Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2011

Ποιο παρελθόν δείχνει το μέλλον;

Ποιο παρελθόν δείχνει το μέλλον;

Οι μελλοντικές εξελίξεις είναι αστάθμητες. Ωστόσο για την κατανόηση των διαδικασιών που εξελίσσονται στην ευρωζώνη χρησιμοποιούνται παρελθούσες διαδικασίες, τουλάχιστον ως οδηγός. Κατ’ αυτόν τον τρόπο διάφοροι συγκρίνουν την Ελλάδα με την Αργεντινή. Η Μ. Φέκτερ, υπουργός οικονομικών της Αυστρίας, έχει άλλον οδηγό: «…η Ελλάδα χρειάζεται περισσότερο χρόνο για τις μεταρρυθμίσεις, όπως συνέβη και με τις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, όπου η αλλαγή διήρκεσε τουλάχιστον δέκα χρόνια» (Ναυτεμπορική, 5/9/2011).
Πρόκειται για εκπληκτική σύγκριση. Όχι τόσο λόγω της διάρκειας των τουλάχιστον δέκα χρόνων πολιτικών λιτότητας αλλά ως προς τη σύγκριση της Ελλάδας με τις χώρες του πρώην σοβιετικού μπλόκ. Αυτή η σύγκριση έχει αρκετές συνεπαγωγές, χωρίς να συζητήσουμε για τις προϋποθέσεις της και τον προφανή βιασμό της λογικής και της ιστορίας.
Μία αφορά το πώς το πολιτικό προσωπικό του κόσμου του κεφαλαίου σκέφτεται για τα γεγονότα που παράγουν αυτές οι πολιτικές για την περίπτωση της Ελλάδας. Προεξοφλείται, με θετικό πρόσημο, μία κοινωνική κατάρρευση σε όλα τα επίπεδα: ανεργία, μισθοί, κοινωνικές υποδομές, ασφάλιση και υγεία· εν ολίγοις σχεδόν κατάργηση των κοινωνικών, οικονομικών δικαιωμάτων και σοβαρό περιορισμό των αντίστοιχων πολιτικών του κόσμου της εργασίας.
Αυτή η τοποθέτηση, περί «σοβιετικής οικονομίας» και ανάγκης «απο-σοβιετοποίησής» της, δίνει άλλη διάσταση στις δηλώσεις του εγχωρίου πολιτικού προσωπικού για την ελληνική οικονομία. Δεν πρόκειται μόνο για εκφράσεις ακραίων νεοφιλελεύθερων, όπως αυτών που διέπρεψαν στο καθεστώς του Πινοσέτ στη Χιλή. Μπορεί να σκεφτεί κανείς ότι η βάφτιση της ελληνικής οικονομίας αποτελεί ιδεολογικο-πολιτική συνέπεια των εφαρμοζόμενων πολιτικών. Όταν το καθήκον προστασίας του πλούτου από τις συνέπειες της κρίσης απαιτεί τη συντριβή του κόσμου της εργασίας, των μορφών και των ιδεών της κοινωνικής αλληλεγγύης, τότε ο αξιοπρεπής μισθός, τα εργατικά δικαιώματα, οι δημόσιες υποδομές και πολλά άλλα, ων ουκ έστιν αριθμός, είναι «σοβιετικά», τα οποία πρέπει να μεταρρυθμιστούν. Κατά τούτο, επειδή τα δυνατά «κοινωνικά συμβόλαια», δεν περιλαμβάνουν τις υποτελείς τάξεις, γίνεται προσπάθεια διαμόρφωσης μιας κοινωνικής συμμαχίας που να αναγνωρίζεται στην περιφρόνηση της δημοκρατίας και του συντάγματος, στη λατρεία των επιχειρηματικών συμφερόντων, που θα «σώσουν τη χώρα», και στην αναγόρευση ως «εχθρού του λαού» των δικαιωμάτων των εργαζομένων – «πάνω απ’ όλα η τάξη».
