Κυριακή 18 Απριλίου 2010

Τι είναι και τι θέλει το ΔΝΤ από τη ζωή μας

Τι είναι και τι θέλει το ΔΝΤ από τη ζωή μας

 


Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) θεσπίστηκε, ως γνωστόν, το 1944, στο Μπρέτον Γουντς των ΗΠΑ και άρχισε να λειτουργεί το 1945, με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Σκοπός του ήταν η εποπτεία του συστήματος σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών που είχε θεσπιστεί με τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου, το οποίο είχε στόχο την αποφυγή της ανταγωνιστικής υποτίμησης των νομισμάτων, όπως αυτή που οδήγησε στους εμπορικούς πολέμους κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου.1 Όταν τα κράτη αντιμετώπιζαν κάποιο προσωρινό πρόβλημα στο ισοζύγιο πληρωμών το οποίο δημιουργούσε πιέσεις στη συναλλαγματική ισοτιμία, το ΔΝΤ παρείχε βραχυπρόθεσμα δάνεια ώστε να διατηρηθούν σταθερές οι συναλλαγματικές ισοτιμίες.
Το ΔΝΤ χρηματοδοτείται από τα κράτη-μέλη του οργανισμού (186 το 2009, με τελευταίο μέλος το Κόσσοβο) ανάλογα με το μερίδιο που υπολογίζεται ότι έχουν στη παγκόσμια οικονομία (quotas). Με βάση το ποσοστό χρηματοδότησης, κάθε κράτος έχει και το αντίστοιχο μερίδιο σε ψήφους.2 Για την Ελλάδα αντιστοιχεί το 0,38% του συνολικού προϋπολογισμού του ΔΝΤ (περίπου 1 δισ. ευρώ), για την Ε.Ε. συνολικά περίπου το 30%, για τις ΗΠΑ το 17,09%, ενώ η Κίνα έχει το 3,72%. Βάσει των συμφωνιών που διέπουν το ΔΝΤ, κάθε χώρα μπορεί να δανειστεί ετησίως το 200% των ποσών που συνεισφέρει και 600% συνολικά -- σε εξαιρετικές περιπτώσεις αυτό μπορεί να παραβιαστεί, όπως στην περίοδο της παγκόσμιας κρίσης που διανύουμε (όπου η αναλογία έχει διαμορφωθεί μέχρις στιγμής στο 1 προς 10).
Με την κατάρρευση αυτού του συστήματος σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών τη δεκαετία του 1970, το ΔΝΤ έμεινε σχεδόν χωρίς σκοπό. Ο ρόλος του ΔΝΤ έγινε ξανά σημαντικός τη δεκαετία του 1980, όταν κατέστη ο βασικός διεθνής φορέας για την αντιμετώπιση της κρίσης του εξωτερικού χρέους (1982: ο χρόνος εμπλοκής του ΔΝΤ στο Μεξικό).
Το ΔΝΤ δανείζει μέσω διαφόρων τυποποιημένων προγραμμάτων, εφόσον εκδηλωθεί το ενδιαφέρον από την υποψήφια χώρα. Το πιο διαδεδομένο πρόγραμμα είναι οι Συμφωνίες Υποστήριξης (Stand-By Arrangements). Έχει διάρκεια συνήθως ενός ή δύο χρόνων, αλλά μπορεί να επεκταθεί και σε τρία χρόνια, ενώ η αποπληρωμή γίνεται σε διάστημα τριών έως πέντε χρόνων. Με χαμηλά επιτόκια (τρέχοντα γύρω στο 1,5%, συν όποιο πριμ συμφωνηθεί έως 2%). Το σημαντικό χαρακτηριστικό είναι ότι η εκταμίευση του δανείου γίνεται τμηματικά υπό τον όρο (conditionality) ότι επιτυγχάνονται οι οικονομικοί στόχοι που έχουν συμφωνηθεί με βάση τις τακτικές εκθέσεις (τρίμηνες ή εξάμηνες) από ειδικό κλιμάκιο το οποίο εδρεύει στη χώρα η οποία δανείζεται.

