεις», και η κρίση, πού θα πάει, θα περάσει. Πρόκειται για μια σκέψη που, μεταξύ άλλων, εξέφρασε με τον καλύτερο τρόπο ο κ. Τρισέ στα τέλη του 2009: ο καπιταλισμός έχει κρίσεις αλλά μετά από κάθε κρίση ανακάμπτει. Αντί να την πολεμήσουμε ας αρκεστούμε να κάνουμε αυτά τα οποία διασφαλίζουν τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά μας.
Να το πούμε με άλλα λόγια. Μας λένε ότι η κρίση οφείλεται στην «ιδιαιτερότητα» της Ελλάδας και θα έπρεπε να κάνουμε ό,τι έκανε και η Ιρλανδία. Όταν όλες οι χώρες εκφράζοντας μία «ιδιαιτερότητα» καταλήγουν στον μηχανισμό στήριξης, μήπως αυτό που μας αφορά κατά κύριο λόγο δεν είναι κάποια ιδιαιτερότητα αλλά οι συνέπειες της παγκόσμιας κρίσης του 2008 και οι νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες αυτών που μας κυβερνάνε;
Το δεύτερο που πρέπει να θυμηθούμε είναι το «κούρεμα χρέους», στο οποίο προέβη η Ιρλανδική τράπεζα Anglo Irish Bank στις αρχές του μήνα. Κάλεσε τους κατόχους ομολόγων της τράπεζας να αποδεχτούν μείωση της τάξης του 80% στην αξία τους. Προφανώς, ήταν μια εξέλιξη η οποία συνέβαλε στην προσφυγή της Ιρλανδίας στον μηχανισμό στήριξης, όπως και εν συνόλω τα προβλήματα του τραπεζικού της τομέα –κοινά, σε μικρότερη έκταση ίσως, σε όλη την Ευρώπη. Ωστόσο, σηματοδοτεί μάλλον μια αρχή για το ζήτημα της επαναδιαπραγμάτευσης χρέους συνολικά στην Ευρώπη. Το αίτημα μίας ρύθμισης, λόγω της δυναμικής των χρεών και της διάρθρωσης/λειτουργίας των χρηματοπιστωτικών αγορών (ας θυμηθούμε τις προτάσεις τις Deutsche Bank για κούρεμα του ελληνικού χρέους κατά 50% στις αρχές του 201) έχει αρχίσει εδώ και καιρό μάλλον να συνειδητοποιείται ως αναγκαίο από τις ηγεμονικές τάξεις στην Ευρώπη –αρκεί «να μην ανακόψει τη διάθεση για μεταρρυθμίσεις», όπως δήλωσε και ο κ. Παπακωνσταντίνου και φυσικά να συνδυαστεί με τα κατάλληλα «Μνημόνια» 2,3,4,...,15...
Το τελευταίο που αξίζει να θυμηθούμε. Η Ιρλανδία προτεινόταν ως το οικονομικό υπόδειγμα, από στελέχη της τρέχουσας και της απερχόμενης κυβέρνησης, που πρέπει να μιμηθούμε στην αποδόμηση του κράτους πρόνοιας, στις φοροαπαλλαγές, στους χαμηλούς φόρους για τις επιχειρήσεις (12,5%) και σε ό,τι συνοδεύει αυτό το «πακέτο» για να λύσουμε το «πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας». Τώρα υπάρχει μία εκκωφαντική σιωπή γύρω από την «υγεία» του υποδείγματος, παρόλο που εξακολουθεί να είναι μία «ανταγωνιστική» οικονομία με όρους εξωτερικού εμπορίου. Αλλά για την σιωπή δεν πρέπει να απορούμε πολύ: ασκούν τις πολιτικές που ακολούθησε όλα αυτά τα χρόνια η Ιρλανδία, ξεμπερδεύοντας με τις απαράδεκτες αξιώσεις των μισθωτών, των συνταξιούχων, τα κράτη πρόνοιας και τα δημόσια-συλλογικά αγαθά, και μας τις διαφημίζουν φωναχτά ως λύση για την «ανταγωνιστικότητα», την «ανάκαμψη» και άλλα ωραία περιτυλίγματα.

Κυριακή 25 Ιουλίου 2010

ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΦΗ ΧΡΕΟΥΣ. Οι προϋποθέσεις για μια αριστερή πρόταση

Οι προϋποθέσεις για μια αριστερή πρόταση

Των Σπύρου Λαπατσιώρα και Γιάννη Μηλιού
Στο «Spiegel» (12/7/2010) δημοσιεύτηκε άρθρο το οποίο αναφερόταν σε –ανεπιβεβαίωτα μέχρι στιγμής– σχέδια της γερμανικής κυβέρνησης για αναδιαπραγμάτευση του χρέους των κρατών-μελών της Ευρωζώνης που αντιμετωπίζουν προβλήματα εξυπηρέτησής του. Το σχέδιο προβλέπει μέτρα όπως την παράταση της προθεσμίας εξόφλησης των κρατικών ομολόγων, τη μείωση των τόκων, ή το «κούρεμα» του χρέους, δηλαδή την παραγραφή τμήματος του χρέους.
Εδώ δεν μπορούμε να καταπιαστούμε με όλα τα ζητήματα που αναδύονται από τα υπό συζήτηση σχέδια. Αρκούμαστε να θέσουμε κάποια γενικά σημεία που προκύπτουν από αυτή τη συζήτηση.
Κατ’ αρχάς, δεν πρέπει να προκαλούν έκπληξη τέτοιες συζητήσεις, οι οποίες διεξάγονται εδώ και καιρό. Μπορεί οι κυβερνήσεις να αρνούνται αυτήν την προοπτική, αλλά θα πρέπει να αποδώσουμε σε αυτήν την άρνηση τη σημασία που έχει: Φοβούνται κάθε δημόσια διαβούλευση για παραγραφή χρέους γιατί, σε τελευταία ανάλυση, θέτει στη δημόσια ατζέντα το ζήτημα «ποιος πληρώνει για την κρίση». Εντούτοις, οι σχετικές συζητήσεις πηγάζουν από την τάση αύξησης του δημόσιου χρέους που παρατηρείται σε όλες τις χώρες της Ευρωζώνης για τα επόμενα χρόνια. Πιο συγκεκριμένα, από το γεγονός ότι τα κράτη λόγω της κρίσης μετέτρεψαν σε δημόσιο μέρος του ιδιωτικού χρέους (για παράδειγμα των τραπεζών που πήραν δημόσια χρηματοδότηση από τα «πακέτα διάσωσης») και από την πεποίθηση ότι οι αναιμικοί ρυθμοί μεγέθυνσης των οικονομιών αυξάνουν τις πιθανότητες αδυναμίας αποπληρωμής για αρκετά κράτη-μέλη στα επόμενα χρόνια. Η Ελλάδα αποτέλεσε την αφορμή για να εστιάσουν οι ιθύνουσες τάξεις της Ευρώπης στο πρόβλημα του δημόσιου χρέους.
Η παραγραφή δεν είναι
αφεαυτού «αριστερή»