Ωστόσο αυτή η δήλωση αποκαλύπτει επίσης ότι απλώς δεν ενδιαφέρει η ύφεση και η ανεργία τους ασκούντες πολιτικές σήμερα. Η ύφεση δεν φοβίζει, είναι το αναγκαίο τίμημα –και φυσικά όπλο– για την επίτευξη του στόχου της «εσωτερικής» υποτίμησης, όπως παραδειγματικά ενσαρκώνεται σήμερα στο κοινωνικό και οικονομικό καθεστώς αυτών των χωρών, ενώ η άνοδος των εθνικισμών που βίωσαν οι πρώην ανατολικές χώρες μάλλον θα θεωρείται παράπλευρη διαχειρίσιμη απώλεια όταν δεν αποτελεί μέσο στοίχισης στο «συμφέρον της πατρίδας».
Δεν αποτελεί φυσικά μία μεμονωμένη δήλωση. Ο Σόιμπλε, ο υπουργός οικονομικών της Γερμανίας, σε σημαντικό άρθρο με τίτλο «Γιατί η λιτότητα είναι η μόνη θεραπευτική αγωγή για την ευρωζώνη»  (Financial Times, 5/9/2011) δίνει και το ιδεολογικό υπόβαθρο αυτών των δηλώσεων –χωρίς να αναφέρεται στο παράδειγμα μετάβασης των χωρών του πρώην σοβιετικού μπλόκ.
Μετά την παγκόσμια αναταραχή των χρηματιστηρίων τον Αύγουστο και εν μέσω προβλέψεων ακόμη και για ύφεση στις ανεπτυγμένες δυτικές κοινωνίες, η οποία αποδίδεται στις πολιτικές λιτότητας, απορρίπτει κάθε ιδέα για δημοσιονομικές πολιτικές ενάντια στην ύφεση και για μείωση της ανεργίας. Φυσικά υποστηρίζει αυτό που λανσάρεται εσχάτως και στην Ελλάδα, ότι για την κρίση δεν φταίνε οι πολιτικές λιτότητας αλλά το χρέος, ψέγοντας ακόμη και τους ομοϊδεάτες του οικονομολόγους και αναλυτές σε διεθνείς οργανισμούς, οι οποίοι παράγουν με «ορθόδοξα»-νεοφιλελεύθερα εργαλεία εμπειρικά ευρήματα γι’ αυτό το γεγονός.
Ο Σόιμπλε τονίζει ότι πρέπει να έχουμε μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Η τρέχουσα κατάσταση στην Ευρωζώνη, η ανυπαρξία δημοσιονομικών δομών και ενιαίων μηχανισμών αντιμετώπισης του χρέους αποτελεί κίνητρο ώστε να αναγκαστούν τα κράτη μέλη να προχωρήσουν στον δρόμο της «αποσοβιετικοποίησης» της Ευρώπης -για παράδειγμα η Ιταλία και η Γαλλία. Αυτός ο δρόμος, παρά το ότι θα είναι πολιτικά επώδυνος και μακρύς, παρά την οικονομική ύφεση και τη μείωση της εσωτερικής ζήτησης που συνεπάγεται υπόσχεται περισσότερα για το κεφάλαιο από πολιτικές που θα επιχειρήσουν να περιορίσουν την ανεργία και να ανακουφίσουν τις κοινωνίες. (Να σημειώσουμε ότι αυτή η παραδοχή έρχεται σε αντίθεση με το προηγούμενο επιχείρημα, ότι δεν φταίνε οι πολιτικές λιτότητας για την ύφεση, καθιστώντας το απλά προτροπή για ενεργοποίηση των κατάλληλων μηχανισμών αυτολογοκρισίας στην παρουσίαση των αποτελεσμάτων). Με άλλα λόγια, στους συνδαιτυμόνες των G7 σήμερα και των G20 αργότερα, θέτει ένα ερώτημα: τι είναι μία παγκόσμια ύφεση και μερικές χροκοπίες μπροστά στη δυνατότητα θεσμικής κατάργησης των κοινωνικών-οικονομικών και πολιτικών δικαιωμάτων του κόσμου της εργασίας;

