Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2011

Ιστορική τομή στην Εμβάθυνση του Νεοφιλελευθερισμού


Ιστορική τομή στην Εμβάθυνση του Νεοφιλελευθερισμού

Η ιδέα με την οποία επιχειρείται να δικαιολογηθούν τα καταστροφικά αποτελέσματα των πολιτικών του Μνημονίου για την κοινωνία και τους εργαζόμενους, και την συνεχή αποτυχία τους να εκπληρώσουν τους στόχους που έχει ρητά τεθεί (μείωση ελλειμμάτων, επιστροφή στις αγορές χρήματος, αποφυγή χρεοκοπίας κλπ) είναι ότι δεν απέτυχε το Μνημόνιο αλλά δεν εφαρμόστηκε. Για να το καταλάβουμε το αστήρικτο της ιδέας αυτό αρκεί να δούμε τα αποτελέσματα της Συνόδου Κορυφής της 9/12 σε σχέση με τις προηγούμενες συμφωνίες των Συνόδων Κορυφής και σε σχέση με τα ζητήματα που είχε να επιλύσει.
Σε σχέση με τον περιορισμό των αποτελεσμάτων της κρίσης του 2008 οι προηγούμενες συμφωνίες απέτυχαν. Ας αναφερθούμε μόνο σε δύο σημεία.
1) Από εκεί που υπήρχε μόνο ενα πρόβλημα χρηματοδότησης των ελληνικών ελλειμμάτων προέκυψαν προβλήματα παγκόσμιας συστημικής σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος καθώς οι αποφάσεις οδήγησαν στο ενδεχόμενο πιθανής απώλειας της πρόσβασης στις αγορές για Ιταλία και Ισπανία και σε μία πολύ μεγαλύτερη ένταση της κρίσης του τραπειζκού συστήματος το οποίο βρίκσεται σε κατάσταση απομόχλευσης. Αυτό μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με τις εγγυήσεις που δίνει η παρέμβαση της ΕΚΤ ως ύστατου δανειστή, η ανάληψη απο κοινού της χρηματοδότησης των κρατών μελών (μορφές ευρωομολόγου) ή με αλλαγή των όρων λειτουργίας του EFSF και τη μεγάλη ενίσχυσή του σε κεφάλαια. Η γραπτή συμφωνία της Συνόδου φαίνεται να αγνοεί την ένταση των προβλήματών χρηματοδότησης και της εξελισσόμενης πιστωτικής κρίσης παρέχοντας μόνο ημίμετρα. Η προσπάθεια να τονώσουν τις αγορές ομολόγων με πιθανή απάλειψη της συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα δεν θα έχει αποτελέσματα επειδή η πολιτική που ακολουθείται προϋποθέτει το πιθανό κούρεμα για τους κατόχους των τίτλων είτε προβλέπεται είτε δεν προβλέπεται.
 2) Οι πολιτικές αυτές οδηγούν πιθανότατα την Ευρώπη σε ύφεση για το 2012. Δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη για τα προβλήματα ανάπτυξης στο ανακοινωθέν της Συνόδου. Ο συνταγματικός «Χρυσός Κανόνας» ελλειμμάτων και χρέους δεν συνιστά δημοσιονομική ένωση, σύστημα μεταφοράς πόρων, αλλά συνταγματοποίηση ενός κανόνα που σημαίνει ότι οι μόνες οικονομικές πολιτικές αντιμετώπισης της ύφεσης αλλά και του προβλήματος του δημόσιου χρέους στην Ευρώπη θα είναι η ακραία επίθεση στον κόσμο της εργασίας και η αποδόμηση των ευρωπαϊκών κοινωνιών.
