Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2012

ΚΥΠΡΟΣ: «Συγκυρία κρίσιμων αποφάσεων»


ΚΥΠΡΟΣ: «Συγκυρία κρίσιμων αποφάσεων»


 Δευτέρα, 17 Δεκεμβρίου 2012

Η κυπριακή κοινωνία βρίσκεται σε μία δύσκολη ιστορική στιγμή καθώς οδηγείται στην υπογραφή ενός Μνημονίου. Το βασικότερο πρόβλημα το οποίο έρχεται να «επιλύσει» το Μνημόνιο είναι το τραπεζικό..

Το τραπεζικό σύστημα, κέντρο του προβλήματος

Τα συνολικά δάνεια που είχαν δώσει οι τράπεζες, τον Ιούνιο του 2011 ανερχόταν σε 510% του κυπριακού ΑΕΠ (91.4 δις. ευρώ δάνεια και 18 δις περίπου ΑΕΠ). Εξ αυτών μέγεθος 130% του ΑΕΠ αφορούσε δάνεια στην Ελλάδα. Αντίστοιχα, οι συνολικές καταθέσεις στις τράπεζες ανέρχονταν σε 94 περίπου δις. εκ των οποίων τα 51 (σχεδόν το 300% του ΑΕΠ) ήταν από μη κατοίκους της Κύπρου: Έλληνες (17.3 δις.) και Ρώσους κυρίως (25 δις. περίπου).
Με αυτά τα δεδομένα το τραπεζικό σύστημα της Κύπρου θυμίζει συνδυασμό του συστήματος της Ιρλανδίας (υπερ-επέκταση του δανεισμού) και Ισλανδίας (υψηλότατο ποσοστό καταθέσεων από το εξωτερικό). Πρόκειται για ένα σύστημα το οποίο είναι πολύ ευάλωτο σε διαταραχές της Πίστης.
Τα αποτελέσματα που είχε η κρίση του 2008 άφησαν το σημάδι τους και στην Κύπρο. Το μοντέλο ανάπτυξης που στηριζόταν στην επέκταση της Πίστης στα νοικοκυριά εξαντλήθηκε με αποτέλεσμα να υπάρξει το 2009 ύφεση και κατόπιν ουσιαστικά στασιμότητα. Φέτος αναμένεται ύφεση της τάξης του 2,5%. Παράλληλα το 2011 η ανεργία ανήλθε στο 8% και φέτος αναμένεται να ξεπεράσει το 12% (τριπλάσιο από το σύνηθες 4% των προηγούμενων ετών πριν την κρίση) με αυξητικές τάσεις για τα επόμενα έτη.
Το ρόλο της έπαιξε και μία δημοσιονομική πολιτική που στόχευε στα πρωτογενή πλεονάσματα μέσω περιορισμού της δαπάνης. Εδώ πρέπει να αναφέρουμε ότι η πρόταση του ΑΚΕΛ το 2010 για αύξηση του εταιρικού φόρου από το χαμηλότατο 10% σε 11% που θα ελαχιστοποιούσε τις περικοπές της δαπάνης, καθώς θα αυξάνοντα τα έσοδα, καταψηφίστηκε στη βουλή (το ΑΚΕΛ έχει σχηματίσει κυβέρνηση μειοψηφίας).
Ωστόσο αν και όλα αυτά δείχνουν την εξάντληση ενός υποδείγματος ανάπτυξης, οι χρηματοδοτικές ανάγκες που οδηγούν στο Μηχανισμό Στήριξης και στο Μνημόνιο προέρχονται από τα 10 δις. περίπου που εκτιμάται ότι λείπουν από τις τράπεζες της Κύπρου. Αυτές τις ανάκγες δημιούργησαν α) το «κούρεμα» των ελληνικών ομολόγων (PSI), β) η αύξηση των επισφαλειών στα δάνεια στην Ελλάδα και γ) η αμφιλεγόμενη άσκηση εποπτείας από τον προηγούμενο διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας.