Η ισχύς του ΔΝΤ στην επιβολή πολιτικών

Η ισχύς του ΔΝΤ προέρχεται από τον άμεσο και έμμεσο έλεγχο των οικονομιών των κρατών στα οποία εμπλέκεται, ώστε να συνεχίσει να εκταμιεύει κανονικά τα δάνεια τα οποία έχουν συμφωνηθεί.
Επιπρόσθετα αποτελεί για το χρηματοπιστωτικό σύστημα ένα κέντρο συλλογής και παροχής πληροφοριών, γεγονός το οποίο δίνει τη δυνατότητα να παράγει σήματα προς τις αγορές χρήματος για το αν μια χώρα ακολουθεί ορθές ή όχι πολιτικές. Παρέχοντας βραχυπρόθεσμη ρευστότητα, το ΔΝΤ εγγυάται, μέσω των οικονομικών προγραμμάτων που συμφωνούνται, την επιστροφή της χώρας στις αγορές χρήματος. Μπορεί να παίξει τον ρόλο ενός συντονιστή του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος και των πολιτικών που ασκούνται, παρέχοντας κατάλληλες τεχνικές συμβουλές για τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που «απαιτούνται». Τα προηγούμενα του δίνουν τη δυνατότητα ανάληψης πρωτοβουλιών μεσολάβησης των αγορών χρήματος με μια χώρα. Αναδεικνύεται δηλαδή σε ένα σημαντικό διεθνή θεσμό επιτήρησης των οικονομικών πολιτικών, ο οποίος έχει μια σχετική ισχύ να επιβάλλει, κάτω από κατάλληλες συνθήκες, την πειθάρχηση των οικονομιών των χωρών σε ένα υπόδειγμα.
Ωστόσο, αυτή η ισχύς εκδηλώνεται άμεσα όταν μια χώρα προσφύγει στο ΔΝΤ. Επομένως, το ερώτημα «ποιος επιβάλλει τις πολιτικές που τυπικά συμφωνούνται με το ΔΝΤ» γίνεται εύλογο, ειδικά αν σκεφτούμε ότι οι «παρτιζάνοι» των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων γνωρίζουν ότι μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση πολλές φορές αδυνατεί να προχωρήσει στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις.3 Με άλλα λόγια, η παρουσία του ΔΝΤ επιτρέπει στους ιθύνοντες να κάνουν ό,τι θα εύχονταν να κάνουν αλλά όμως είναι ανίσχυροι: μπορείς εύκολα να απορρίψεις την κυβέρνηση της χώρας σου αλλά δεν μπορείς το ίδιο εύκολα να απορρίψεις το ΔΝΤ, εφόσον η θέση του στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα θέτει ως πιθανό διακύβευμα τη διεθνή απομόνωση της χώρας. Πρέπει να εκτιμήσουμε το γεγονός ότι η κυβέρνηση Παπανδρέου ακολουθεί και αναγγέλλει πολιτικές τύπου ΔΝΤ χωρίς να έχει προσφύγει σε αυτό.