Επομένως ως προς την ζητήματα της χρηματοδότησης που έχουν αναδειχθεί τα αποτελέσματα της Συνόδου εγγυώνται μία νέα Σύνοδο που θα έχει να αντιμετωπίσει πιο γενικευμένα ερωτήματα. Αλλά ποτέ δεν διακηρύχτηκε ότι οι πολιτικές που απορρέουν από αυτές τις Συμφωνίες θα περιορίσουν και θα αντιμετωπίσουν την κρίση. Η κρίση έγινε αντιληπτή ως μία ευκαιρία για να λυθεί το πρόβλημα μετασχηματισμού των ευρωπαϊκών κοινωνιών σε πιο προπολεμικού τύπου κοινωνίες. Και η Σύνοδος αυτή συνιστά μία ιστορική τομή στην εμβάθυνση του νεοφιλελευθερισμού στην Ευρώπη.
Ο κ Σοϊμπλε έχει διατυπώσει αρκετά καθαρά το περιεχόμενο των πολιτικών της απόφασης της Συνόδου και την απάντηση στα διλήμματα που εγείρονται από τους κινδύνους που προκαλούν αυτές οι πολιτικές: οι βραχυπρόθεσμες απώλειες από αυτές τις πολιτικές είναι γνωστές (πιθανές χρεοκοπίες, ύφεση, ανεργία, πολιτική κρίση) αλλά το μακροπρόθεσμο κέρδος για όλους από τις αλλαγές στις εργασιακές συνθήκες και στην μείωση του κοινωνικού κράτους θα είναι πολύ σημαντικότερο.
Με άλλα λόγια η απόφαση της Συνόδου στέλνει αυτό το σήμα: δεν μας τρομάζει η ύφεση, οι χρεοκοπίες κρατών και νοικοκυριών. Είμαστε αποφασισμένοι την επίθεση ενάντια στον κόσμο της εργασίας στην Ευρώπη να την πάμε μέχρι τέρμα. Εγγυούμαστε επίσης ότι αποτελέσματα της πολιτικής μας που απειλούν τη σταθερότητα του συστήματος θα τα αντιμετωπίζουμε όταν απαιτείται αρκεί να υπηρετείται ο κύριος στόχος. Με το ίδιο πνεύμα μπορούμε να κρίνουμε και το επιχείρημα αν το Μνημόνιο απέτυχε ή δεν εφαρμόστηκε. Το Μνημόνιο πετυχαίνει τους στόχους του που ουδεμία σχέση έχουν με την αντιμετώπιση της κρίσης.
Η απόφαση της Συνόδου δεν δημιουργεί ανασταλτικούς μηχανισμούς στη πορεία που ακολουθεί η συστημική κρίση, ενέχει σημαντικές πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις, μεταθέτει τα προβλήματα επιδιώκοντας να κερδίσει χρόνο στην εφαρμογή των πολιτικών εμβάθυνσης του νεοφιλελευθερισμού στην Ευρώπη  και το κύριο εργαλείο οικονομικής πολιτικής που αναδεικνύει για να μπορέσει να εφαρμοστούν οι πολιτικές που απορρέουν από αυτή είναι η αυταρχική αντιμετώπιση των αποτελεσμάτων αυτών των πολιτικών και των κρισιακών φαινομένων.