Το άρθρο έτυχε ιδιαίτερης προσοχής στην Ελλάδα για διάφορους λόγους: α) Οι πολιτικές που εφαρμόζονται με βάση το Μνημόνιο οδηγούν σε αύξηση του χρέους, μέχρι και 150% του ΑΕΠ, σύμφωνα με εκτιμήσεις, το 2013, που λήγει το πρόγραμμα χρηματοδότησης, επομένως το ζήτημα εξυπηρέτησης αυτού του χρέους παραμένει και αποτελεί ζήτημα το οποίο θέτει υπό αμφισβήτηση τις προοπτικές ανάκαμψης, αλλά και τη σταθερότητα του ευρώ, λόγω των φόβων που δημιουργούν στις χρηματοπιστωτικές αγορές τέτοιες προοπτικές. β) Ο κύριος λόγος, όμως, για τον οποίο συζητούνται μηχανισμοί αντιμετώπισης μίας χρεοκοπίας όπως αυτός που παρουσίασε το «Spiegel» έγκειται στην αποτυχία του Συμφώνου Σταθερότητας στη σημερινή μορφή του να εγγυηθεί τη σταθερότητα της Ευρωζώνης. Αναζητούνται λοιπόν μέθοδοι στήριξής του.
Επιπλέον, ενώ γενικά η παραγραφή χρέους μπορεί να αποτελέσει μηχανισμό αναδιανομής και κάτω από αυτή τη γενικότερη κατηγορία πρέπει να τον σκεφτόμαστε ως αριστεροί, η συζήτηση που παρουσιάζεται στο «Spiegel» δείχνει ότι η παραγραφή χρέους δεν αποτελεί αφεαυτής αριστερή πρόταση, αλλά μπορεί υπό ευνοϊκές για το κεφάλαιο συνθήκες να λειτουργήσει ως εργαλείο εμβάθυνσης του νεοφιλελευθερισμού. Ακόμη και το γεγονός ότι καλούνται σε πρώτη φάση να αναλάβουν το κόστος της όποιας αναδιάρθρωσης οι ιδιώτες κάτοχοι ομολόγων, που σημαίνει κυρίως ξένες και ελληνικές τράπεζες, αυτό δεν συνιστά κατ’ ανάγκη ρήξη με τη νεοφιλελεύθερη πολιτική. Αφενός, επειδή εκτός από τις τράπεζες ομόλογα κατέχουν και τα ασφαλιστικά ταμεία και κάθε αναδιάρθρωση χρέους τα επιβαρύνει με προφανείς συνέπειες σε σχέση με την επιχειρούμενη ριζική υποβάθμιση του δημόσιου ασφαλιστικού συστήματος. Αφετέρου επειδή αυτή η πρόταση αποτελεί τμήμα ενός ευρύτερου μηχανισμού πειθάρχησης των κρατών-μελών, τον οποίο επιχειρούν να νεκραναστήσουν σε χειρότερη μορφή για τις δυνάμεις της εργασίας και τις κοινωνίες.

Τα κράτη ως επιχειρήσεις
Ας το δούμε από πιο κοντά. Η «λογική της κατάστασης» υπαγορεύει παραγραφή χρέους των κρατών. Αλλά δεν υπάρχει «ουδέτερη λογική», με την έννοια ότι η συγκεκριμένη επεξεργασία των ζητημάτων που αναδεικνύονται από την κρίση συντελείται σε ένα ακραία συντηρητικό πλαίσιο από τις ιθύνουσες τάξεις της Ευρώπης. Το γεγονός ότι αντί να υπάρξει μία συλλογική ανάληψη εκ μέρους των κρατών των αναγκαίων μέτρων για την έξοδο από την κρίση που θα διασφαλίζει τις κατακτήσεις των εργαζομένων της Ευρώπης, εξελίσσεται μία γενικευμένη εκχώρηση των υποχρεώσεων και των μηχανισμών των κρατών στις αγορές, είτε αφορά τη χρηματοδότηση της οικονομίας είτε αφορά τα ασφαλιστικά ταμεία, έχει συνέπειες: Να εμφανίζονται σχέδια όπως αυτά του «Spiegel» που αντιλαμβάνονται τις χρεοκοπίες κρατών με όρους χρεοκοπίας μίας επιχείρησης, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το διορισμό από το νέο μηχανισμό «ειδικών» για την «εκκαθάριση» των απαιτήσεων.

Η «λογική της κατάστασης»
Η όλη σκέψη είναι συνεπής με την ορθολογικότητα του «οικονομούντος ατόμου», που όπως διαπίστωσε όλος ο κόσμος «θριάμβευσε» με την κρίση του 2008: Κίνητρα στις κυβερνήσεις να μη παραβαίνουν τους κανόνες χρέους του νέου μηχανισμού, όπως η υποβάθμιση της πιστωτικής αξιολόγησης και ο φόβος μίας χρεοκοπίας, που θα σημαίνει από διορισμό «ειδικών» μέχρι έξοδο από το ευρώ. Κίνητρα στους επενδυτές να μη δανείζουν υπερβολικά μία χώρα επειδή μπορεί να βρεθούν στην κατάσταση να παραγραφεί τμήμα των αξιώσεων που έχουν. Όλα αυτά φυσικά σημαίνουν άρνηση των κρατών να αναλάβουν τις αναγκαίες δαπάνες για την ομαλή αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης, με τον τρόπο που μέχρι σήμερα γνωρίζαμε: Αντί να στηρίζουν τη δημόσια υγεία και την κοινωνική πρόνοια, αναστηλώνουν το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα ώστε αυτό να συνεχίσει να λειτουργεί με νέες εξουσίες ως μηχανισμός πειθάρχησης επιχειρήσεων και κρατών στο νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα, συμπιέζοντας ολόπλευρα την εργασία.
Είναι γεγονός ότι οι ιθύνουσες τάξεις στην Ευρώπη έχουν επιδείξει ευελιξία, δηλαδή αναγκάζονται από την εξέλιξη της κρίσης να μετατοπίζονται στις πολιτικές που υποστηρίζουν, ωθούμενες από μία «λογική της κατάστασης». Αλλά αυτή η μετατόπιση δε σημαίνει και αλλαγή πορείας. Για όσο διάστημα διατηρείται ο συντριπτικός υπέρ τους ταξικός συσχετισμός δυνάμεων, η προσαρμοστικότητά τους στα αποτελέσματα της κρίσης παίρνει τη μορφή μίας «φυγής προς τα εμπρός»: Μίας προσπάθειας η συστημική αποτυχία του νεοφιλελευθερισμού να γιατρευτεί από τη γενίκευση και την εμβάθυνσή του.

Κυριακή, 25 Ιούλιος 2010 02:12  
ΕΠΟΧΗ
http://www.epohi.gr/portal/oikonomia/7479-2010-07-24-23-13-57
 

Κυριακή 18 Ιουλίου 2010

Το φαντασιακό της αριστεράς και η πρόταση εξόδου από το ευρώ

Το φαντασιακό της αριστεράς και 
η πρόταση εξόδου από το ευρώ

 

Των ΣΠΥΡΟΥ ΛΑΠΑΤΣΙΩΡΑ και ΓΙΑΝΝΗ ΜΗΛΙΟΥ
Ο συναγωνιστής Κ. Λαπαβίτσας (Λ. στη συνέχεια), στο κείμενο που δημοσιεύτηκε στην Αυγή στις 11 και 13/7, υπερασπίζεται μεταξύ άλλων τη θέση της εξόδου από το ευρώ.

Πώς μπαίνει το επιχείρημα της εξόδου από το ευρώ
Η έξοδος από το ευρώ και η αναγκαστική υποτίμηση της νέας δραχμής παίζει δύο ρόλους στη ρητορική του Λ.: α) Είναι μέσο, για να μπορεί η χώρα να επιδιώξει αποτελεσματική παραγραφή χρέους. β) Είναι αυτοσκοπός, εφόσον επιτρέπει «την παραγωγική αναδιάρθρωση της οικονομίας, έξω από το ασφυκτικό πλαίσιο της ΟΝΕ» και «θα βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα της εγχώριας παραγωγής, θα τονώσει τις εξαγωγές και άρα θα προστατεύσει την απασχόληση».
Σε αυτό το κείμενο θα εξετάσουμε ορισμένα από τα οικονομικά αποτελέσματα της εξόδου από το ευρώ, με την εισαγωγή της «νέας δραχμής» και την υποτίμησή της.

Βελτίωση στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών;
Το νέο νόμισμα θα υποτιμηθεί άμεσα κατά ένα μεγάλο ποσοστό, μεταξύ 40-60%. Η υποτίμηση έχει διάφορα δυνητικά αποτελέσματα. Κατ’ αρχή αυξάνει τις τιμές των εισαγόμενων εμπορευμάτων και μειώνει τις τιμές των εξαγόμενων εμπορευμάτων.
Όμως δεν είναι βέβαιο ότι θα αυξήσει την αξία των εξαγωγών σε σχέση με τις εισαγωγές, δηλαδή ότι θα μειώσει το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου. Το τελικό αποτέλεσμα εξαρτάται από το πόσο ευαίσθητες είναι στις μεταβολές των τιμών οι ποσότητες εισαγωγών και εξαγωγών και απαιτείται περαιτέρω έρευνα.
Ωστόσο οι σημαντικότερες συνέπειες δεν αφορούν το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.