Η διαπραγμάτευση του μνημονίου

Η ανεπιτυχής κατάληξη αναζήτησης δανείων από τη Ρωσία (μετά τα 2,5 δις. που έδωσε το 2011 παρέπεμψε στην Ε.Ε) είτε από τον Κίνα (μάλλον λόγω των απαιτήσεων για ανταλλάγματα) και η επιλογή της κάλυψης των ελλειμμάτων των τραπεζών μέσω ανακεφαλαιοποίησης (δηλαδή την παροχή σε αυτές των χρημάτων που λείπουν, όπως συνέβη στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες της ευρωζώνης), οδήγησε την Κυπριακή κυβέρνηση στην αναζήτηση χρηματοδότησης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης, τον Ιούνιο του 2012.
Αυτό οδήγησε σε μία μακρά διαδικασίας διαπραγμάτευσης των όρων δανεισμού – δηλαδή του Μνημονίου – και η οποία δεν έχει τελειώσει ακόμη. Η εξέταση της διαδικασίας διαπραγμάτευσης μας επιτρέπει να εξάγουμε χρήσιμα πολιτικά συμπεράσματα.
Κοινή βάση όλων των εκδοχών που έχει πάρει η συμφωνία κατά τη διαπραγμάτευση είναι η θέση ότι το τραπεζικό πρόβλημα πρέπει να αντιμετωπιστεί με τη μορφή παροχής στις τράπεζες του ποσού που λείπει (ανακεφαλαιοποίηση). Σημαντική συνέπεια αυτής της οπτικής είναι ο κίνδυνος να χαρακτηριστεί το δημόσιο χρέος ως μη-βιώσιμο, αν τα 10δις που υπολογίζονται (ύψος που τώρα αμφισβητεί η κυβέρνηση) καταγραφούν σε αυτό (φτάνει άμεσα πάνω από 140% του ΑΕΠ). Πρόκειται για εξέλιξη που αν πραγματοποιηθεί οδηγεί σε σημαντική χειροτέρευση των όρων της τρέχουσας συμφωνίας.
Ολες οι εκδοχές επίσης, οργανώνονται στη βάση του νεοφιλελεύθερου σχεδίου υποτίμησης της εργασίας (με διαφορετικούς βαθμούς σκληρότητας-ηπιότητας) μέσω απώλειας εισοδημάτων και δικαιωμάτων των μισθωτών/συνταξιούχων και ιδιωτικοποιήσεων. Συγχρόνως οργανώνουν σε διαφορετικό βαθμό την ανάγκη ενός επόμενου Μνημονίου μέσω του γνωστού κύκλου μείωσης εγχώριας ζήτησης-ύφεση-απομόχλευση, αύξηση των αναγκών χρηματοδότησης (ιδιωτικών και δημόσιων).
Εκεί που διαφοροποιούνται οι όροι είναι ανάμεσα στο αρχικό ποσοστό περικοπής μισθών που ζητούσε η τρόϊκα, οριζόντια 15%, και στον τελικό όρο για κλιμακωτές περικοπές που στα 2000 ευρώ που αποτελούν το μέσο μισθό στο δημόσιο, ανέρχονται σε 3,75% για τα έτη 2012-13 και 5,25% από το 2014. Επίσης δεν καταργείται ο 13ος μισθός, διατηρείται ο θεσμός της Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής ως θεσμός: οι μισθωτοί θα υποστούν απώλειες επειδή αναστέλλεται η εφαρμογή του για το διάστημα που διαρκεί το πρόγραμμα και κατόπιν θα δίνεται μειωμένη ΑΤΑ στο μισό και όχι ανα εξάμηνο αλλά ανα έτος. Δεν έγιναν αποδεκτές οι ιδιωτικοποιήσεις των ΔΕΚΟ και η ουσιαστική διάλυση του συνεργατικού πιστωτικού συστήματος. Ενώ δεν υπήρξε δέσμευση των αναμενόμενων εσόδων από το φυσικό αέριο για αποπληρωμή του χρέους. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι η μείωση του προσωπικού του δημοσίου τομέα κατά 1250 άτομα το χρόνο αποτελούσε τρέχουσα πολιτική (με 1000 άτομα) της κυπριακής κυβέρνησης, γεγονός που έχει σημασία για το ποιος συσχετισμός πολιτικών αναπαρίσταται και καθορίζει την έκβαση των όποιων διαπραγματεύσεων.

Κάποια πολιτικά συμπεράσματα

Πρώτο. Η δέσμευση στο τρέχον υπόδειγμα κάλυψης των αναγκών ου τραπεζικού συστήματος θέτει την κυβέρνηση της Κύπρου «στη γωνία». Αφενός μεν, το πολιτικό σχέδιο που υλοποιεί παίρνει τη μορφή ενός αγώνα άμυνας απέναντι σε υπέρτερες δυνάμεις στη βάση διατήρησης του υπάρχοντος υποδείγματος αναπαραγωγής και ρύθμισης των κοινωνικών σχέσεων εν αναμονή μίας καλύτερης οικονομικής ή πολιτικής συγκυρίας. Αφετέρου δε, τη δεσμεύει στο νεοφιλελεύθερο σχέδιο διάχυσης των ζημιών του νεοφιλελεύθερα οργανωμένου χρηματοπιστωτικού συστήματος στο σύνολο της κοινωνίας και τη μετατόπιση του κοινωνικού συσχετισμού δυνάμεων εις βάρος του κόσμου της εργασίας με καλύτερους ή χειρότερους όρους.
Κάθε σημαντική κρίση, όπως η τρέχουσα, «γεννά» ένα νέο υπόδειγμα ρύθμισης των οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων. Σήμερα το ιστορικό διακύβευμα είναι: ή η υποταγή στην εμβάθυνση του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος ή η επανοικειοποίηση με σύγχρονο τρόπο με νέες κοινωνικές συμμαχίες και μορφές του νοήματος της αλληλεγγύης και της δημοκρατίας. Για την κυπριακή οικονομία ειδικά, αυτή η κατεύθυνση ειδικά περνά μέσα από μία άλλη αντιμετώπιση του τραπεζικού προβλήματος.
Δεύτερο. Περιοριζόμενοι αυστηρά στη διαπραγμάτευση πρέπει να παρατηρήσουμε ότι οι αρχικοί όροι άλλαξαν, επί το θετικότερο. Με μια αναλογία υπήρξε μία βελτίωση από το μείον 10 στο μείον 3. Μ αυτό το κριτήριο, η διαπραγμάτευση μπορεί να χαρακτηριστεί επιτυχής και μας επιτρέπει να εξάγουμε χρήσιμα πολιτικά συμπεράσματα, ειδικά αν αναλογιστούμε ότι η Κύπρος αντιμετωπίζει πολύ σημαντικότερα προβλήματα από την Ελλάδα του 2010. Α) Το αποτέλεσμα συνιστά κόλαφο για τις κυβερνήσεις της Ελλάδας που υπεράσπιζαν τα μνημόνια στη βάση της «επιβολής από την τρόϊκα» και τις «ανάγκες» και στην «καλύτερη» περίπτωση «κέρδιζαν» τα ισοδύναμα και τα εμπροσθοβαρή μέτρα. Β) Το αποτέλεσμα δείχνει ότι δεν ευσταθεί η άποψη που ισχυρίζεται ότι είναι τόσο ασφυκτικό το πλαίσιο στην Ε.Ε που δεν μπορεί να κερδηθεί τίποτα εντός του. Αν προσθέσουμε μάλιστα στους συλλογισμούς μας το γεγονός ότι το ΑΚΕΛ αποτελεί μειοψηφία στη βουλή και ότι τα υπόλοιπα κόμματα ζητούσαν χειρότερους όρους από την τρόϊκα, πιέζοντας μάλιστα για άμεση υπογραφή της συμφωνίας με τους αρχικούς όρους, καταλαβαίνουμε ένα βασικό μεθοδολογικό κανόνα που εξάγεται από τη διαπραγμάτευση που διεξήχθη: Γ) Στους όρους της συμφωνίας που επιτυγχάνεται, στην έκβαση της διαπραγμάτευσης, «αντανακλάται» ο εσωτερικός πολιτικός συσχετισμός δυνάμεων και η δυνατότητα (ή η αδυνατότητα) να κινητοποιηθεί η κοινωνία στη βάση ενός εναλλακτικού υποδείγματος πέραν της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής.