Εφημερίδα Εποχή, 2011.12.11

Νεοφιλελεύθερη στρατηγική και Ευρωπαϊκή Σύνοδος Κορυφής της 9/12/2011


9/12/2011

Για να απαντήσουμε στο κατά πόσο συνιστά λύση η (άλλη μία) προσωρινή και έωλη συμφωνία στην οποία θα καταλήξει η Σύνοδος Κορυφής, πρέπει να εξετάσουμε ποιο είναι το πρόβλημα στο οποίο καλείται να απαντήσει. Αναγκαστικά θα είμαστε σχηματικοί.
Η ακραία συντηρητική αντίληψη που κυριαρχεί, θεωρεί ως αιτία της κρίσης τον υπερβολικό δανεισμό είτε των νοικοκυριών είτε των κρατών. Επομένως, η λύση στο πρόβλημα είναι η διόρθωση των θεσμικών ατελειών, ώστε να τιμολογείται σωστά ο κίνδυνος και να μην μπορεί κανείς δανειζόμενος να ζήσει πέρα από τις δυνατότητές του. Επίσης, επιβάλλεται να θεσπιστούν αποτελεσματικοί μηχανισμοί δημοσιονομικής παρακολούθησης στα κράτη, τα νοικοκυριά που υπερέβησαν τις δυνατότητές τους να κάνουν θυσίες και να συγκροτηθεί ένα κανονιστικό πλαίσιο για τις αγορές. Πέρα από αυτά, η κρίση αποτελεί ευκαιρία για να προχωρήσουν οι απαραίτητες δομικές μεταρρυθμίσεις ελαστικοποίησης της αγοράς εργασίας, ιδιωτικοποιήσεων και αποδόμησης του κοινωνικού κράτους.
Με βάση την ίδια λογική δεν μπορεί να υπάρξει δημοσιονομικό σύστημα μεταφοράς πόρων, η ΕΚΤ δεν πρέπει να αναλάβει την υποστήριξη κρατών, παρά μόνο πυροσβεστικά, όταν τίθεται σε κίνδυνο η σταθερότητα του συστήματος. δεν είναι «ορθό» να εκδοθούν ευρωομόλογα, επειδή όλα αυτά καθιστούν αδύναμες στις κυβερνήσεις απέναντι στις κοινωνικές απαιτήσεις. Πρόκειται για την ηγεμονική αφήγηση, η οποία δεν εκφέρεται μόνο από τη γερμανική κυβέρνηση αλλά από σχεδόν κάθε κυβέρνηση και διαμορφωτή πολιτικής στην Ευρώπη, που καταλήγει να δείχνει ως ενόχους τους εργαζομένους και το κοινωνικό κράτος
Αλλά γιατί αντιδρά η Γαλλία; Ορισμένα στοιχεία δίνουν ένα δρόμο για να εξετάσουμε τις τακτικές διαφωνίες με τη Γερμανία. Η Γαλλία έχει 50% του ΑΕΠ πρωτογενείς δημόσιες δαπάνες, προβλεπόμενο δημοσιονομικό έλλειμμα μεταξύ 5% και 6% για το 2012 μετά από πρόγραμμα λιτότητας, δημόσιο χρέος που προσεγγίζει στα επόμενα έτη το 100%, ιδιωτικό χρέος πάνω από 150% και ακαθάριστο εξωτερικό χρέος (δημόσιο και ιδιωτικό 200%, εκ των οποίων το 78%, σχεδόν 2,2 τρις, είναι βραχυπρόθεσμο και επομένως πρέπει να αναχρηματοδοτηθεί). Στις αρχές του 2012 θα έχει χάσει τον ΑΑΑ βαθμό πιστωτικής αξιοπιστίας και κάθε αναχρηματοδότηση θα έχει μεγαλύτερο κόστος, χώρια τις απώλειες που συνεπάγεται η χαμηλότερη αξιοπιστία. Επίσης τον Απρίλιο του 2012 γίνονται προεδρικές και τον Ιούνιο βουλευτικές εκλογές, ενώ, όπως φαίνεται, η οικονομία της θα έχει εισέλθει σε ύφεση.