Τα αποτελέσματα των οικονομικών πολιτικών του ΔΝΤ
Οι παρεμβάσεις του ΔΝΤ τα τελευταία δέκα χρόνια έχουν υποστεί κριτική όχι μόνο για την κοινωνικά άδικη στόχευση προς τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους ως υπευθύνων να πληρώσουν την οικοδόμηση εμπιστοσύνης των αγορών στην αποπληρωμή του χρέους, αλλά επίσης και ως «αποτυχημένες» σε σχέση με την αποτελεσματικότητά που έχουν. Θυμίζουμε ότι η παρέμβαση του ΔΝΤ στην κρίση της Ασίας το 1997 συνέβαλε ώστε να μετατραπεί η κρίση σε παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση· και σημειώνουμε ότι η Μαλαισία, η οποία δεν αποδέχτηκε τη βοήθεια του ΔΝΤ ακολουθώντας κάποιες ανορθόδοξες για το ΔΝΤ οικονομικές πολιτικές, ήταν η πρώτη χώρα που ξεπέρασε την κρίση.
Στις πολιτικές του ΔΝΤ που συμφώνησε η κυβέρνηση της Αργεντινής το διάστημα 1998-2001 οφείλεται η κατάρρευση της οικονομίας της (μείωση 22% του ΑΕΠ μεταξύ 1998-2002), ενώ οι ανορθόδοξες πολιτικές (με αρκετά ισχυρή τη στήριξη, το πρώτο διάστημα, της εσωτερικής ζήτησης με παράλληλη αδιαφορία για τον πληθωρισμό) μετά το 2002 οδήγησαν σε αξιοσημείωτη βελτίωση της οικονομίας της Αργεντινής.
Με δεδομένο ότι οι προβλέψεις του ΔΝΤ παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση πολιτικών και στη στάση των αγορών χρήματος, άξια προσοχής είναι η πολύ σημαντική και συστηματική υποεκτίμηση της ύφεσης που προκαλούν οι οικονομικές πολιτικές λιτότητας που προωθεί (ειδικά αν η χώρα ακολουθεί τις συμβουλές του). Για παράδειγμα, στην Αργεντινή από το 1999 έως το 2001 που ακολουθούνταν οι πολιτικές του, το ΔΝΤ προέβλεπε ρυθμούς μεγέθυνσης 1,5, 3,7, και 2,6 για κάθε έτος ενώ οι πραγματικοί ρυθμοί αποδείχθηκαν -0,8, -4,4, -10,9 αντίστοιχα. Τα χρόνια που ακολούθησαν την εξέγερση και την αλλαγή οικονομικής πολιτικής σε ανορθόδοξη και μη επιθυμητή, οι προβλέψεις ήταν αντίστροφα υποεκτιμημένες: για το 2002 προβλεπόταν 1, έναντι πραγματικού ρυθμού 8,8.

Λετονία: πτώση 18% σε ένα χρόνο
Κλείνοντας, θα περιοριστούμε να εξετάσουμε πιο αναλυτικά την περίπτωση της Λετονίας. Η παρέμβαση του ΔΝΤ στη χώρα συνδέεται με μια πτώση της οικονομικής δραστηριότητας κατά 18% σε ένα χρόνο. Από μόνο του το μέγεθος συνιστά μέγιστη πολιτική αποτυχία, χωρίς να αναφέρουμε την αύξηση της ανεργίας από 6,2% το 2007 σε 22% τον Δεκέμβρη του 2009, επειδή πρόκειται για από τις μεγαλύτερες μειώσεις στη σύγχρονη ιστορία. Τα αποτελέσματα αυτά προήλθαν από τον στόχο μείωσης του ελλείμματος του κρατικού προϋπολογισμού από 8 σε 3% μέχρι το 2012 σε συνθήκες κρίσης, και σε αυτήν την περίπτωση η αρχική υποεκτίμηση των αποτελεσμάτων συμπληρώθηκε με μια «στερνή γνώση». Στα μέτρα που χρησιμοποιήθηκαν περιλαμβάνονταν μειώσεις μισθών κατά 20% και συντάξεων κατά 10%. Απολύθηκαν 6.000 δημόσιοι υπάλληλοι (υπολογίζεται ότι σωρευτικά θα χάσει τη δουλειά του ένα ποσοστό δημοσίων υπαλλήλων γύρω στο 20-30%). Επίσης, η συμφωνία περιελάμβανε κλείσιμο σχολείων, απολύσεις δασκάλων και κλείσιμο νοσοκομείων ώστε να μειωθούν οι δαπάνες. Όπως παραδέχεται και το ΔΝΤ στην τελευταία του έκθεση, «οι αποταμιεύσεις προέρχονται από πτώση της ποιότητας ή της έκτασης παροχής δημόσιων υπηρεσιών» (2010/03, IMF Country Report No. 10/65: 6).
Αυτές οι πολιτικές προφανώς, όπως παραδέχεται και το ΔΝΤ, έχουν μειώσει την εσωτερική ζήτηση και την καταναλωτική δαπάνη, οι τράπεζες συνεχίζουν να συστέλλουν την πίστη και οι προοπτικές μεγέθυνσης εξαρτώνται από την ανάκαμψη τη παγκόσμιας ζήτησης που θα «τραβήξει» κάποιον εξαγωγικό τομέα της οικονομίας.
Με βάση τα προηγούμενα προβάλλει εύλογος --παρά τις συμβουλές της Παγκόσμιας Τράπεζας-- ο έπαινος του ΔΝΤ στις προσπάθειες της κυβέρνησης να μην επεκτείνει τα προγράμματα ενάντια στη φτώχεια που αυξάνεται με γοργούς ρυθμούς μετά την κρίση (2010/03, IMF Country Report No. 10/65 :14-5).