Σπύρος Λαπατσιώρας

http://www.epohi.gr/portal/diethni/11584-ss-sss-sss

Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2012

Χρέος, Αναδιανομή, ΔΝΤ, Eurogroup


 Χρέος, Αναδιανομή, ΔΝΤ, Eurogroup

 Το ε­ρώ­τη­μα δεν εί­ναι για­τί η κοι­νω­νία δεν ε­ξε­γεί­ρε­ται, αλ­λά για­τί αρ­γεί
  
Συνέντευξη στην Εποχή, Δευτέρα, 03 Δεκεμβρίου 2012


** Θεω­ρούν πα­ρά­πλευ­ρη α­πώ­λεια της «θε­ρα­πείας» που ε­πι­βάλ­λει η τρόι­κα η α­πο­δό­μη­ση της κοι­νω­νίας
** Η «γραμ­μή» του ΔΝΤ έ­χει ε­πι­κρα­τή­σει ι­δε­ο­λο­γι­κά στη σύ­γκρου­ση με την Γερ­μα­νία και ο ευ­ρω­παϊκός Νό­τος συ­ντάσ­σε­ται πί­σω α­πό αυ­τή.
Η δια­φω­νία α­ντα­να­κλά και τις δια­φο­ρε­τι­κές προ­σεγ­γί­σεις με­τα­ξύ Η­ΠΑ και ευ­ρω­παϊκών ε­λίτ γύ­ρω α­πό τη δια­χεί­ρι­ση της κρί­σης ό­χι μό­νο για το πα­ρόν αλ­λά και για το μέλ­λον.



«Η επαναγορά ομολόγων ακόμη και αν υλοποιηθεί πλήρως, δεν λύνει τα βασικά ζητήματα που αφορούν την έξοδο από την κρίση. Αυτό», σημειώνει ο Σπύρος Λαπατσιώρας, είναι η προσπάθεια «να αποτυπωθεί στα χαρτιά ότι είναι εντός στόχων το ελληνικό πρόγραμμα, χωρίς διαγραφή διακρατικών δανείων και να κερδηθεί πολιτικός χρόνος, ο οποίος θα συνοδεύεται αναγκαία με νέα μέτρα, που θα υπηρετούν τον ευγενή στόχο της εθνικής αναγέννησης». Παράλληλα, επισημαίνει ότι ούτε ένα ευρώ
δεν θα δοθεί για ανάσχεση της ύφεσης και μείωση της ανεργίας.

Τη συ­νέ­ντευ­ξη πή­ρε
ο Θό­δω­ρος Μι­χό­που­λος


Πριν ακόμα μπουν οι υπογραφές στις αποφάσεις του Eurogpoup, με τις οποίες υποτίθεται ότι σώθηκε η χώρα, η τρόικα ζητάει και νέα μέτρα! Έχει κάποια λογική αυτή η τακτική;