Η γαλλική κυβέρνηση, δεν αντιτίθεται στην ηγεμονική αφήγηση και τη στρατηγική που απορρέει από αυτή –άλλωστε έχει συμβάλλει στη διαμόρφωσή της. Με βάση τα ανωτέρω στοιχεία καθίσταται προφανές γιατί ζητά μεγαλύτερη κινητικότητα στην αγορά χρέους εκ μέρους της ΕΚΤ (να αναλάβει το ρόλο του ύστατου δανειστή), έκδοση ευρωομολόγου, ενίσχυση του EFSF, ώστε να μειωθούν οι πιέσεις μετάδοσης της κρίσης χρέους και σε αυτήν και επιπλέον χρόνο υλοποίησης αυτής της στρατηγικής, με μεγαλύτερους βαθμούς ελευθερίας για δημοσιονομικούς χειρισμούς. Όμως, επίσης προφανώς, οι απαιτήσεις της ενδέχεται να καταστήσουν μη-αξιόπιστη απειλή για τις κυβερνήσεις την απώλεια πρόσβασης στις αγορές και επομένως να ακυρώσουν την αποτελεσματικότητα της κύριας στρατηγικής, που συνίσταται τελικά στη μεταφορά της πίεσης στους εργαζόμενους.
Είναι σαφές ότι αυτή η πολιτική, οδηγώντας στην ύφεση την Ευρώπη (-1% για το 2012) οδηγεί σε απώλειες ακόμη και τη Γερμανία. Συμφέρει τη Γερμανία ένα τέτοιο αποτέλεσμα; Ας μας καθοδηγήσουν μερικοί αριθμοί στην απάντηση του ερωτήματος. Το 2010 το 70% των εξαγωγών της Γερμανίας κατευθυνόταν την Ευρώπη. Ωστόσο, η μείωση των εξαγωγών δεν αναμένεται να χειροτερέψει το πλεόνασμα των εξαγωγών, σε σχέση με τις εισαγωγές, παρά μόλις κατά 1,5% του ΑΕΠ, δηλαδή 35δις ευρώ (από το περίπου 5% για το 2011, στο 3,5% για το 2012, σε ένα μάλλον δυσμενές σενάριο, όχι αυτό που ακολουθεί επισήμως η γερμανική κυβέρνηση). Αυτή η επιδείνωση θα επιφέρει πτώση των επενδύσεων, μικρή άνοδο της ανεργίας και μικρή επιδείνωση των ελλειμμάτων. Μπροστά σε αυτά τα μάλλον μικρά μεγέθη το κόστος μίας αλλαγής πολιτικής, φαίνεται μεγάλο, ειδικά αν σκεφτούμε: α) τις χρηματοδοτικές ανάγκες που θα προκύψουν από αυξημένα ελλείμματα και χρέος στη Γερμανία σε περίπτωση που δεν υιοθετηθεί αυξημένη πειθαρχία από τις άλλες χώρες και β) το πολιτικό κόστος. Στην εικόνα αυτή βέβαια θα πρέπει να προσθέσουμε παράγοντες που προκαλούν μεγαλύτερο κόστος από την επιδείνωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Όπως, για παράδειγμα, το γεγονός ότι οι γερμανικές τράπεζες είναι εκτεθειμένες στις τράπεζες της Ιταλίας και της Ισπανίας με 165 και 180 δις ευρώ αντιστοίχως (στοιχεία BIS, 2011/09).
Στο δίλημμα της Γερμανίας, το οποίο δεν είναι απλό και κρύβει τεράστια πολιτική ένταση, απαντά ο κ. Σόιμπλε: οι βραχυπρόθεσμες απώλειες από αυτές τις πολιτικές είναι γνωστές (πιθανές χρεοκοπίες, ύφεση, ανεργία, πολιτική κρίση) αλλά το μακροπρόθεσμο κέρδος για όλους από τις αλλαγές στις εργασιακές συνθήκες και στην μείωση του κοινωνικού κράτους θα είναι πολύ σημαντικότερο. Την ιδέα του κ. Σόιμπλε αποδέχονται ως ηγεμονική ακόμη και όσοι δεν πιστεύουν, όπως οι περισσότεροι «παίκτες» των αγορών, στο δόγμα «της λιτότητας που φέρνει μεγέθυνση» (το οποίο παρέχει θεωρητική νομιμοποίηση για την κοινωνική ερήμωση που βιώνουμε), αρκεί να μην δημιουργούνται συστημικοί μη-δυνάμενοι να ελεγχθούν κίνδυνοι.