Ο Σπύρος Λαπατσιώρας διδάσκει οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Κρήτης

1.  Όταν ένα κράτος υποτιμά το νόμισμά του, οι εισαγωγές του γίνονται ακριβότερες και οι εξαγωγές του λιγότερο ακριβές για τους ξένους. Οι χώρες με ελλείμματα στο ισοζύγιο πληρωμών (δηλαδή όταν εκρέει περισσότερο χρήμα από τη χώρα σε σχέση με αυτό που εισρέει) τείνουν προς την υποτίμηση του νομίσματός τους, ώστε να αυξηθούν τα έσοδά τους από τις εξαγωγές.
2.  Στο πλαίσιο της συζήτησης για τη μεταρρύθμιση της αρχιτεκτονικής του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος έχουν τεθεί: α) η αλλαγή των ποσοστών ώστε να υπάρχει βελτιωμένη αντιπροσώπευση σημαντικών οικονομιών όπως της Βραζιλίας ή της Κίνας, β) να αναλάβει το ΔΝΤ τον ρόλο ενός κεντρικού τραπεζίτη, ο οποίος θα εκδίδει ένα παγκόσμιο νόμισμα για να μην επηρεάζουν το διεθνές εμπόριο οι μεγάλες διακυμάνσεις των ισοτιμιών των νομισμάτων, γ) το ΔΝΤ να παίξει τον ρόλο ενός δανειστή ύστατης προσφυγής χωρίς όρους που εξαρτούν την εκταμίευση της χρηματοδότησης από την υλοποίηση στόχων οικονομικής πολιτικής.
3. Αποκαλυπτικό για τις παρτιζάνικες τακτικές στις οποίες εμπλέκονται οι ιππότες των μεταρρυθμίσεων είναι το βιβλίο της Έλενας Παναρίτη, βουλευτού Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ, Ευημερία δίχως όρια, Λιβάνης, Αθήνα 2009.

Ημερομηνία δημοσίευσης: 18/04/2010
ΑΥΓΗ, ΕΝΘΕΜΑΤΑ,  

Παρασκευή 9 Απριλίου 2010

Που θα βρεθούν τα λεφτά; (για πολιτικές υπέρ του κόσμου της εργασίας)

Στο Δελτίο Θυέλης, Απρίλιος 2010
περιοδικό του Δικτύου για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα


Που θα βρεθούν τα λεφτά;
(για πολιτικές υπέρ του κόσμου της εργασίας)


Το δημόσιο χρέος είναι υψηλό και για να μη χρεοκοπήσει η Ελλάδα πρέπει να μειωθούν οι δαπάνες και να αυξηθούν τα έσοδα του κράτους. Επομένως δεν υπάρχουν λεφτά για να ικανοποιηθούν αιτήματα των εργαζομένων. Αντίθετα θα πρέπει να αποδεχτούν θυσίες ώστε να μην πτωχεύσει η Ελλάδα.
Η προηγούμενη παράγραφος περιγράφει το βασικό επιχείρημα μέσω του οποίου επιχειρείται να οικοδομηθεί συναίνεση σε μία άνευ προηγούμενου, μεταπολεμικά, επιχείρηση χειροτέρευσης των όρων ζωής των εργαζομένων και των συνταξιούχων. Σε κάθε διεκδίκηση η παραπάνω πρόταση παράγει ένα ερώτημα: «που θα βρεθούνε τα λεφτά»; και η αδυναμία απάντησης υποστηρίζει την πεποίθηση ότι η πολιτική που ακολουθείται αποτελεί τη μόνη πολιτική που αντιμετωπίζει σοβαρά το ερώτημα.