Ποσοστό κέρδους και «ανταγωνιστικότητα»
Στην αριστερά έχει κυριαρχήσει η αντίληψη ότι τα ελλείμματα στο εμπορικό ισοζύγιο σημαίνουν μειωμένη ανταγωνιστικότητα. Δηλαδή οι ΗΠΑ είναι μη ανταγωνιστικές, ενώ η Κίνα ανταγωνιστική! Είναι όμως έτσι; Θα ήταν, αν δεν υπήρχε η χρηματοπιστωτική σφαίρα και το ισοζύγιο (αυτόνομων) κεφαλαιακών ροών, αν ακόμα δεν έπαιζε κανένα ρόλο το ύψος του ποσοστού κέρδους. Με άλλα λόγια, η αντίληψη αυτή θα ήταν ορθή μόνο στο πλαίσιο μιας αστικής προβληματικής. Ας δούμε κάποια στοιχεία:
Στο διάστημα 1996-2008 η Ελλάδα σημείωσε υψηλή πραγματική αύξηση του ΑΕΠ κατά 61,0%, η Ισπανία κατά 56,0% και η Ιρλανδία κατά 124,1%, σε αντίθεση με τις περισσότερο αναπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες. Το αντίστοιχο ποσοστό για την Γερμανία ήταν 19,5%, την Ιταλία 17,8% και για τη Γαλλία 30,8%. Οι χώρες που σημείωσαν υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης κατά βάση κατέληξαν με σημαντικά ελλείμματα στις τρέχουσες συναλλαγές. Κατά την ίδια ακριβώς περίοδο η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας βασίστηκε περισσότερο στη σημαντική πραγματική αύξηση του παγίου κεφαλαίου (102,8%) και στη βελτίωση της παραγωγικότητας της εργασίας και λιγότερο στην κρατική κατανάλωση.
Η έκθεση στον διεθνή ανταγωνισμό που υπηρετήθηκε με την εισαγωγή στο ενιαίο νόμισμα επέβαλε σημαντικές αναδιαρθρώσεις προς όφελος του κεφαλαίου και επέτρεψε στις χώρες της «ευρωπαϊκής περιφέρειας» να μειώσουν την ψαλίδα του κατά κεφαλήν ΑΕΠ που τις χώριζε από πιο προηγμένες χώρες του ευρωπαϊκού «κέντρου» (το μέγεθος αυτό σε καμία περίπτωση δεν μεταφράζεται σε κοινωνική ευημερία), ενώ σημείωσαν υψηλότερα μέσα ποσοστά κέρδους, τα οποία και συνοδεύτηκαν από αντίστοιχα υψηλότερους ρυθμούς κεφαλαιακής συσσώρευσης.
Τα υψηλότερα ποσοστά κέρδους στην «περιφέρεια» «συμπαρέσυραν» προς τα πάνω και το σύνολο των χρηματοπιστωτικών αποδόσεων, με αποτέλεσμα οι διεθνείς επενδυτές να είναι ολοένα και πιο «πρόθυμοι» να χρηματοδοτήσουν τους υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης εκεί. Συνεπώς, οι χώρες της «περιφέρειας» κατέγραψαν ισχυρά πλεονάσματα στο ισοζύγιο των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών. Οι επενδυτικές «ευκαιρίες» διαφόρων μορφών στις χώρες αυτές τις έκαναν ελκυστικές για τα κεφάλαια του «κέντρου», με αποτέλεσμα να αναπτυχθεί ένας δίαυλος μεταφοράς πόρων υπό τη μορφή ιδιωτικών χρηματοπιστωτικών επενδύσεων σε αυτές. Σαν αποτέλεσμα, για την Ελλάδα και τις άλλες χώρες της «ευρωπαϊκής περιφέρειας» δημιουργήθηκε πριν την κρίση η δυνατότητα να εισάγουν περισσότερα από όσα εξήγαγαν.

Υποτίμηση της εργασίας
Η έξοδος από το ευρώ και η αναγκαστική υποτίμηση έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών και των συνταξιούχων. Δηλαδή μια αναδιανομή, με όρους απόλυτης υπεραξίας, προς όφελος του κεφαλαίου.
Δεν θα μιλάμε πλέον για «γενιά των 700 ευρώ», αλλά για «γενιά των 350 ευρώ»!
Μια τέτοια θέση, όταν εκφέρεται από την αριστερά, αποτελεί μια πρόταση ταξικής συμμαχίας με τις πιο καθυστερημένες μερίδες του κεφαλαίου που στηρίζονται στην εξαγωγή απόλυτης υπεραξίας. Καλούνται δηλαδή οι εργαζόμενοι να αποδεχτούν αποτελέσματα χειρότερα του Μνημονίου, με το επιχείρημα ότι, «πιθανότατα», θα υπάρξει μεγέθυνση της καπιταλιστικής οικονομίας (από την οποία κατόπιν και αυτοί θα ωφεληθούν).
Αποτελεί παράδοξο για την αριστερά να διεκδικεί ως διέξοδο από την κρίση την πτώση των μισθών στη διεθνή αγοραστική τους δύναμη, με αντάλλαγμα μια μελλοντική «ανάπτυξη» που θα εξαρτηθεί από την αλλαγή της σύνθεσης του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου. Αξίζει μάλιστα να επισημάνουμε ότι, μέχρι πρόσφατα, πολλοί από τους θιασώτες του «Νέου ΕΑΜ» και υποστηρικτές της πρότασης εξόδου από το ευρώ υποστήριζαν την αύξηση των ελληνικών μισθών στο μέσο επίπεδο της Ευρωζώνης: «κατώτατος μισθός 1.300 ευρώ» κ.λπ.
Πρόκειται για στρατηγική που υποτάσσει τους εργαζόμενους στο σύνθημα «πάνω από όλα η Ελλάδα», ως όρο για τη μελλοντική κάλυψη των αναγκών τους.

Χρηματοπιστωτικός πανικός και υποτίμηση των παγίων
Έξοδος από το ευρώ σημαίνει αναγκαία στάση πληρωμών προς τους πάντες. Η ίδια η έξοδος από το ευρώ δεν είναι «απλό τεχνικό ζήτημα».
Πολύ πριν υπάρξει η αναγγελία υποτίμησης, όταν θα αρχίσουν οι κάτοχοι πλούτου να διαμορφώνουν την αντίληψη ότι σχεδιάζεται έξοδος από το ευρώ, θα εμφανιστεί μαζική φυγή κεφαλαίων.
α) Τα νοικοκυριά των εργαζομένων θα αποσύρουν τις καταθέσεις τους και θα διατηρούν ευρώ σε ρευστή μορφή. Με την υπόθεση ότι κατά μέσο όρο το κάθε νοικοκυριό θα αποσύρει μόνο 500-1000 ευρώ, θα έχουμε απόσυρση 17,5-35 δισ. ευρώ (από σύνολο καταθέσεων 225 δισ. ευρώ). Ουσιαστικά θα διαμορφωθεί μια οικονομία δύο νομισμάτων με μαύρη αγορά και μεσάζοντες, που θα δώσει στην υποτίμηση ορμή κερδοσκοπικού πυρετού.
β) Οι καπιταλιστές θα αποσύρουν τα κεφάλαιά τους στο εξωτερικό, αναμένοντας την υποτίμηση. Τότε θα μπορούν να αγοράσουν τις πάγιες εγκαταστάσεις της οικονομίας μισοτιμής: Συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, ενίσχυση της οικονομικής ισχύος του απέναντι στην εργασία.
Σαν αποτέλεσμα, πρακτικά θα κλείσουν οι τράπεζες και θα αντιμετωπίσουν πτώχευση οι επιχειρήσεις που εξαρτώνται από την αναχρηματοδότηση του χρέους τους. Οι τράπεζες θα εξαγοραστούν από το κράτος (με ποιους πόρους;) και θα υπάρξει νέο πρόγραμμα μεταβίβασης κεφαλαίων, εφόσον μάλιστα θα αντιμετωπίζουν διπλάσιο εξωτερικό χρέος, το ίδιο και οι επιχειρήσεις που έχουν εξωτερικό δανεισμό.
Τελικά, η αλματώδης αύξηση της ανεργίας, η αδυναμία των ασφαλιστικών ταμείων να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους, η μείωση των μισθών αναλογικά με το ύψος της υποτίμησης, η κατάρρευση των κοινωνικών δαπανών θα είναι τα αποτελέσματα που θα αντιμετωπίσει η εργασία.
Μία ιστορική μετατόπιση του συσχετισμού δυνάμεων προς όφελος του κεφαλαίου, ακόμη χειρότερη από αυτή που επιβάλλεται από τη κυβέρνηση Παπανδρέου και τους διεθνείς συμμάχους της μέσω του Μνημονίου.