Η απόφαση του Eurogroup – αν μπορούμε να μιλάμε για απόφαση και όχι για την εγκαινίαση μίας διαρκούς διαδικασίας διαβούλευσης με αβέβαιο αποτέλεσμα, μέχρι την 13η Δεκεμβρίου το νωρίτερο –  επιχειρεί να λύσει δύο σημαντικά προβλήματα για την τρόικά. Το πρώτο, είναι το πρόβλημα του «χρηματοδοτικού κενού». Δηλαδή, απλοποιώντας ελαφρά, των μεγαλύτερων αναγκών σε χρήματα που θα έχει η ελληνική οικονομία σε σχέση με το ύψος των αναγκών που είχε εκτιμηθεί το Μάρτιο του 2012 (ανάγκες οι οποίες μεγάλωσαν εξαιτίας της βαθύτερης ύφεσης σε σχέση με αυτήν που αναμενόταν), χωρίς να αυξηθούν τα χρήματα που δίνει η τρόικα. Το δεύτερο, είναι η συγκρότηση μίας συναίνεσης μεταξύ της Ε.Ε, της ΕΚΤ και του ΔΝΤ στη βάση κάποιων εκτιμήσεων που δεν τις πιστεύει κανείς (για τη μεγέθυνση της οικονομίας, τα επιτόκια, τα πρωτογενή πλεονάσματα και τα έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις και αν χρειαστεί καινούργια μέτρα), ότι το ελληνικό πρόγραμμα είναι εντός στόχων και επομένως η διαδικασία εσωτερικής υποτίμησης βαίνει καλώς. Τα μέτρα, άγνωστο ακόμη πόσα, επειδή εξαρτάται και από την εξέλιξη του προγράμματος επαναγοράς ομολόγων, προκύπτουν αφενός μεν, ως υπόλοιπο αυτής της αριθμητικής –κάπως πρέπει να καλυφθεί το «κενό» στους αριθμούς που παρήγαγαν για να φτιαχτεί η συμφωνία, αφετέρου δε, ως αναγκαίο συστατικό μίας λογικής η οποία θεωρεί αναγκαία παράπλευρη συνέπεια της θεραπείας την αποδόμηση μίας κοινωνίας (στο βαθμό που δε τη θεωρεί τμήμα της θεραπείας) με ότι αυτό συνεπάγεται.


Η κυβέρνηση πανηγυρίζει. Μέχρι και σχετικό βίντεο με τον εαυτό του στη θέση του σωτήρα ανήρτησε στην προσωπική του ιστοσελίδα ο Αντ. Σαμαράς. Δικαιολογείται αυτό το «πανηγύρι» από τις αποφάσεις του Eurogpoup;

Ο κ. Σόιμπλε δήλωσε ότι η κατάσταση στην Ελλάδα θυμίζει την καταστροφική κοινωνική κατάσταση που βρέθηκαν «οι χώρες του ανατολικού μπλόκ μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης». Πρόκειται για αναμενόμενο συμπέρασμα και κατάληξη, από την άσκηση πολιτικών που έχουν ως προϋπόθεση ότι η Ελλάδα αποτελεί «σοβιετική οικονομία» (παλιότερα έλεγαν την «τελευταία» στην Ευρώπη, τώρα απ’ ότι φαίνεται ανακαλύπτουν και άλλες τέτοιες). Φαντάζομαι ότι δεν πανηγυρίζει γι’ αυτό το επίτευγμα η κυβέρνηση, οπότε μπορούμε να σκεφτούμε κάποιους άλλους λόγους. Ένας πρώτος, μικρός βεβαίως για να δικαιολογεί πανηγυρισμούς είναι ότι δεν απέτυχε πολύ στους στόχους του προϋπολογισμού που ψήφισε πριν 15 μέρες. Εκεί προϋπολογιζόταν ότι μέχρι το τέλος του 2012 θα διαθέσει 3.5 δις. για αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του δημοσίου και τώρα με αυτήν την απόφαση υπολογίζονται γύρω στα 2δις. – όχι πολύ μεγάλη απόκλιση από τη ρευστότητα που είχε υποσχεθεί.
Ούτε ένα ευρώ για ανάσχεση της ύφεσης και της αύξησης της ανεργίας, με δέσμευση όλων των τυχόν πρωτογενών πλεονασμάτων όχι για ανάπτυξη αλλά για πληρωμή χρέους, με μία ύφεση πρωτοφανή για το 2013 και την κοινωνία να αποσυντίθεται, με ορίζοντα παραμονής εκτός αγορών το 2030 –μη ξεχνάμε τις υψηλές χρηματοδοτικές ανάγκες που συσσωρεύονται για μετά το 2022,  είναι ανεδαφικοί οι πανηγυρισμοί. Από μία άλλη οπτική, στο Eurogroup αποφασίστηκε ότι οι ευρωπαίοι θα βλέπουν την ελληνική κοινωνία να καταρρέει αυτό το έτος.
Κλειδί στην περικοπή του χρέους κατά 40 δισ. ευρώ φαίνεται να είναι η επαναγορά των ομολόγων. Υπάρχουν, όμως, έντονες αμφιβολίες για το αν θα λειτουργήσει. Γιατί; Και αν γίνει υποχρεωτική τα ασφαλιστικά ταμεία δεν οδηγούνται σε πλήρη κατάρρευση;