Η πολιτική που ακολουθείται για να βρεθούνε τα λεφτά

Τα λεφτά τα οποία ψάχνει το ελληνικό δημόσιο για φέτος δείχνουν με μία πρώτη ματιά την πιεστικότητα του ερωτήματος. Με βάση τα στοιχεία του προγράμματος σταθεροποίησης που υποβλήθηκε τον Ιανουάριο του 2010 οι συνολικές δανειακές ανάγκες του δημοσίου για το 2010 είναι 53,2 δισ. ευρώ. Αυτό το ποσό περιλαμβάνει: χρεολύσια 30,2 δισ. ευρώ, πληρωμές τόκων 12.95 δισ. ευρώ και εκτιμώμενο πρωτογενές έλλειμμα του δημοσίου περίπου 10 δισ. ευρώ.
Αυτή η καταγραφή δείχνει ότι αν πληρώνεις υψηλούς τόκους, αν έχεις μεγάλο έλλειμμα και υψηλά χρεολύσια έχεις αυξημένες ανάγκες σε δανεισμό. Επομένως όταν δανείζεσαι με υψηλά επιτόκια, όπως σήμερα σε σχέση με το παρελθόν, τότε αυξάνουν και οι ανάγκες δανεισμού για να αποπληρώσεις τους τόκους που προκύπτουν.
Η πολιτική που ακολουθείται επικεντρώνεται στη μείωση του ελλείμματος. ¨Θα προκύψει μελλοντικά λιγότερη ανάγκη για δανεισμό και συγχρόνως θα πειστούν οι δανειστές της Ελλάδας (ελληνικές και ξένες τράπεζες, ασφαλιστικά ταμεία και λοιποί επενδυτές) ότι εφόσον δεν αυξάνουν οι ανάγκες δανεισμού του δημοσίου η αποπληρωμή του δανείου θα είναι σχεδόν σίγουρη με συνέπεια να είναι πιο πρόθυμοι να δανείσουν το ελληνικό δημόσιο, γεγονός που σημαίνει μείωση των επιτοκίων. Δηλαδή, με ένα σμπάρο δύο τρυγόνια.
Για να εκτιμήσουμε το ύψος των μεγεθών, τα εκτιμούμενα έσοδα του γενικού κρατικού προϋπολογισμού για το 2010 θα ανέρχονται σε 57.560 δισ. ευρώ και οι συνολικές δαπάνες 80.096, επομένως το έλλειμμα θα είναι 22,5 δισ. (το νούμερο 12,2%, όταν εκφράσουμε το έλλειμμα ως ποσοστό του ΑΕΠ που προέβλεπε ο προϋπολογισμός για το 2010 ). Τα έσοδα προέρχονται σχεδόν αποκλειστικά από  σε περίπου άμεσους φόρους, 23,7 δισ., και έμμεσους φόρους, 30,4 δισ.
Επομένως η συλλογή περισσότερων φόρων θα μείωνε τις ανάγκες δανεισμού. Εδώ πρέπει να παρατηρήσουμε το χιλιοειπωμένο: τους φόρους τους πληρώνουν κυρίως οι μισθωτοί. Ότι ο συντελεστή φορολόγησης των επιχειρήσεων είναι από τους χαμηλότερους στην Ευρώπη και αρκετά κάτω από το μέσο όρο (για παράδειγμα η πραγματική φορολογική επιβάρυνση για τα κέρδη υπολογίζεται σε 15,9% στην Ελλάδα, έναντι 33% στην Ε.Ε-25 από την ετήσια έκθεση του ΙΝΕ- ΓΣΕΕ 2009 (σελ. 93). Επομένως θα υπήρχε περιθώριο, όταν οι αγελάδες ήτανε παχιές και οι επιχειρήσεις κατέγραφαν ιστορικά επίπεδα κερδοφορίας να έχουν συλλεχθεί περισσότεροι φόροι. Να φορολογηθούν η Εκκλησία και τα στρώματα-στηρίγματα της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας τα οποία διέφευγαν της φορολογίας, να κλείσει η οδός των off-shore. Ακόμη και τώρα παραμένει ανοιχτός αυτός ο δρόμος αν και λόγω κρίσης και επομένως μείωσης της κερδοφορίας δεν θα αποφέρει τα ίδια έσοδα και συγχρόνως σε περιόδους κρίσης δεν ενδείκνυται να ανεβάζεις τη φορολογία επειδή επιδρά αρνητικά στην οικονομική δραστηριότητα. Αλλά: α) μπορεί να γίνει καθώς θα εξερχόμαστε της κρίσης β) γιατί να αυξηθεί η φορολογία μόνο στους μισθωτούς μέσω της άμεσης φορολόγησης και στους καταναλωτές μέσω της αύξησης του ΦΠΑ; Ειδικά αν σκεφτούμε ότι στην  Ελλάδα η οικονομική δραστηριότητα τροφοδοτείται σε μεγάλο βαθμό όχι από τις εξαγωγές αλλά από τις δαπάνες των νοικοκυριών, δηλαδή από την εσωτερική ζήτηση, η μείωση του εισοδήματος σε καιρό ύφεσης επιδεινώνει την συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας.