Ποια «άλλη κυβέρνηση»;
Για να απαντήσουν στην κριτική, οι υποστηρικτές της υποτίμησης προσφεύγουν σε μια φαντασιακή λύση: Υποτίμηση, αλλά με «άλλη κυβέρνηση», η οποία θα έχει τη δύναμη να πάρει μέτρα που θα απαλύνουν τις επιπτώσεις της υποτίμησης. Έτσι βγαίνουν μέτρα όπως η υπεράσπιση της συναλλαγματικής ισοτιμίας (με τι συναλλαγματικά διαθέσιμα απέναντι σε μια «κερδοσκοπική» επίθεση;), αναδιανομή του εισοδήματος για να αντιμετωπιστούν οι πληθωριστικές πιέσεις (μετά την κατάρρευση της διεθνούς αγοραστικής δύναμης των μισθών!), κατάλληλοι έλεγχοι τιμών, δηλαδή όλα τα εργαλεία που έχουν τα αστικά κράτη.
Το ζήτημα είναι ότι αν συζητάμε για μια επαναστατική ρήξη με τον καπιταλισμό, τότε τα επίδικα είναι κυρίως άλλα (τόσο σε οικονομικό όσο και σε πολιτειακό και πολιτικό επίπεδο) και όχι μια πρόταση για υποτίμηση του νομίσματος.
Ας προσγειωθούμε: Οι προτάσεις που μπορούν άμεσα να συσπειρώσουν τις δυνάμεις της εργασίας σήμερα περνάνε από την αναδιανομή, πρωτογενή και δευτερογενή, από την οργάνωση της κοινωνικής αλληλεγγύης, από την οργάνωση του συλλογικού-κοινωνικού ελέγχου. Η παραγραφή του χρέους πρέπει να αντιμετωπιστεί ως περίπτωση της αναδιανομής, που θα προέλθει από ένα απλό σύνθημα: Να πληρώσουν οι πλούσιοι, δεν πληρώνουμε εμείς!

Ημερομηνία δημοσίευσης: 18/07/2010
ΑΥΓΗ
 

Τρίτη 15 Ιουνίου 2010

ΚΡΙΣΗ: Ερωτήματα, μύθοι και ο παραλογισμός ως πρόταση διεξόδου

στο Καραβάνι τεύχος 6, Περιοδικό του Κοινωνικού Στεκιού – Στεκιού Μεταναστών Ιούνιος 2010,

ΚΡΙΣΗ: Ερωτήματα, μύθοι και ο παραλογισμός ως πρόταση διεξόδου


Πώς αντιμετωπίζεται μία κρίση στα
πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος;