Δημοσιεύτηκε στην ΑΥΓΗ, στήλη ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ την Κυριακή, 11 Σεπ. 2011

Ποιο παρελθόν δείχνει το μέλλον; Για τη στρατηγική διαχείρισης της κρίσης

Ποιο παρελθόν δείχνει το μέλλον;

Αυγή, στήλη Συναντήσεις, 2011/09/11
http://archive.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=638100


Οι μελλοντικές εξελίξεις είναι αστάθμητες. Ωστόσο για την κατανόηση των διαδικασιών που εξελίσσονται στην ευρωζώνη χρησιμοποιούνται παρελθούσες διαδικασίες, τουλάχιστον ως οδηγός. Κατ’ αυτόν τον τρόπο διάφοροι συγκρίνουν την Ελλάδα με την Αργεντινή. Η Μ. Φέκτερ, υπουργός οικονομικών της Αυστρίας, έχει άλλον οδηγό: «…η Ελλάδα χρειάζεται περισσότερο χρόνο για τις μεταρρυθμίσεις, όπως συνέβη και με τις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, όπου η αλλαγή διήρκεσε τουλάχιστον δέκα χρόνια» (Ναυτεμπορική, 5/9/2011).
Πρόκειται για εκπληκτική σύγκριση. Όχι τόσο λόγω της διάρκειας των τουλάχιστον δέκα χρόνων πολιτικών λιτότητας αλλά ως προς τη σύγκριση της Ελλάδας με τις χώρες του πρώην σοβιετικού μπλόκ. Αυτή η σύγκριση έχει αρκετές συνεπαγωγές, χωρίς να συζητήσουμε για τις προϋποθέσεις της και τον προφανή βιασμό της λογικής και της ιστορίας.
Μία αφορά το πώς το πολιτικό προσωπικό του κόσμου του κεφαλαίου σκέφτεται για τα γεγονότα που παράγουν αυτές οι πολιτικές για την περίπτωση της Ελλάδας. Προεξοφλείται, με θετικό πρόσημο, μία κοινωνική κατάρρευση σε όλα τα επίπεδα: ανεργία, μισθοί, κοινωνικές υποδομές, ασφάλιση και υγεία· εν ολίγοις σχεδόν κατάργηση των κοινωνικών, οικονομικών δικαιωμάτων και σοβαρό περιορισμό των αντίστοιχων πολιτικών του κόσμου της εργασίας.
Αυτή η τοποθέτηση, περί «σοβιετικής οικονομίας» και ανάγκης «απο-σοβιετοποίησής» της, δίνει άλλη διάσταση στις δηλώσεις του εγχωρίου πολιτικού προσωπικού για την ελληνική οικονομία. Δεν πρόκειται μόνο για εκφράσεις ακραίων νεοφιλελεύθερων, όπως αυτών που διέπρεψαν στο καθεστώς του Πινοσέτ στη Χιλή. Μπορεί να σκεφτεί κανείς ότι η βάφτιση της ελληνικής οικονομίας αποτελεί ιδεολογικο-πολιτική συνέπεια των εφαρμοζόμενων πολιτικών. Όταν το καθήκον προστασίας του πλούτου από τις συνέπειες της κρίσης απαιτεί τη συντριβή του κόσμου της εργασίας, των μορφών και των ιδεών της κοινωνικής αλληλεγγύης, τότε ο αξιοπρεπής μισθός, τα εργατικά δικαιώματα, οι δημόσιες υποδομές και πολλά άλλα, ων ουκ έστιν αριθμός, είναι «σοβιετικά», τα οποία πρέπει να μεταρρυθμιστούν. Κατά τούτο, επειδή τα δυνατά «κοινωνικά συμβόλαια», δεν περιλαμβάνουν τις υποτελείς τάξεις, γίνεται προσπάθεια διαμόρφωσης μιας κοινωνικής συμμαχίας που να αναγνωρίζεται στην περιφρόνηση της δημοκρατίας και του συντάγματος, στη λατρεία των επιχειρηματικών συμφερόντων, που θα «σώσουν τη χώρα», και στην αναγόρευση ως «εχθρού του λαού» των δικαιωμάτων των εργαζομένων – «πάνω απ’ όλα η τάξη».