Τελευταίος σημαντικός παράγοντας, πλην της ΕΚΤ, που καθορίζει τη συζήτηση στη Σύνοδο: οι αγορές. Οι αγορές απλά αμύνονται, με το γνωστό βραχυπρόθεσμο ορίζοντα που διαθέτουν, απέναντι σε μία πολιτική που τους υπόσχεται απώλειες, αυξημένους συστημικούς κινδύνους και πολιτική αστάθεια. Στους άμεσους κινδύνους δεν αντιμετωπίζουν τη «διάλυση του ευρώ»: δεν δίνουν πολλές πιθανότητες άμεσα. Ως άμμεσους κινδύνους θεωρούν πρώτον, τη διαφαινόμενη αδυναμία Ιταλίας και Ισπανίας να δανειστούν από τις αγορές (οι ανάγκες χρηματοδότησής τους μόνο για το 2012 είναι της τάξης των 375 και 220 δις αντίστοιχα, κάθε εβδομάδα σχεδόν 10 δις ευρώ). Δεύτερον, την υποβόσκουσα πιστωτική κρίση, που πλήττει ένα σημαντικό τμήμα τους, τις τράπεζες. Το 2012 οι τρέχουσες ανάγκες κεφαλαιακής ενίσχυσης ευρωπαϊκών τραπεζών υπολογίζονται σε 115 δις, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι νέες χειρότερες συνθήκες ενώ 400 δις είναι οι ανάγκες τους για αποπληρωμές δανεισμού. Η προσπάθεια να τονώσουν τις αγορές ομολόγων με πιθανή απάλειψη της συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα δεν θα έχει αποτελέσματα. Η διολίσθηση της Ιταλίας ή της Ισπανίας προς την αφερεγγυότητα σημαίνει κούρεμα των ομολόγων στις αγορές repos και τελικά δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι δεν θα υπάρξει κούρεμα ala ελληνικά: Η πολιτική που ακολουθείται προϋποθέτει το πιθανό κούρεμα για τους κατόχους των τίτλων είτε προβλέπεται είτε δεν προβλέπεται.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι η Ευρώπη εκβιάζει όλο τον κόσμο να συγχρηματοδοτήσει τη διάσωση των ευρωπαϊκών τραπεζών και κρατών. Η χθεσινή απάντηση του Ομπάμα, ήταν σχεδόν αντιγραφή της απάντησης των Κινέζων: η Ευρώπη είναι αρκετά πλούσια ώστε αν οι ηγέτες της πάρουν αποφάσεις να μπορεί να λύσει τα προβλήματά της. Ωστόσο ο εκβιασμός της Ευρώπης λειτουργεί. Η FED ανανέωσε τις συμφωνίες ανταλλαγής νομισμάτων με μειωμένο επιτόκιο και το ΔΝΤ δηλώνει θεσμικά έτοιμο να συμμετέχει στα νέα προγράμματα διάσωσης.
Επομένως, η διαφαινόμενη συμφωνία δεν λύνει τίποτα πέραν της οικοδόμησης μίας Ευρώπης πιο αφιλόξενης για τους εργαζόμενους και τις κοινωνίες. Η συνταγματοποίηση της λιτότητας δεν συνιστά δημοσιονομική ένωση. Η απονομιμοποίηση της διακρατικής και κοινωνικής αλληλεγγύης, που αποτελεί τον πυρήνα μίας πρότασης θεσμισμένης λιτότητας με απούσα κάθε δημοκρατική νομιμοποίηση, κινητοποιεί δυνάμεις που βαθαίνουν τα κρισιακά φαινόμενα και αυξάνουν τους συστημικούς κινδύνους. Στην καλύτερη περίπτωση προσφέρει άλλη μία χρονική μετάθεση, μία προσωρινή αποσυμφόρηση μέχρι τον επόμενο γύρο, ο οποίος θα θέσει πιο γενικευμένα ερωτήματα προς απάντηση. Αλλά όλα αυτά είναι μέρος της στρατηγικής «φωτιάς» που έχει επιλεγεί.
Συγχρόνως είμαστε στο σημείο που τα μεγέθη τα οποία εμφανίζονται στο τραπέζι περιορίζουν πολύ τους βαθμούς ελευθερίας αυτής της πολιτικής. Οι πολιτικές εντάσεις που δημιουργούνται δεν είναι αμελητέες, το δείχνει και η αναμενόμενη άρνηση της Βρετανίας να συνυπογράψει το κείμενο.
Το δίλημμα «είτε η Ευρωπαϊκή Ένωση θα διαλυθεί είτε θα είναι δημοκρατική και κοινωνική» είναι πλέον αυτό που περιγράφει, εδώ και αρκετούς μήνες, την κύρια τάση που εργάζεται στην ιστορία.