Οι άμεσες και βασικές κρατικές πολιτικές αντιμετώπισης μίας οικονομικής κρίσης είναι α) η άμεση μείωση των επιτοκίων, ώστε να ανακοπεί, όσο το δυνατό, η πιστωτική ασφυξία που προκαλεί η απροθυμία των τραπεζών να δίνουν δάνεια σε περιόδους κρίσης και μεγάλων αβεβαιοτήτων - ο στόχος είναι η διευκόλυνση της αποπληρωμής  των ήδη υπαρχόντων δανείων και η συνέχιση της χρηματοδότησης των οικονομικών δραστηριοτήτων, β) η αύξηση των κρατικών δαπανών, επειδή οι κεφαλαιούχοι σε καιρούς κρίσης, δεν βλέπουν κερδοφόρα σχέδια και γι αυτό όχι μόνο δεν είναι διατεθειμένοι να κάνουν δαπάνες για νέες επενδύσεις (που θα δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας) αλλά μάλλον καταργούν και ήδη υπάρχουσες για να συγκρατήσουν τα περιθώρια κέρδους που έχουν.
Επομένως, η αύξηση των δημοσίων δαπανών και κατά συνέπεια των δημόσιων ελλειμμάτων και του χρέους, αποτελεί το μόνο τρόπο για να ανακοπεί η αλματώδης αύξηση της ανεργίας που δημιουργεί η απροθυμία των επιχειρηματιών (τραπεζών, βιομηχάνων κλπ) να διακινδυνεύσουν τα λεφτά τους (πρόκειται για μία χαρακτηριστική αποτυχία του μηχανισμού της αγοράς να συντονίσει την οικονομική δραστηριότητα, γεγονός που ξανα-αποκαλύφθηκε ηχηρότατα με την κρίση που ξεκίνησε το 2008). Χαρακτηριστικά, όπως έχει λεχθεί, πρέπει το κράτος να «προσλαμβάνει τη μία μέρα εργάτες να σκάβουν τρύπες στους δρόμους και την επόμενη μέρα να τους βάζει να τις ξαναγεμίζουν» ώστε με τους μισθούς που δίνει και τις άλλες δαπάνες (δημόσια έργα, υποδομές κλπ) που κάνει να μη-μειωθούν (αν όχι να αυξηθούν) τα εισοδήματα με συνέπεια οι επιχειρήσεις, παρατηρώντας ότι δεν μειώνεται η ζήτηση (αν δεν αυξάνεται κιόλας), να μην μειώσουν την παραγωγή τους και να μην προχωρήσουν σε απολύσεις ή ακόμη και να επεκτείνουν σταδιακά το κύκλο των εργασιών τους.
Όμως, ενώ στο πρώτο διάστημα της τρέχουσας κρίσης κάπως έτσι αντέδρασαν οι κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο, το τελευταίο χρόνο, ειδικά στην Ευρώπη και στις εκθέσεις των διεθνών οργανισμών (ΔΝΤ, ΟΟΣΑ κλπ) εφαρμόζονται και προτείνονται πολιτικές περιορισμού των δημοσίων δαπανών. Επίσης, τόσο το πολιτικό προσωπικό των ιθυνουσών τάξεων (π.χ. κ. Μέρκελ) όσο και οι διεθνείς οργανισμοί (πχ ΟΟΣΑ), καλοβλέπουν μία σταδιακή αύξηση επιτοκίων, για να ανακοπεί όπως λένε η πληθώρα χρήματος, που δημιουργείται από τα χαμηλά επιτόκια, η οποία μπορεί να δημιουργήσει πληθωριστικές πιέσεις, δηλαδή αυξήσεις των τιμών. Περιττεύει να πούμε ότι ακριβώς αυτές οι πολιτικές ήταν που μετέτρεψαν την ύφεση του 1929 στη Μεγάλη Ύφεση του 1929.
Η μόνιμη επωδός, που χρησιμοποιούν για να δικαιολογήσουν αυτές τις επιλογές είναι ότι αυτό θέλουν οι «αγορές», ότι πρέπει να είμαστε φερέγγυοι στις «αγορές» και διάφορα άλλα τέτοια επιχειρήματα περί τιμής και υπόληψης (Για το πώς λειτουργούν οι αγορές δες στο τέλος Πλαίσιο 1). Πλην όμως, οι ίδιες οι «αγορές», γνωρίζουν ότι αυτές οι πολιτικές που ακολουθούνται, ειδικά στην Ευρώπη, μεγαλώνουν την κρίση, αυξάνουν την ανεργία και επομένως τις κοινωνικές εντάσεις, αυξάνουν τα χρέη (δημόσια και ιδιωτικά) ακριβώς επειδή μειώνονται τα εισοδήματα, οδηγούν σε πίεση τις τράπεζες ακριβώς επειδή η μείωση των εισοδημάτων και η απειλή αύξησης επιτοκίων οδηγεί σε αδυναμία αποπληρωμής δόσεων όλο και περισσότερα νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Γνωρίζουν ότι πρόκειται για ένα σπιράλ που βαθαίνει τις συνέπειες της κρίσης που ξεκίνησε το 2008, ένα σπιράλ μείωσης των εισοδημάτων και αδυναμίας εξυπηρέτησης των χρεών και των αναγκών. Γνωρίζοντας λοιπόν όλα αυτά οι «αγορές», σε κάθε ανακοίνωση που θυμίζει προγράμματα λιτότητας, αντιδρούν με φόβο και πολλές φορές με πανικό, ακριβώς επειδή βλέπουν ότι με κάθε τέτοια ανακοίνωση αυξάνεται ο κίνδυνος να μην πάρουν τα λεφτά που δανείζουν σε κράτη, σε τράπεζες, σε επιχειρήσεις ή σε νοικοκυριά άμεσα και έμμεσα μέσω των τραπεζών.
Όλα τα παραπάνω, ως προτάσεις διεξόδου από την κρίση, ακούγονται τρελά – και είναι, χωρίς να συζητήσουμε καθόλου για το τι σημαίνει κάποιος να είναι άνεργος ή να μη του φτάνει ο μισθός να ζήσει αξιοπρεπώς. Πρόκειται όμως για τις απόψεις που είναι οι πιο δημοφιλείς στο πολιτικό προσωπικό των ιθυνουσών τάξεων στη Ευρώπη, τις απόψεις που πρεσβεύει και η κυβέρνηση μας.
Γιατί αντιμετωπίζουν έτσι την κρίση;
Ακολουθούν με θρησκευτική προσήλωση, όπως αρμόζει σε όλα τα δόγματα όταν η σύγκρουση τους με την πραγματικότητα τα διαψεύδει, τη «μεγάλη φυγή προς τα εμπρός», την ακόμη πιστότερη εφαρμογή του δόγματος μέχρι σημείου κώφωσης και τύφλωσης.
Ποια είναι η Ιδέα τους; Αν αυξηθεί η ανεργία, θα μειωθούν οι μισθοί και θα μεταρρυθμιστούν οι αγορές εργασίας, το ασφαλιστικό σύστημα ιδιωτικοποιούμενο θα γίνει σφαίρα επένδυσης κεφαλαίων με σκοπό το κέρδος, το ίδιο ο κλάδος της υγείας ή της παιδείας όπως τόσα χρόνια ζητείται από τα νεοφιλελεύθερα δόγματα. Αυτό θα συμβεί επειδή οι εργαζόμενοι, οι συνταξιούχοι και όλες οι κοινωνικές ομάδες που θα πληγούν, θα έχουν μειωμένες ικανότητες αντίδρασης λόγω του φόβου της ανεργίας και του κόστους που πλέον θα έχει στα μειωμένα εισοδήματα έστω και μία μέρα απεργίας. Η μείωση των μισθών, θα αυξήσει τα περιθώρια κερδοφορίας, επομένως οι επιχειρήσεις απολαμβάνοντας μεγαλύτερα κέρδη θα μπορούν κάποια στιγμή να μειώσουν τις τιμές για να ανταγωνιστούν πιο φτηνά εμπορεύματα στο εξωτερικό, οι επιχειρήσεις που δε μπορούν να το κάνουν αυτό θα κλείσουν και μετά μερικά χρόνια θα έχουμε ξανά μία «υγιή οικονομία», με κερδοφόρες επιχειρήσεις που θα ανταγωνίζονται στο εξωτερικό με καλύτερους όρους άλλες επιχειρήσεις, χωρίς δημόσια ελλείμματα, λόγω του περιορισμού των δαπανών, με μεγαλύτερα χρέη φυσικά λόγω της μείωσης του εισοδήματος των νοικοκυριών και των κρατών, και τέλος λόγω της ικανότητας που θα έχουν δείξει να επιβάλλουν τέτοιες πολιτικές περιορισμού των ελλειμμάτων, μείωσης μισθών και ανόρθωσης της κερδοφορίας των επιχειρήσεων θα απολαμβάνουν της εμπιστοσύνης των «αγορών».
Επομένως με λίγα λόγια και συμπερασματικά η Ιδέα τους είναι: οι «αγορές» και ο νεοφιλελευθερισμός που εφαρμόζαμε «απέτυχαν» και δημιούργησαν μία από τις δύο μεγαλύτερες κρίσεις στην ιστορία του καπιταλισμού*. Αλλά εμείς σκοπεύουμε να «νεκραναστήσουμε» ότι δημιούργησε αυτήν την κρίση. Και τις «αγορές» και το νεοφιλελευθερισμό. Γι’ αυτό θα συνεχίσουμε να δίνουμε το πρώτο λόγο για τη χρηματοδότηση των οικονομικών δραστηριοτήτων στις «αγορές» και θα εφαρμόσουμε με μεγαλύτερη αυστηρότητα τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που απορρέουν από τη στήριξη στις «αγορές».
Εδώ στη χώρα μας το βασικό επιχείρημα μέσω του οποίου επιχειρείται να οικοδομηθεί συναίνεση στην Ιδέα τους εκφέρεται κάπως έτσι: το δημόσιο χρέος είναι υψηλό και για να μη χρεοκοπήσει η Ελλάδα πρέπει να μειωθούν οι δαπάνες και να αυξηθούν τα έσοδα του κράτους (Για το χρέος δες Πλαίσιο 2). Επομένως οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι θα πρέπει να αποδεχτούν θυσίες, π.χ. η πρωτοφανής μόνιμη μείωση ονομαστικών μισθών, ώστε να μην πτωχεύσει η Ελλάδα. Φυσικά δεν είναι καινούργιο. Είναι ότι ακούγαμε σε κάθε διεκδίκηση να αρθεί η αυξημένη ανισοκατανομή του εισοδήματος που δημιουργήθηκε τα τελευταία 20 χρόνια. Γεγονός που δείχνει, εμφατικά, ότι οι πολιτικές που ασκούνται δεν στοχεύουν ένα καινούργιο φαινόμενο, την κρίση, δεν έχουν παραχθεί ειδικά για την αντιμετώπισή της, αλλά εκπορεύονται αφενός μεν από τις επιθυμίες του κόσμου των επιχειρηματιών, αφετέρου δε από το πολύ απλό γεγονός ότι όσοι κυβερνάνε είχαν εκπαιδευτεί τόσα χρόνια να σκέφτονται νεοφιλελεύθερα, να θεωρούν ενόχους για κάθε τι τους εργαζομένους και τους μισθούς τους: δεν μπορούν να αλλάξουν τον τρόπο σκέψης τους ακόμη και αν έχει αποτύχει, μόνο να πεισματώσουν στο δόγμα που τους έχει απομείνει, να κρύψουν το κεφάλι στην άμμο και να πιστέψουν ότι αβρόχοις ποσί, θα περάσει ο χρόνος και από μόνες τους και οι δυσκολίες.

Ενας Μύθος

Δεν παράγουμε τίποτα ως χώρα, και γι’ αυτό καταλήξαμε στην κατάσταση που είμαστε και μάλιστα ξέραμε ότι θα καταλήξουμε εδώ, απλά δεν μας ενδιέφερε.