Παρόμοια ισχύουν και από την πλευρά των δαπανών. Ωστόσο δεν θα αναφερθούμε σε αυτές. Το σημαντικό στοιχείο είναι ότι η οικονομική πολιτική που ακολουθείται, αύξησης των εσόδων και μείωσης των δαπανών, εκτός του ότι γίνεται εις βάρος του κόσμου της εργασίας συγχρόνως μεγεθύνει τα προβλήματα που διατείνεται ότι αντιμετωπίζει. Αυτό συμβαίνει για αρκετούς λόγους. Ο κυριότερος είναι ότι σε περίοδο κρίσης τα έσοδα μειώνονται επειδή μειώνονται τα εισοδήματα και επομένως το σύνολο των φόρων που εισπράττει η κυβέρνηση ενώ συγχρόνως αυξάνονται οι δαπάνες επειδή, για παράδειγμα, αυξάνει η ανεργία και αυξάνουν οι καταβολές επιδομάτων ανεργίας.
Το γεγονός ότι η πολιτική που ακολουθείται οξύνει σε υπέρμετρο βαθμό τα φαινόμενα της κρίσης δεν έχει συνειδητοποιηθεί από την ελληνική κοινωνία. Πρόκειται για μία πολιτική η οποία δημιουργεί ένα σπιράλ: μέτρα για το έλλειμμα του δημοσίου, πτώση της οικονομικής δραστηριότητας, αύξηση των ελλειμμάτων του δημοσίου αλλά και των χρεών και αδυναμίας πληρωμών των ιδιωτών επιχειρήσεων και νοικοκυριών, περαιτέρω μέτρα επειδή δεν θα επιτυγχάνονται οι στόχοι και δεν θα μειώνεται ή μπορεί κα να αυξάνει το δημόσιο χρέος: ήδη υπάρχουν εκτιμήσεις ότι το χρέος μετά το τέλος του προγράμματος σταθεροποίησης θα είναι γύρω στο 130%, όσο δηλαδή σήμερα. Αλλά ενδεικτικά αποτελέσματα: η υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας των ελληνικών τραπεζών και το ότι εσπευσμένα ζήτησαν την ενεργοποίηση του μηχανισμού στήριξης των 28 δισ., που πέρυσι διατυμπάνιζαν ότι δεν έχουν ανάγκη, προκλήθηκε και από την εκτίμηση ότι η πολιτική που ακολουθεί η κυβέρνηση δημιουργεί ύφεση. Επομένως, επιχειρήσεις και νοικοκυριά δεν θα διαθέτουν τα εισοδήματα για να αποπληρώνουν τακτικά τα δάνεια τους με αποτέλεσμα οι τράπεζες να αντιμετωπίζουν προβλήματα κεφαλαιακής επάρκειας. Από αυτήν την πολιτική επίσης, παράγονται εκτιμήσεις ότι το 2010 θα έχουμε πτώση της οικονομικής μεγέθυνσης κατά 4% (ενώ η τράπεζα της Ελλάδας εκτιμούσε 2% και οι αρχικές προβλέψεις ήταν της τάξης του 1%) και το 2012 θα μετράμε ανεργία 20%.
Επομένως η πολιτική που ακολουθείται αποτελεί μία πολιτική η οποία ούτε γνωρίζει «που είναι τα λεφτά» (στρατιωτικά προγράμματα, Εκκλησία, off-shore συναλλαγές, ανύπαρκτη φορολογία των επιχειρήσεων και στρωμάτων στηριγμάτων του νεοφιλελευθερισμού) ούτε «βρίσκει τα λεφτά»: αντίθετα και εντείνει τις κοινωνικές ανισότητες και δημιουργεί μία έλλειψη χρημάτων. Παράγει τις προϋποθέσεις ώστε να εγκατασταθεί για αρκετό χρονικό διάστημα ως αναγκαία πολιτική «θεραπείας» αποτελεσμάτων που δημιουργεί.