Αυγή, 2011.12.11

Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2011

Ισλανδία: η μνήμη μιας εξέγερσης


Ισλανδία: η μνήμη μιας εξέγερσης


Αρκούντως σχηματικά και ελλειπτικά. Χώρα 320.000 κατοίκων. Το ΑΕΠ ανέρχεται σε 10 δισ. ευρώ από 14,9 δισ. το 2007 πριν την κρίση (στοιχεία AMECO).
Η κρίση ξεκίνησε από τις 29/9/2008 με την πρώτη κατάρρευση τράπεζας (Glitnir), κάτι αναμενόμενο στα συμφραζόμενα του 2008. Προήλθε κυρίως από τον τραπεζικό τομέα, ο οποίος είχε κερδίσει μεγάλα μερίδια αγοράς, κυρίως στην Μ. Βρετανία και στην Ολλανδία (500.000 πελάτες σε όλη την Ευρώπη). Ενδεικτικά μεγέθη της έκθεσης και της βιαιότητας της κρίσης που ακολούθησε: Το καθαρό εξωτερικό χρέος από 36% του ΑΕΠ, το 1980, είχε ανέλθει σε 246%, το 2007. Όχι λόγω του δημόσιου χρέους (27% του ΑΕΠ το 2007 και το 2011 σε 92% λόγω της κρίσης και των μέτρων διάσωσης), αλλά εξαιτίας του χρέους των νοικοκυριών (227% του ΑΕΠ το 2007), των επιχειρήσεων (300% του ΑΕΠ), και προφανώς των ευρωπαϊκών δραστηριοτήτων του τραπεζικού τομέα.
Η έκθεση του τραπεζικού συστήματος στο εξωτερικό οδήγησε σε μαζική φυγή κεφαλαίων και στην πτώση της κορώνας κατά 30% (η Ισλανδία δεν συμμετείχε στην Ευρωζώνη –αποφάσισε να συνδεθεί με την Ε.Ε. το 2009 μετά την πτώση της κυβέρνησης από τις διαδηλώσεις),  στην κατάρρευση των μεγαλύτερων τραπεζών και την αναγκαστική εθνικοποίηση τους και στην άνοδο των επιτοκίων στο 18%. Παράλληλα, οδήγησε σε πολύ μεγάλες δυσκολίες τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά που είχαν δανειστεί σε ξένο νόμισμα.
Τον Ιανουάριο του 2009 εξαγριωμένο πλήθος πολιορκεί ο κοινοβούλιο και την Κεντρική τράπεζα οδηγώντας σε παραίτηση την κυβέρνηση. Η νέα κυβέρνηση προέρχεται από τις αριστερές τάσεις του πολιτικού συστήματος.

Ας εξετάσουμε κάποια μεγέθη της οικονομικής δραστηριότητας.
Η Ισλανδική κορώνα από περίπου 90 κορώνες ανά ευρώ πέρασε τις 180 σε μηνιαία βάση και κατόπιν ανατιμήθηκε ελαφρά -σήμερα βρίσκεται στις 160 ανά ευρώ. Αντίστοιχη διακύμανση είχε και σε σχέση με το δολάριο. Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών παραμένει υψηλά αρνητικό, παρά την εντυπωσιακή αύξηση των εξαγωγών και τη μείωση των εισαγωγών που κατέστησαν το εμπορικό ισοζύγιο θετικό (αντίστοιχες εξελίξεις για τις εξαγωγές και εισαγωγές υπηρεσιών). Αυτό που υπερ-αντιστάθμισε το θετικό αποτέλεσμα είναι το εξαιρετικά αρνητικό ισοζύγιο εισοδημάτων (υψηλότατες εκροές εισοδημάτων).