Ο μύθος χρησιμοποιείται για να δικαιολογήσει και τις πολιτικές του ΔΝΤ που χρησιμοποίησε η κυβέρνηση πριν ακόμη έρθει το ΔΝΤ. Το απλό ερώτημα, αν οι πολιτικές αυτές στοχεύουν να αλλάξουν τη δομή της οικονομίας και μετά από λίγα χρόνια να παράγουμε ότι δεν κάνουμε σήμερα, απαντιέται με ένα «προφανώς όχι». Το σύμφωνο με το ΔΝΤ και την Ε.Ε. δεν στοχεύει σε αυτό.
Η ελληνική οικονομία από το 1996 και μετά αναπτύχθηκε με υψηλούς ρυθμούς, υψηλότερους απ’ ότι τα περισσότερα ανεπτυγμένα κράτη του κόσμου και ειδικά της Ε.Ε.. Αυτό διαπιστώνεται από μία σειρά οικονομικούς δείκτες, που είναι οι μεγαλύτεροι στην Ευρώπη. Ρυθμοί μεγέθυνσης. Επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό. Παραγωγικότητα. Και το σημαντικότερο κερδοφορία των επιχειρήσεων υψηλότατη και υψηλότερη απ’ αυτή που εμφανιζόταν στις ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης. Η δομή της ελληνικής οικονομίας ακολουθεί το μονοπάτι που ακολουθούν όλες οι ανεπτυγμένες οικονομίες της Ε.Ε. Σημαντική μείωση του ειδικού βάρους του αγροτικού τομέα (και μόνο οι χαμηλές τιμές των αγροτικών προϊόντων τις οποίες ξέρουμε στον τόπο μας μπορεί να εξηγήσει τη μείωση της αγροτικής παραγωγής), ελαφρά μείωση του ειδικού βάρους της βιομηχανίας και σημαντική αύξηση του τομέα των υπηρεσιών. Παρόμοια δομή και κίνηση με αυτή που εμφανίζουν η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ισπανία και άλλες ανεπτυγμένες χώρες.
Πώς μπορεί επομένως μία χώρα η οποία «δεν παράγει» τίποτα να εμφανίζει αυτά τα αποτελέσματα;
Μία παραλλαγή είναι ότι «δεν παράγουμε υλικά προϊόντα αλλά υπηρεσίες». Αλλά πρόκειται για άσχετο επιχείρημα σε σχέση με την κρίση, που το μόνο που δείχνει είναι η πίστη ότι λέγοντας αρνητικά πράγματα εξηγείς μία αρνητική κατάσταση, κάτι σαν «η στέγη απ’ το σπίτι έπεσε επειδή το βράδυ έσκουζαν οι γάτες πάνω από αυτή». Το αν παράγεις το ένα ή το άλλο δεν οδηγεί σε ελλείμματα στον κρατικό προϋπολογισμό ή σε αύξηση του χρέους. Το να έχεις ελλείμματα και να αυξάνει το χρέος γενικά προέρχεται από το αν τα κρατικά έσοδα είναι μικρότερα ή μεγαλύτερα από τις κρατικές δαπάνες. Τα έσοδα του κράτους δεν εξαρτώνται από το είδος της παραγωγής αλλά από τους φόρους που πληρώνουν, όταν πληρώνουν, τόσο οι επιχειρήσεις που παράγουν γάλα όσο και οι επιχειρήσεις-τράπεζες που παράγουν υπηρεσίες.
Η ιθύνουσες τάξεις της χώρας μας από τη στιγμή που αποφάσισαν την ένταξη στο ευρώ, στόχευαν να εκμεταλλευτούν τα πλεονεκτήματα του ευρώ και να αναλάβουν το κόστος των προβλημάτων που θα προκαλούσε αυτή η συμμετοχή. Τα πλεονεκτήματα: οι τράπεζες, οι διεθνείς θαλάσσιες μεταφορές (το ελληνικό εφοπλιστικό κεφάλαιο το οποίο αποτελεί παγκόσμια δύναμη), οι κατασκευές με το ευρώ θα είχαν περισσότερες δυνατότητες να μεγεθυνθούν και να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους και σε άλλες χώρες και να έχουν σχετική ισχύ στον ανταγωνισμό για νέες αγορές. Με βάση αυτές θα ωφελούνταν ο τουρισμός στη βάση της χρηματοδότησης επενδυτικών σχεδίων και ένα πλήθος μεσαίων και μικρών επιχειρήσεων που στοχεύουν στην εσωτερική ζήτηση. Τα μειονεκτήματα: το ενιαίο νόμισμα, σε ένα περιβάλλον κατάργησης δασμών θα οδηγούσε διάφορους κλάδους σε μαρασμό ή δε θα έδινε ευκαιρίες ανάπτυξης τους. Είναι προφανές ότι υφαντουργίες δεν μπορούν να συντηρηθούν όταν υπάρχει η Κίνα και δεν υπάρχουν δασμοί.
Το αποτέλεσμα ήταν η μεγέθυνση της οικονομίας να στηριχτεί στους κλάδους που ήταν ικανοί να ανταπεξέλθουν στο διεθνή ανταγωνισμό και στην εσωτερική ζήτηση που δημιουργούσαν οι χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Αυτό σήμαινε ότι το εμπορικό ισοζύγιο θα ήταν ελλειμματικό, δηλαδή θα εισάγαμε περισσότερα από ότι εξάγαμε, αλλά επίσης, πράγμα που ξεχνιέται στην τρέχουσα συζήτηση, ότι θα υπήρχαν αντίστοιχες εισροές κεφαλαίων, δηλαδή το ισοζύγιο κεφαλαίων θα ήταν θετικό. Όπως και έγινε.
Έτσι αυτό το ρητό, ότι «δεν παράγουμε τίποτα» αποκαλύπτει απλά την επιθυμία να πεισθούμε ότι για τα μέτρα που λαμβάνονται υπεύθυνοι είμαστε εμείς. Δεν πρόκειται παρά για παραλλαγή του μόνιμου μύθου τον οποίο χρησιμοποιούν οι υπερσυντηρητικοί σε όλες τις χώρες του κόσμου για να εξηγήσουν τη παγκόσμια κρίση που ξεκίνησε το 2008 με στόχο να προτείνουν μέτρα λιτότητας. Και μόνο ότι το βρίσκουμε και στις ΗΠΑ και στη Γερμανία και στην Ελλάδα και πριν την κρίση και τώρα δείχνει ότι είναι μία ρετσέτα, κάτι σαν την «κόκα κόλα που πάει με όλα» αρκεί να κάνει τη δουλειά της: να πείθει κόσμο ότι καλώς του κόβουν το μισθό.