Που θα βρεθούνε τα λεφτά;

Πριν δούμε τρόπους εύρεσης χρημάτων μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε ότι το πρόβλημα συνιστά και πολιτική απόφαση - όχι μία φυσικού τύπου αναγκαιότητα. Αρκεί να σκεφτούμε μία πολύ απλή αλλαγή στο πρόγραμμα σταθεροποίησης. Αντί για 3ετές να ήταν 10ετές ή 20ετές. Αντί η επιδίωξη σε συνθήκες κρίσης να ήταν η μείωση του ελλείμματος κατά 4% σε ένα χρόνο θα μπορούσε να μετατεθεί η μείωση όταν θα έχει ανακάμψει η οικονομική δραστηριότητα ώστε να γίνει το αναγκαίο σήμερα: αύξηση των δαπανών για να συντηρηθεί η οικονομική δραστηριότητα.
Υπάρχουν τρείς γενικοί τρόποι να βρεις τα λεφτά και για το δημόσιο και για το ιδιωτικό χρέος. Δεν θα εμπλακούμε σε μία πλήρη ανάλυση αυτών και για την απλοποίηση της συζήτησης λαμβάνουμε μία προϋπόθεση ως δεδομένη. Τα επόμενα χρόνια δεν θα δούμε ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας (προφανώς για λόγους κρίσης και οικονομικών πολιτικών που ακολουθούνται) υψηλότερους από τα επιτόκια του χρέους (επειδή οι αυξημένες δανειακές ανάγκες σχεδόν όλων των κρατών θα οδηγήσουν σε υψηλά επιτόκια) για όλες σχεδόν τις αναπτυγμένες οικονομίες. Με άλλα λόγια προϋποθέτουμε ότι η αύξηση του εθνικού εισοδήματος δεν θα υπερκαλύπτει τους τόκους που πρέπει να πληρώνονται και επομένως αποκλείουμε τη μείωση του χρέους μέσω της οικονομικής μεγέθυνσης.
Τον πρώτο τρόπο τον συζητήσαμε στην προηγούμενη ενότητα Αύξηση των εσόδων και μείωσης των δαπανών, «πάνω από όλα οι υγιείς προϋπολογισμοί» όπως έλεγε και ο Χούβερ, πρόεδρος των ΗΠΑ το 29 πριν χάσει τις εκλογές από τον Ρούζβελτ. Είναι η οικονομική πολιτική που έχει επιλέξει η Ευρώπη.
Μας απομένουν δύο γενικές κατευθύνσεις για να «βρούμε τα λεφτά»
1) Το χρέος μειώνεται με τον πληθωρισμό (αρκεί ένα μέτριος, τάξης 5-7%).
Ένα απλό παράδειγμα. Έστω ότι κάποιος χρωστά 100 ευρώ τα οποία πρέπει να αποπληρώσει σε ένα χρόνο. Αν αυξηθούν οι τιμές κατά 10% (και σε μικρότερο ποσοστό αυξηθούν τα εισοδήματα λόγω της αύξησης των τιμών) τότε το χρέος των 100 ευρώ σήμερα θα αξίζει γύρω στα 90 ευρώ σε ένα χρόνο.
2) Το χρέος μειώνεται με την παραγραφή τμήματος του χρέους. Συμφωνούν ο δανειστής και ο δανειζόμενος, μετά από διαπραγμάτευση, αντί να υπάρχει υποχρέωση 100 ευρώ να υπάρχει υποχρέωση 90 ή 70 ή 50. Τρία σημεία σε σχέση με αυτό το τρόπο: α) Στο καπιταλισμό το χρέος είναι ιερό. Η παραγραφή, καθώς και άλλες τεχνικές, συνήθως εμφανίζεται ως τρόπος όταν αναγνωρίζεται ότι δεν πρόκειται διαφορετικά να αποπληρωθεί το χρέος, β) η Ελλάδα δεν μπορεί παρά μόνο σε συνθήκες αδυναμίας αποπληρωμής να διεκδικήσει «δημοσίως» τέτοια σχήματα. Και μόνο η υποψία για πρόθεση προσφυγής σε τέτοιες μορφές οδηγεί σε χρεοκοπία, όπως είναι προφανές, εφόσον κανείς δεν θα δεχτεί να συνεχίσει να δανείζει με την υποψία ότι τα 100 ευρώ χρέους μπορεί να μειωθούν δραστικά μετά τη παραγραφή τμήματός τους. γ) Καταγράφονται τάσεις αύξησης του χρέους σε ιστορικά επίπεδα για πολλές από τις σημαντικότερες οικονομίες. Για παράδειγμα οι ΗΠΑ να προσεγγίσουν το 250% και η Γερμανία το 200% στα επόμενα 30 χρόνια. Αυτό σημαίνει, το οποίο επίσης καταγράφεται από διάφορους αναλυτές, ότι είναι δυνατό πλέον να φανταστεί κανείς καταστάσεις όπου οργανώνεται διεθνής συμφωνία παραγραφής ή αναδιαπραγμάτευσης των όρων αποπληρωμής των δανείων, όπως άλλωστε και καταστάσεις συντονισμού σε πληθωριστικές οικονομικές πολιτικές.