Τις λεπτομέρειες του προγράμματος θα τις μάθουμε τη Δευτέρα. Το πρόγραμμα γίνεται σε εθελοντική βάση. Το ερώτημα είναι αν θα δεχθούν οι κάτοχοι των ομολόγων που προέκυψαν μετά το PSI να πουλήσουν για παράδειγμα ένα ομόλογο αξίας 100 κοντά στα 30. Θα κερδίσουν ρευστότητα και συγχρόνως θα ξεφορτωθούν ομόλογα τα οποία για πολλά χρόνια θα αποτιμώνται σε πολύ χαμηλή τιμή. Θα χάσουν τη δυνατότητα αν η ελληνική οικονομία βγει από το τούνελ να έχουν ένα τίτλο που θα αποτιμάται κοντά στην ονομαστική του τιμή και στη λήξη του να πληρωθούν στο ακέραιο. Η όλη διαδικασία στοχεύει με 10 δις. περίπου να αγοραστούν ομόλογα αξίας πάνω από 30δις. Το αποτέλεσμα είναι αβέβαιο, με διάφορες πιθανές περιπλοκές και στο τέλος αν δεν πιαστούν οι στόχοι θα απαιτηθεί νέος γύρος διαβουλεύσεων και εντός Ε.Ε και με το ΔΝΤ. Επίσης πρόκειται για σχέδιο το οποίο ακόμη και αν υλοποιηθεί πλήρως, δε λύνει τα βασικά ζητήματα που αφορούν την έξοδο από την κρίση. Αυτό που λύνει είναι να αποτυπωθεί στα χαρτιά ότι είναι εντός στόχων το ελληνικό πρόγραμμα, χωρίς διαγραφή διακρατικών δανείων και να κερδηθεί πολιτικός χρόνος – πολιτικός χρόνος ο οποίος θα συνοδεύεται αναγκαία με νέα μέτρα, που θα υπηρετούν τον ευγενή στόχο της «εθνικής αναγέννησης». Όσο για τα ασφαλιστικά ταμεία, η χρήση των χρημάτων των ασφαλισμένων για την επίτευξη κυβερνητικών στόχων είναι μία παλιά τακτική ώστε είναι πολύ πιθανή η εθελοντική και όχι υποχρεωτική συμμετοχή: ένα λιθαράκι ακόμη στην κατάρρευση του ασφαλιστικού συστήματος.

Σε τι αποσκοπούν με αυτές τις ρυθμίσεις; Υπάρχει κάποιο σχέδιο για μελλοντική διαγραφή του χρέους ή απλά κερδίζουν χρόνο; Χωράει στη στρατηγική τους η διαγραφή χρέους ή είναι κάτι που αποκλείεται;

Αρχή της νεοφιλελεύθερης λογικής αποτελεί η ρήση: «όποιος δεν προσέχει φταίει και καλά να πάθει ό,τι πάθει». Όταν κάποιος επομένως δεν μπορεί να πληρώσει τότε δεν πληρώνει, επωμίζεται τις συνέπειες πλήν όμως επωμίζονται τις συνέπειες και αυτοί που τον δάνεισαν και δεν πρόσεξαν. Ας μη ξεχνάμε ότι η απόφαση να αφεθεί σε πτώχευση η Λήμαν που πυροδότησε την κρίση του 2008 ήταν αποτέλεσμα αυτής της λογικής. Η ελληνική περίπτωση και όχι μόνο (η ιρλανδική, η πορτογαλική, η ισπανική, η ιταλική και έπεται συνέχεια) με αυτή τη στρατηγική δε μπορεί να πληρώσει τα χρέη της επομένως με βάση τις θεωρητικές προϋποθέσεις αυτής της λογικής το χρέος πρέπει να διαγραφεί σε ένα μεγάλο μέρος. Δεδομένο πλέον της διεθνούς κοινότητας αποτελεί ότι είτε ότι θα υπάρξει πρόγραμμα για την Ελλάδα που θα την οδηγεί σε «κινέζικους ρυθμούς μεγέθυνσης» και συγχρόνως θα στείλει σε ιστορικό βάθος γενεών τις λήξεις των δανείων είτε απαιτείται μεγάλη διαγραφή των διακρατικών δανείων έτσι ώστε να υπάρχει η δυνατότητα επιστροφής στις αγορές και επομένως και η απεξάρτηση από τη συνεχή διακρατική χρηματοδότηση. Η υλοποίηση αυτού που σήμερα προβάλλει ως δεδομένο ωστόσο δεν είναι ευθύγραμμη και εύκολη. Η απόφαση αυτή σημαίνει πρώτον βάρη για όσους κουρευτούν, δεύτερον πολιτικές δυσκολίες. Ας σκεφτούμε για παράδειγμα ότι η γερμανική κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές θα πρέπει να ανακοινώσει πρόγραμμα περικοπών στη Γερμανία. Μία διαγραφή του χρέους της Ελλάδας τώρα κάνει μέσα από πολλά μονοπάτια πιο δύσκολο ένα τέτοιο εγχείρημα και συγχρόνως αφαιρείται η πίεση που ασκούν οι χρηματοδοτικές ανάγκες εξυπηρέτησης του χρέους σε μέρος του πολιτικού προσωπικού της Ελλάδας να δεσμεύονται στο σχέδιο της θυσίας των συνταξιούχων των εργαζόμενων και όποιας άλλης κοινωνικής ομάδας επειδή πρέπει να «σωθεί η πατρίδα».