Ο «παραλογισμός» ως πρόταση διεξόδου

Ο «παραλογισμός» των προτεινόμενων πολιτικών, όταν εκφωνούνται όχι ως αυτό που είναι, δηλαδή προτάσεις μεταφοράς εισοδημάτων από τους εργαζόμενους στις επιχειρήσεις και στις τράπεζες αλλά ως προτάσεις διεξόδου των κοινωνιών από την κρίση του 2008 έγκειται στο ότι, πρώτον, την κρίση τη δημιούργησαν αυτές οι ίδιες πολιτικές απελευθέρωσης των χρηματοπιστωτικών αγορών και τοποθέτησης τους ως μηχανισμών ελέγχου της συμπεριφοράς των κρατών και των επιχειρήσεων, στο πόσο καλά τα καταφέρνουν με τη συμπίεση των εισοδημάτων του κόσμου της εργασίας (ότι τα κατάφεραν καλά τα είκοσι προηγούμενα χρόνια αποδεικνύεται από την πρωτοφανή αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων στον ανεπτυγμένο κόσμο), πόσο καλά τα καταφέρουν με τις πολιτικές ιδιωτικοποιήσεων και προστασίας του «υγιούς» επιχειρηματικού πνεύματος και δεύτερον, πρόκειται για πολιτικές οι οποίες βαθαίνουν την ύφεση, αυξάνουν την ανεργία και το μόνο που οργανώνουν είναι μία ιστορικής σημασίας κατάργηση θεσμών προστασίας των εργαζομένων είτε αφορά τα εισοδήματα τους είτε αφορά τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα τους όπως σύνταξη, περίθαλψη, παιδεία, στέγη, ελεύθερο χρόνο….
Πρόκειται επομένως για πολιτικές που εκθέτουν το εξής παράδοξο: αφού γιγάντωσαν τις τράπεζες, οι οποίες απελευθερωμένες πτώχευσαν το 2008, κατόπιν τις χρηματοδότησαν με λεφτά των εργαζομένων για επιστρέψουν ξανά «υγιείς» στην προηγουμένη δραστηριότητα. Επομένως, όσο και να φωνασκούν για τους κακούς «κερδοσκόπους» μπροστά στις κάμερες, όλοι γνωρίζουν ότι αυτή η επιχείρηση στέφεται, μέχρις στιγμής, με μερική επιτυχία – εν όψει των εξελίξεων που φέρνει ο πυκνός χρόνος παραγωγής γεγονότων, όπως πτωχεύσεις κρατών, νοικοκυριών, επιχειρήσεων ως θυσία στην άσκηση αυτών των πολιτικών. Οι τράπεζες, οι αγορές γενικότερα, μπορούν ξανά να στηρίζουν και να ελέγχουν πολιτικές που πτωχεύουν τους εργαζόμενους μέσω των προγραμμάτων λιτότητας που στοχεύουν να πληρώσουν αυτά που δανείστηκαν οι τράπεζες ώστε να μην πτωχεύσουν.
Δεν είναι «παράδοξη» η σύνταξη αλλά «παράλογη» η ιδέα στην οποία επιχειρούν βίαια να προσαρμόσουν τις ζωές μας και τις κοινωνίες που θα ζήσουμε εμείς και οι μελλοντικές γενιές. Βέβαια βρίσκουν και τα κάνουν. Έχοντας εξοβελίσει τη δημοκρατία στη λήψη αποφάσεων, έχοντας στο τσεπάκι τους τα Μέσα Μαζικής Προπαγάνδας (ας είναι καλά τα σεμινάρια που οργανώνονται για τον τρόπο που θα εκφωνηθούν οι ειδήσεις σχετικά με τις εφαρμοζόμενες πολιτικές στα δελτία των 8), έχοντας σε αυτή την κατάσταση το συνδικαλιστικό κίνημα, σκέφτονται ότι δεν έχουν αντίπαλο και ότι τους παίρνει: δεν θα χρειαστεί να φεύγουν ξημερώματα με ελικόπτερα για να αποφύγουν το εξεγερμένο πλήθος όπως συνέβη σε άλλες χώρες, δεν θα βρεθούν στη δεινή θέση αντί να λένε μεταξύ τους πώς «εκτός από το ψωμί υπάρχει και το παντεσπάνι», «δεν μπορώ να καταλάβω γιατί φωνάζουν, δε ζείς χρυσή μου με 600 ευρώ τη σήμερον ημέρα;», δε θα χρειαστεί να αναγκαστούν να πάρουν υπόψη τις κοινωνικές ανάγκες των πολλών, να σεβαστούν το δικαίωμα του καθενός να ζει με αξιοπρέπεια, κοινωνική και οικονομική ελευθερία.
Σε κάθε περίπτωση η φωτιά που ρίχνουν στη κοινωνία πιστεύουν ότι δεν θα τους αγγίξει, θα φτιάξουν τις κατάλληλες «υγειονομικές ζώνες», άλλωστε πάντα μπορούν να μένουν σε γειτονίες που δε θα μπαίνει ο πάσα εις και η «πλέμπα» – οι άλλοι ας προσλάβουν υπηρεσίες security ή να πληρώσουν για δημοτική αστυνομία, αστυνομία γειτονίας ή πολυκατοικίας, μπας και δώσουν και στο κόσμο καμία καλή δουλειά βρε αδελφέ που παράγει πράγματα αντί να θέλουν να προσλαμβάνεται ο κόσμος σε προγράμματα βοήθειας στο σπίτι, στα σχολεία, στα νοσοκομεία ή σε επιχειρήσεις που δεν έχουν αρκετά κέρδη και κλείνουν,  σε δουλειές που δεν παράγουν τίποτα.

Σπύρος Λαπατσιώρας

ΠΛΑΙΣΙΟ 1
Τι είναι οι «αγορές» και πώς λειτουργούν;

Αποτελούνται από τράπεζες, ασφαλιστικά ταμεία και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Δηλαδή μορφές κεφαλαίου που στοχεύουν στο μέγιστο δυνατό ποσοστό κέρδους. Με απλά παραδείγματα μπορεί να φωτιστεί η λειτουργία τους.
Στην αγορά ομολόγων αγοράζονται και πωλούνται τα χρέη των κρατών. Ο κάθε ένας που κατέχει ή θέλει να αγοράσει ένα ομόλογο 100 ευρώ με στόχο σε 10 χρόνια να αποκομίσει 140 ευρώ ρωτά τι κίνδυνος υπάρχει, λόγω της αυξημένης πιθανότητας αναδιαπραγμάτευσης του χρέους, αφού στις σημερινές συνθήκες σε όλες σχεδόν τις χώρες αυξάνει το χρέος, αυτό να αξίζει λιγότερο από 140 ευρώ. Ρωτά επίσης κατά πόσο η αύξηση του χρέους θα ωθήσει τα επιτόκια υψηλότερα. Επειδή αν έχει αγοράσει ένα ομόλογο 100 ευρώ με επιτόκιο 5%, θα έχει να λαμβάνει σε ένα χρόνο 105 ευρώ ενώ αν τα επιτόκια διαμορφωθούν στο 10% στο άμεσο μέλλον τότε με τα ίδια λεφτά, 100 ευρώ, θα έχει να λαμβάνει 110 ευρώ. Αντίστροφα, αν ο Α θελήσει να πουλήσει στον Β ένα ομόλογο που δίνει 105 ευρώ σε ένα χρόνο, αν το επιτόκιο έχει πάει 10%, δεν μπορεί να περιμένει να πάρει 100 ευρώ, όσα έδωσε, επειδή ο Β με 100 ευρώ μπορεί να αγοράσει ένα ομόλογο που δίνει 110 ευρώ με το νέο επιτόκιο και όχι απλά 105. Δηλαδή οι κάτοχοι τίτλων σκέφτονται την άνοδο των επιτοκίων ως μία απώλεια αξίας των χρημάτων που έχει ήδη δεσμεύσει σε ομόλογα με χαμηλά επιτόκια.
Όλους αυτούς τους κινδύνους o κάθε κεφαλαιούχος, που σέβεται τη ψυχή της τσέπης του, τους ενσωματώνει απαιτώντας ένα επιτόκιο που έχει μία διαφορά (spread) σε σχέση με τα θεωρούμενα ασφαλή ομόλογα ή άλλους «ασφαλείς» τίτλους χρέους (όπως τα αμερικάνικα ή τα γερμανικά ομόλογα). Μέσω των αυξημένων επιτοκίων τα κράτη ή οι επιχειρήσεις που δεν εφαρμόζουν «συνετές» πολιτικές, περιορισμού των απαιτήσεων των μισθωτών σε δημόσια παιδεία, υγεία, ασφάλιση, υποδομές, που αυξάνουν τις δαπάνες του δημοσίου όταν ελαττώνεται η φορολογία των επιχειρήσεων, «τιμωρούνται».
Ωστόσο, οι αγορές δεν αποτελούν το καθοριστικό στοιχείο για ό,τι συμβαίνει από την έναρξη της κρίσης στην Ευρωζώνη. Ο,τι καθορίζει και παράγει τα γεγονότα στην Ευρωζώνη είναι ότι οι ακολουθούμενες πολιτικές οι οποίες εντείνουν την ύφεση, επομένως μειώνουν τα εισοδήματα και αυξάνουν το χρέος σε σχέση με τα εισοδήματα, δημιουργούν κινδύνους απώλειας αξίας για τους κατόχους τίτλων. Για παράδειγμα, είναι σε γνώση όλων ότι το ενδεχόμενο αυτές οι πολιτικές να οδηγήσουν αρκετά κράτη να προχωρήσουν σε διαπραγματεύσεις αναδιάρθρωσης είναι πλέον αρκετά πιθανό (για την Ελλάδα υπάρχουν αναλύσεις που λένε ότι ένα 50% παραγραφή του χρέους είναι το πλέον λογικό σενάριο).
Αυτά ακριβώς τα στοιχεία ενσωματώνουν οι «αγορές», δηλαδή κάθε κάτοχος τίτλων χρέους όταν αποφασίζει τι θα κάνει. Το πρόβλημα επομένως δεν είναι αυτό καθ’ εαυτό οι «αγορές», αλλά η πολιτική απόφαση των ιθυνουσών τάξεων να συνεχίσει να υπάρχει το ίδιο μοντέλο χρηματοδότησης που στηρίζεται στις αγορές και η προθυμία των πολιτικών εκπροσώπων τους να κάνουν ότι μπορούν, ακόμη και οδηγώντας τις αγορές σε παροξυσμό πανικού, με μόνο στόχο στο μέλλον να συνεχίσουν οι «αγορές» να χρηματοδοτούν τα κράτη, τις επιχειρήσεις, τα νοικοκυριά.
Αυτό που επιχειρείται να απωθηθεί από τη δημόσια συζήτηση είναι το ερώτημα: Γιατί η κοινωνική ασφάλιση να εξαρτάται από τις αποδόσεις των ασφαλιστικών ταμείων στις «αγορές», η παιδεία από τα φοιτητικά δάνεια, η εργασία από τη διεθνή αποτίμηση της κερδοφορίας της επιχείρησης στα χρηματιστήρια, τα τρόφιμα από την εύρυθμη λειτουργία των αγορών συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης, οι λειτουργίες των δήμων από τα αμοιβαία κεφάλαια και τις διεθνείς χρηματαγορές τίτλων που τους δανείζουν, το περιβάλλον από τα χρηματιστηριακά δικαιώματα ρύπων και η κάλυψη βασικών κοινωνικών αναγκών από το ύψος του χρέους στις πιστωτικές κάρτες; Γιατί με άλλα λόγια να συναινέσουμε στην επιχείρηση αναστήλωσης ενός αποτυχημένου συστήματος χρηματοδότησης, που απέτυχε παταγωδώς το 2008, αποδεχόμενοι μέσω της μείωσης των μισθών, άμεσα και έμμεσα, τη μείωση των αναγκών μας για ασφάλεια, υγεία, παιδεία κλπ.;
Στις σημερινές συνθήκες το πρόταγμα για απο-εμπορευματοποίηση των αναγκών, δηλαδή  αγώνας για την οργάνωση των κοινωνιών με βάση την ικανοποίηση των αναγκών και όχι με βάση τον ψυχαναγκασμό του λογισμού της αξιοποίησης των κεφαλαίων επείγει.