Σε σχέση με τους μισθούς και την αγοραστική τους δύναμη. Ένα ισοδύναμο 100 ευρώ, στην αρχή του 2008, μειώνεται σε 40 ευρώ στο τέλος του 2008, κυρίως λόγω της υποτίμησης της κορώνας. Μετά την άνοδο της αριστερόστροφης κυβέρνησης και την προσπάθεια στήριξης των μισθών παρατηρείται ανάκαμψη μαζί με την μερική άνοδο της ισοτιμίας της κορώνας, που έκτοτε κυμαίνεται γύρω στα 70 ευρώ (έχουμε αφαιρέσει τα αποτελέσματα που προκαλεί ο πληθωρισμός). Ενδεικτικά, αυτή η μείωση είναι διπλάσια της μείωσης των μισθών στην Ελλάδα κατά 15% σε πραγματικούς όρους κατά τη διετία 2010-2011, όπως την υπολογίζει το Υπουργείο Εργασίας.
Η ανεργία βρίσκεται σε ιστορικά υψηλά. Ποσοστό ανεργίας γύρω στο 7% (11.000 άνεργοι), το οποίο στην Ελλάδα μπορεί να μην μας φαίνεται υψηλό, αλλά είναι 7 φορές μεγαλύτερο από το 1% που υπήρχε στην Ισλανδία προ κρίσης, και πάνω από διπλάσιο από το 1-3% που κυμαινόταν ιστορικά την προηγούμενη δεκαετία. Φυσικά, υπερδιπλάσιο στη νεολαία. Πρέπει να παρατηρήσουμε ότι αυτό το ποσοστό ανεργίας υπάρχει παρά τη μείωση του διαθέσιμου εργατικού δυναμικού. Τούτες οι εξελίξεις προκάλεσαν μεγάλη μετανάστευση στο εξωτερικό (7.000 το 2009-2010, το 4,5% της διαθέσιμης εργατικής δύναμης ).
Παρά ταύτα διατηρήθηκε το κοινωνικό κράτος της Ισλανδίας. Οι δαπάνες παρέμειναν σε υψηλά επίπεδα (πρωτογενείς δαπάνες για το 2011 εκτιμούνται σε 41% του ΑΕΠ). Υπήρξε σημαντική πρόνοια για τα στεγαστικά δάνεια των νοικοκυριών, ωστόσο το 40-50% των επιχειρηματικών δανείων δεν εξυπηρετείται κανονικά, ενώ πολύ σοβαρά προβλήματα έχει το 5-8% των νοικοκυριών. Πιστωτική επέκταση δεν παρατηρείται.
Με λίγα λόγια, η κοινωνική εξέγερση του Ιανουαρίου του 2009 και η πτώση «από τα κάτω» της κυβέρνησης καθόρισε ένα πολιτικό πλαίσιο δεσμεύσεων για την Ισλανδική κυβέρνηση στις μετέπειτα διαπραγματεύσεις με το ΔΝΤ, έτσι ώστε το πρόγραμμα να επιχειρεί μια δημοσιονομική προσαρμογή που σέβεται κάποια κοινωνικά δικαιώματα σε ένα παραδεδομένο περιβάλλον υποτιμημένης εργασίας: όσο η κοινωνική και πολιτική μνήμη της εξέγερσης παραμένει ζωντανή.

Αυγή, 2011.12.09 Στήλη Συναντήσεις
Ανεπτυγμένη εκδοχή του παρόντος προσεχώς στο rednotebook.gr.