Η ύφεση θα συνεχιστεί και τις δύο επόμενες χρονιές, 2013 και 2014, σύμφωνα με τις προβλέψεις
τρόικας και συγκυβέρνησης. ‘Έως που μπορούμε να φτάσουμε; Πόσο αντέχει ακόμα  η κοινωνία;

Μιλάμε πολύ για το χρέος ωστόσο το βασικό πρόβλημα είναι η ανεργία, ή ύφεση, η πρωτοφανής αναδιανομή πλούτου που γίνεται εις βάρος των πολλών, το ότι από το υπάρχον πρόγραμμα δεν υπάρχει προοπτική διεξόδου που να εξυπηρετεί τις ανάγκες της κοινωνίας.
Η κοινωνία δεν αντέχει ήδη. Για να συνεχίσουμε τη «γόνιμη» παρομοίωση της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας με αυτές των χωρών της ανατολικής Ευρώπης μετά την κατάρρευση, ας θυμηθούμε τις περιγραφές από τη Μόσχα εκείνης της εποχής. Παιδιά και σκυλιά είχαν στήσει ένα ιδιότυπο καταμερισμό εργασίας. Το βράδυ, στον ύπνο στο δόμο τα σκυλιά ζέσταιναν τα παιδιά και τη μέρα τα παιδιά ζητιάνευαν φαί που το μοιράζονταν με τα σκυλιά. Πρόκειται για ακραίες καταστάσεις, αλλά ο βασικότερος παράγοντας που θα εμποδίσει να ζήσουμε ανάλογες ακρότητες εδώ είναι – πέραν της αλληλεγγύης – το αν η κοινωνία μας, οι άνθρωποί της, θα υποταχθούν ή θα ανατρέψουν την νεοφιλελεύθερη πολιτική που ασκείται. Όπως έλεγε και ο Στίγκλιτζ το ερώτημα όταν ασκούνται τέτοιες  πολιτικές δεν είναι γιατί η κοινωνία δεν εξεγείρεται αλλά γιατί αργεί τόσο να εξεγερθεί.

Το συμπέρασμά σου για την εξέλιξη της σύγκρουσης ΔΝΤ – Γερμανίας;

Ο πυρήνας της σύγκρουσης αφορά την τρέχουσα ευρωπαϊκή πολιτική: πρώτον, οδηγεί την παγκόσμια οικονομία προς «τα κάτω» και επομένως εξάγοντας ύφεση στις υπόλοιπες χώρες δυσκολεύει τη διαχείριση της παγκόσμιας κρίσης του 2008, δεύτερον, οδηγεί την Ευρώπη λόγω του επιταχυμένου ρυθμού της  σε κοινωνική και πολιτική αποσταθεροποίηση με απρόβλεπτες διαστάσεις. Δεν πρόκειται για καινούργιο μέλημα: το διατύπωνε και ένα χρόνο πριν την Αραβική Άνοιξη για τις χώρες της περιοχής λόγω της πολιτικής αποσταθεροποίησης που είχε δημιουργήσει η ίδια η δραστηριότητά του στην εν λόγω περιοχή. Όπως είναι γνωστό, το ΔΝΤ προκρίνει μία νεοφιλελεύθερη στρατηγική η οποία ωστόσο θα απλώνει τα μέτρα στο χρόνο με τρόπο που θα παίρνει υπόψη του τους ρυθμούς μεγέθυνσης, έτσι ώστε να αποφεύγει κατάστασης βαθειάς ύφεσης. Η «γραμμή» του ΔΝΤ έχει επικρατήσει ιδεολογικά σε αυτή τη σύγκρουση και ο «Νότος» της Ευρώπης συντάσσεται πίσω από αυτή. Είναι προφανές ότι αυτή η διαφωνία αντανακλά και τις διαφορετικές προσεγγίσεις μεταξύ ΗΠΑ και ευρωπαϊκών ελίτ γύρω από τη διαχείριση της κρίσης όχι μόνο για το παρόν αλλά και για το μέλλον: το χρέος που φορτώθηκαν τα κράτη θα πρέπει να αποκλιμακωθεί και όλοι οι διαθέσιμοι σήμερα τρόποι οξύνουν τις κοινωνικές συγκρούσεις, από τη μία ή την άλλη πλευρά.


http://www.epohi.gr/portal/oikonomia/11450-sss-s-sss



Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2012

Η ε­πι­μή­κυν­ση διευ­κο­λύ­νει τη βα­θύ­τε­ρη ε­σω­τε­ρι­κή υ­πο­τί­μη­ση


Η ε­πι­μή­κυν­ση διευ­κο­λύ­νει τη βα­θύ­τε­ρη ε­σω­τε­ρι­κή υ­πο­τί­μη­ση

Συνέντευξη στην εφημερίδα Εποχή, Κυριακή, 30 Σεπτεμβρίου 2012


Η τα­κτι­κή μα­στί­γιο και κα­ρό­το, και πά­λι μα­στί­γιο δεν ε­φαρ­μό­ζε­ται πια μο­νά­χα στην «ει­δι­κή πε­ρί­πτω­ση» της Ελλά­δας. Η Ισπα­νία, αλ­λά και η Πορ­το­γα­λία, α­κό­μα και η Ιτα­λία α­ντι­με­τω­πί­ζουν πια, με α­πρό­βλε­πτες συ­νέ­πειες, τα «μπρος πί­σω» του Βε­ρο­λί­νου και των προ­θύ­μων συμ­μά­χων του. Τι ση­μαί­νουν ό­λα αυ­τά και πώς ε­πη­ρεά­ζουν τις ε­ξε­λί­ξεις στη χώ­ρα μας εν ό­ψει του νέ­ου πα­κέ­του α­ντι­λαϊκών και υ­φε­σια­κών μέ­τρων, αλ­λά και του «σω­τή­ριου» αι­τή­μα­τος για ε­πι­μή­κυν­ση;