ΠΛΑΙΣΙΟ 2

Τι εννοούμε όταν ακούμε 120% χρέος;

1) Όταν κάποιος λέει ότι χρωστά 1000 ευρώ δεν ξέρεις τι σημαίνει αυτό αν δεν ξέρεις τα εισοδήματα που έχει. Άλλο να έχει εισοδήματα 1000 και άλλο 100.000. Επομένως χρειάζεται ένα μέτρο του χρέους που να σχετίζει το τι χρωστά με τα εισοδήματα που έχει. Αυτό προκύπτει αν διαιρέσεις το χρέος με τα εισοδήματά του και μετά πολλαπλασιάσεις με 100%. Έτσι στην πρώτη περίπτωση το άτομο έχει χρέος 1000/1000=1 και μετά επί 100% = 100%. Στη δεύτερη περίπτωση έχει χρέος 1000/100.000=0,01 και μετά επί 100% = 1%
2) Τα εισοδήματα μίας χώρας τα δείχνει το ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν). Δηλαδή, το άθροισμα όλων των αξιών των προϊόντων που παράγονται σε ένα έτος στην χώρα. Αυτό δηλώνει συγχρόνως τα εισοδήματα, επειδή η αξία ενός προϊόντος αναλύεται σε μισθούς, κέρδη, κλπ. Επειδή τα έσοδα του κράτους προέρχονται από τους φόρους (είτε άμεσοι, μέσω της πληρωμής φόρων εισοδήματος είτε έμμεσοι μέσω του ΦΠΑ) το ΑΕΠ δείχνει την ικανότητα εσόδων μίας κυβέρνησης.
Επομένως 120% χρέος σημαίνει ότι διαιρούμε το δημόσιο χρέος με το ΑΕΠ και μετά πολλαπλασιάζουμε επί 100%. Πρέπει να προσέξουμε ότι το χρέος είναι ένα αποθεματικό μέγεθος (χρωστά τόσα ευρώ, μέγεθος που αντανακλά το χρέος που έχει όλα τα προηγούμενα χρόνια), Ενώ το ΑΕΠ είναι ένα μέγεθος ροής (η συνολική αξία που παρήγαγες αυτό το χρόνο είναι τόση). Αρα χρέος περισσότερο από 100% δεν σημαίνει ότι χρωστάς περισσότερα από όσα έχεις αλλά ότι χρωστάς περισσότερα απ ότι έβγαλες αυτή τη χρονιά.
3) Αυτό το νούμερο αφορά το δημόσιο χρέος και όχι το ιδιωτικό. Αυτό έχει σημασία, επειδή δεν γίνεται συζήτηση για τον τρόπο που θα μειωθεί το χρέος των μισθωτών από τα δάνεια που έχουν .
Πώς μειώνεται το χρέος;

Υπάρχουν τέσσερις γενικοί τρόποι και οι συνδυασμοί τους.
Α) Να αυξάνουν τα εισοδήματα περισσότερο από το χρέος. Δηλαδή η οικονομία να πηγαίνει καλά. Επειδή τέτοιοι ρυθμοί αύξησης μάλλον δεν πρόκειται να παρατηρηθούν τα επόμενα χρόνια σε όλο τον ανεπτυγμένο δυτικό κόσμο, μας μένουν οι υπόλοιποι.
Β) Να έχεις μεγαλύτερα έσοδα από έξοδα, ώστε ότι απομένει να ξεπληρώνει το χρέος. Επειδή όμως σε κάθε οικονομία υπάρχουν δύο μεγέθη που αποτελούν πηγές εσόδων του κράτους, τα κέρδη και οι μισθοί, μπορείς να έχει δύο πολιτικές αύξησης των εσόδων με προφανείς συνέπειες: ή να χρηματοδοτήσεις τα έσοδα από τα κέρδη (40% φόρο στις επιχειρήσεις όπως ίσχυε πριν το 1995, να φορολογηθεί η εκκλησία και πολλά άλλα που έχουν ακουστεί κατά κόρο το τελευταίο διάστημα) ή να χρηματοδοτήσεις τα έσοδα από τους μισθούς. Τα τελευταία χρόνια συνεχώς επιχειρείται το δεύτερο και μάλιστα μετά τη συμφωνία με το ΔΝΤ η κυβέρνηση, με πρωτοφανή τρόπο, επιχειρεί να δημιουργήσει μόνιμες καταστάσεις συμπίεσης των μισθών προς όφελος των κερδών.
Γ) Το χρέος μειώνεται με τον πληθωρισμό (αρκεί ένα μέτριος, τάξης 5-7%). Ένα απλό παράδειγμα. Έστω ότι κάποιος χρωστά 100 ευρώ τα οποία πρέπει να αποπληρώσει σε ένα χρόνο. Αν αυξηθούν οι τιμές κατά 10% (και σε μικρότερο ποσοστό αυξηθούν τα εισοδήματα λόγω της αύξησης των τιμών) τότε το χρέος των 100 ευρώ σήμερα θα αξίζει γύρω στα 90 ευρώ σε ένα χρόνο.
Δ) Το χρέος μειώνεται με την παραγραφή τμήματος του χρέους. Συμφωνούν ο δανειστής και ο δανειζόμενος, μετά από διαπραγμάτευση, αντί να υπάρχει υποχρέωση 100 ευρώ να υπάρχει υποχρέωση 90 ή 70 ή 50.