Η βασική προϋπόθεση του ερωτήματος «που θα βρεθούνε τα λεφτά;».

Η ερώτηση προϋποθέτει ότι τα λεφτά είναι κάπου. Όμως το χρήμα είναι μορφή πίστης. Το αναγκαίο χρήμα δημιουργείται πολύ απλά: με μία ηλεκτρονική εγγραφή σε ένα λογαριασμό κατάθεσης. Μπορεί να δημιουργείται επειδή υπάρχει εμπιστοσύνη για μελλοντική κερδοφορία και διευρυμένη αναπαραγωγή. Επομένως το ερώτημα, όσο παραμένουμε εντός του κεφαλαιοκρατικού συστήματος παραγωγής και αναπαραγωγής, είναι αν και πώς επιδρά το κράτος στη διευρυμένη αναπαραγωγή του και όχι το ερώτημα «που θα βρεθούνε τα λεφτά;».
Οι πολιτικές που ακολουθούνται στην Ευρώπη επιδρούν με ένα συγκεκριμένο τρόπο στην αναπαραγωγή του συστήματος. Θέτοντας το ερώτημα «που θα βρεθούνε τα λεφτά;» προσανατολίζουν την απάντηση: «στους εργαζόμενους και του συνταξιούχους – ας κόψουν το λαιμό τους να τα βρούνε. Για όσους δεν τα καταφέρουν προβλέπονται φιλάνθρωπες αγαθοεργίες όπως συσσίτια και reality show συγκέντρωσης χρημάτων». Ο στόχος είναι μέσω της επιδίωξης «υγιών προϋπολογισμών» η αποδόμηση κοινωνικών κατακτήσεων δεκαετιών (είναι χαρακτηριστικό ότι τα μέτρα λαμβάνονται ως μόνιμα μέτρα και όχι συγκυριακά τα οποία θα ανακληθούν όταν η κρίση παρέλθει). Η απάντηση δεν πρέπει να ξεκινά από τη μέθεξη της αγωνίας των ιθυνόντων τάξεων για τη συγκρότηση μίας πολιτικής ηγεμονίας αλλά από την οικοδόμηση ενός φραγμού: «κόψτε το λαιμό σας να τα βρείτε – όμως δεν θα τα βρείτε από εμάς, τις συντάξεις μας, τους μισθούς μας, το ωράριό μας, ….». Επειδή δεν υπάρχει μία Ελλάδα που πρέπει να σωθεί αλλά ένας τόπος όπου διεξάγεται μία πάλη: του κόσμου του κεφαλαίου εναντίον του κόσμου της εργασίας.

Σ. Λ.
2010.04.09