Tη συ­νέ­ντευ­ξη πή­ρε ο Παύ­λος Κλαυ­δια­νός

Οι ε­ξε­λί­ξεις στην ΕΕ α­να­τρέ­πουν, ου­σια­στι­κά, τα βή­μα­τα που θεω­ρή­θη­κε ή προ­βλή­θη­κε ό­τι έ­γι­ναν τους τε­λευ­ταίους μή­νες για την α­ντι­με­τώ­πι­ση της κρί­σης στην ευ­ρω­ζώ­νη. Εννοού­με την α­πό­φα­ση πε­ρί κε­φα­λαιο­ποίη­σης των τρα­πε­ζών (που α­πέ­σπα­σε ο Μό­ντι) και την α­γο­ρά ο­μο­λό­γων (που ει­ση­γή­θη­κε ο Ντρά­γκι). Η συ­νά­ντη­ση Μέρ­κελ – Λα­γκάρ­ντ, η υ­πα­να­χώ­ρη­ση της Γερ­μα­νίας και των δο­ρυ­φό­ρων της στο θέ­μα της Ισπα­νίας εί­ναι σο­βα­ρές ε­ξε­λί­ξεις, ε­πι­τεί­νουν την α­στά­θεια. Τι ση­μαί­νουν ό­λα αυ­τά, πού βρι­σκό­μα­στε;