Ωστόσο αυτή η δήλωση αποκαλύπτει επίσης ότι απλώς δεν ενδιαφέρει η ύφεση και η ανεργία τους ασκούντες πολιτικές σήμερα. Η ύφεση δεν φοβίζει, είναι το αναγκαίο τίμημα –και φυσικά όπλο– για την επίτευξη του στόχου της «εσωτερικής» υποτίμησης, όπως παραδειγματικά ενσαρκώνεται σήμερα στο κοινωνικό και οικονομικό καθεστώς αυτών των χωρών, ενώ η άνοδος των εθνικισμών που βίωσαν οι πρώην ανατολικές χώρες μάλλον θα θεωρείται παράπλευρη διαχειρίσιμη απώλεια όταν δεν αποτελεί μέσο στοίχισης στο «συμφέρον της πατρίδας».
Δεν αποτελεί φυσικά μία μεμονωμένη δήλωση. Ο Σόιμπλε, ο υπουργός οικονομικών της Γερμανίας, σε σημαντικό άρθρο με τίτλο «Γιατί η λιτότητα είναι η μόνη θεραπευτική αγωγή για την ευρωζώνη» (Financial Times, 5/9/2011) δίνει και το ιδεολογικό υπόβαθρο αυτών των δηλώσεων –χωρίς να αναφέρεται στο παράδειγμα μετάβασης των χωρών του πρώην σοβιετικού μπλόκ.
Μετά την παγκόσμια αναταραχή των χρηματιστηρίων τον Αύγουστο και εν μέσω προβλέψεων ακόμη και για ύφεση στις ανεπτυγμένες δυτικές κοινωνίες, η οποία αποδίδεται στις πολιτικές λιτότητας, απορρίπτει κάθε ιδέα για δημοσιονομικές πολιτικές ενάντια στην ύφεση και για μείωση της ανεργίας. Φυσικά υποστηρίζει αυτό που λανσάρεται εσχάτως και στην Ελλάδα, ότι για την κρίση δεν φταίνε οι πολιτικές λιτότητας αλλά το χρέος, ψέγοντας ακόμη και τους ομοϊδεάτες του οικονομολόγους και αναλυτές σε διεθνείς οργανισμούς, οι οποίοι παράγουν με «ορθόδοξα»-νεοφιλελεύθερα εργαλεία εμπειρικά ευρήματα γι’ αυτό το γεγονός.
Ο Σόιμπλε τονίζει ότι πρέπει να έχουμε μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Η τρέχουσα κατάσταση στην Ευρωζώνη, η ανυπαρξία δημοσιονομικών δομών και ενιαίων μηχανισμών αντιμετώπισης του χρέους αποτελεί κίνητρο ώστε να αναγκαστούν τα κράτη μέλη να προχωρήσουν στον δρόμο της «αποσοβιετικοποίησης» της Ευρώπης -για παράδειγμα η Ιταλία και η Γαλλία. Αυτός ο δρόμος, παρά το ότι θα είναι πολιτικά επώδυνος και μακρύς, παρά την οικονομική ύφεση και τη μείωση της εσωτερικής ζήτησης που συνεπάγεται υπόσχεται περισσότερα για το κεφάλαιο από πολιτικές που θα επιχειρήσουν να περιορίσουν την ανεργία και να ανακουφίσουν τις κοινωνίες. (Να σημειώσουμε ότι αυτή η παραδοχή έρχεται σε αντίθεση με το προηγούμενο επιχείρημα, ότι δεν φταίνε οι πολιτικές λιτότητας για την ύφεση, καθιστώντας το απλά προτροπή για ενεργοποίηση των κατάλληλων μηχανισμών αυτολογοκρισίας στην παρουσίαση των αποτελεσμάτων). Με άλλα λόγια, στους συνδαιτυμόνες των G7 σήμερα και των G20 αργότερα, θέτει ένα ερώτημα: τι είναι μία παγκόσμια ύφεση και μερικές χροκοπίες μπροστά στη δυνατότητα θεσμικής κατάργησης των κοινωνικών-οικονομικών και πολιτικών δικαιωμάτων του κόσμου της εργασίας;
____________