Οι α­πο­φά­σεις της Ε­ΚΤ εί­ναι α­πο­τέ­λε­σμα της στρα­τη­γι­κής να με­τα­τί­θε­νται α­πό τα κρά­τη-μέ­λη δη­μο­σιο­νο­μι­κές α­πο­φά­σεις σε αυ­τήν, για λό­γους που έ­χουν να κά­νουν με την στρα­τη­γι­κή δια­χεί­ρι­σης της κρί­σης του 2008. Οι πρό­σφα­τες α­πο­φά­σεις της συ­νά­δουν με την α­ντί­λη­ψη του ΔΝΤ για μια α­να­θεώ­ρη­ση της ευ­ρω­παϊκής στρα­τη­γι­κής η ο­ποία έ­χει βρεί και συμ­μά­χους στο «Νό­το». Η α­ντί­λη­ψη του ΔΝΤ εί­ναι ό­τι θα πρέ­πει να δο­θούν πε­ρισ­σό­τε­ροι βαθ­μοί ε­λευ­θε­ρίας στις κυ­βερ­νή­σεις των κρα­τών – με­λών, ώ­στε να ε­φαρ­μό­σουν μεν την νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη στρα­τη­γι­κή με­τάλ­λα­ξης του ευ­ρω­παϊκού «κοι­νω­νι­κού υ­πο­δείγ­μα­τος», με την α­να­γκαία κάμ­ψη των ρυθ­μών με­γέ­θυν­σης ή και την ύ­φε­ση που συ­νο­δεύει αυ­τήν την στρα­τη­γι­κή, αλ­λά σε με­γα­λύ­τε­ρο βά­θος χρό­νου, χω­ρίς να ο­δη­γεί σε κα­τα­στά­σεις οι­κο­νο­μι­κής ύ­φε­σης τύ­που Ελλά­δας. Αυ­τή η α­να­θεώ­ρη­ση εί­ναι εν μέ­ρει ε­πι­βε­βλη­μέ­νη α­πό το μέ­γε­θος των χρη­μα­το­δο­τι­κών α­να­γκών της Ιτα­λίας και της Ισπα­νίας (και της ί­διας της Γαλ­λίας). Αυ­τή η α­ντί­λη­ψη συ­νε­πά­γε­ται ό­τι η Γερ­μα­νία και τα άλ­λα κρά­τη με ΑΑΑ πι­στο­λη­πτι­κή ι­κα­νό­τη­τα και πλε­ο­νά­σμα­τα θα ε­πω­μι­στούν πο­λύ με­γα­λύ­τε­ρα βά­ρη, ε­νώ συγ­χρό­νως θα δο­θεί η δυ­να­τό­τη­τα στα υ­πό­λοι­πα κρά­τη μέ­λη να μη κά­νουν σύ­ντο­μα τις α­να­γκαίες με­ταρ­ρυθ­μί­σεις που α­παι­τού­νται ώ­στε να τε­θεί σε λει­τουρ­γία το δη­μο­σιο­νο­μι­κό σύμ­φω­νο. Εν ο­λί­γοις, κα­λού­νται οι Γερ­μα­νοί να ο­δη­γη­θούν και αυ­τοί σε μέ­τρα προ­σαρ­μο­γής, χω­ρίς να έ­χουν αυ­τό το ο­ποίο θεω­ρούν δί­καιο α­ντάλ­λαγ­μα. Πρό­κει­ται για μυω­πι­κή α­ντί­λη­ψη, ό­πως έ­χου­με ε­πι­ση­μά­νει α­πό το 2009 που α­πο­φα­σί­στη­κε αυ­τή η στρα­τη­γι­κή, αν έ­χου­με κρι­τή­ριο τα ζη­τή­μα­τα χρη­μα­το­δό­τη­σης. Ωστό­σο, συγ­χρό­νως πρό­κει­ται για α­να­γκαία στρα­τη­γι­κή, η ο­ποία ε­πι­τα­χύ­νει και εμ­βα­θύ­νει το νε­ο­φι­λευ­θε­ρι­σμό και ως εκ τού­του εί­ναι στρα­τη­γι­κή φω­τιάς με ό­λες τις ε­ντά­σεις που έ­χει και ε­πι­φέ­ρει μια τέ­τοια - ει­δι­κά εν ό­ψει της Συ­νό­δου Κο­ρυ­φής και της συ­νει­δη­το­ποίη­σης ό­τι πλέ­ον α­πο­μο­νώ­νε­ται και ε­ντός Ευ­ρώ­πης. Εν κα­τα­κλεί­δι, η πο­λι­τι­κή ε­λί­τ, εκ­προ­σω­πώ­ντας τα μα­κρο­πρό­θε­σμα συμ­φέ­ρο­ντα του κε­φα­λαίου, κά­νει έ­ναν πό­λε­μο ε­να­ντίον των κοι­νω­νιών της Ευ­ρώ­πης και αυ­τό ο­δη­γεί και σε ε­πι­μέ­ρους συ­γκρού­σεις. Σε σχέ­ση με την Ισπα­νία. Με βά­ση την προ­η­γού­με­νη α­νά­λυ­ση η δή­λω­ση της Γερ­μα­νίας και των δο­ρυ­φό­ρων της ό­τι τα 100 δισ. θα προ­στε­θούν στο δη­μό­σιο χρέ­ος της Ισπα­νίας – α­νε­βά­ζο­ντάς το κο­ντά στο 100% του Α­ΕΠ κα­θί­στα­ται κα­τα­νο­η­τή. Στην Ισπα­νία οι ε­ξε­λί­ξεις θέ­τουν σε δο­κι­μα­σία το σχέ­διο Ρα­χόι για την ε­πι­βο­λή «μνη­μο­νίου» λι­τό­τη­τας χω­ρίς Μνη­μό­νιο. Τί­θε­ται θέ­μα θε­σμι­κής στα­θε­ρό­τη­τας λό­γω των αι­τη­μά­των αυ­το­νο­μίας που υ­φέρ­πουν και πρό­κει­ται για μία α­κό­μη πε­ρί­πτω­ση που η πο­λι­τι­κή στα­θε­ρό­τη­τα ε­νός κρά­τους-μέ­λους δε συμ­βα­δί­ζει με τις α­νά­γκες της προω­θού­με­νης δη­μο­σιο­νο­μι­κής και τρα­πε­ζι­κής ε­νο­ποίη­σης.

Συ­ζη­τώ­ντας για την ε­πι­μή­κυν­ση ό­σον α­φο­ρά το ελ­λη­νι­κό πρό­γραμ­μα, φθά­σα­με βαθ­μιαία στο πραγ­μα­τι­κό ζή­τη­μα που κρυ­βό­ταν ε­πι­με­λώς, ό­τι δη­λα­δή αυ­τό εί­ναι με­τέω­ρο. Μι­λούν για νέο «σχέ­διο σω­τη­ρίας», χρη­μα­το­δο­τι­κό κε­νό και ποιος (δεν) θα το κα­λύ­ψει κ.λπ. Εν τω με­τα­ξύ, δια­πραγ­μα­τεύο­νται η κυ­βέρ­νη­ση με την τρόι­κα το σχέ­διο για 2013-2014. Πώς συμ­βι­βά­ζο­νται ό­λα αυ­τά;

Το ελ­λη­νι­κό πρό­γραμ­μα έ­χει δύο ά­ξο­νες. Εν συ­ντο­μία: τα ελ­λείμ­μα­τα και τη με­τα­στρο­φή της ελ­λη­νι­κής οι­κο­νο­μίας σε πιο ε­ξω­στρε­φή μέ­σω της υ­πο­τί­μη­σης της ερ­γα­σίας. Λό­γω του πο­λε­μι­κού του, α­πέ­να­ντι στην κοι­νω­νία, χα­ρα­κτή­ρα ε­πι­φέ­ρει ύ­φε­ση η ο­ποία φτιά­χνει το γνω­στό πλέ­ον σπι­ράλ χρέ­ους-ελ­λειμ­μά­των και ύ­φε­σης. Αυ­τό ση­μαί­νει ό­τι το ελ­λη­νι­κό πρό­γραμ­μα, ό­πως και κά­θε α­ντί­στοι­χο ευ­ρω­παϊκό πρό­γραμ­μα προϋπο­θέ­τει την κά­λυ­ψη των χρη­μα­το­δο­τι­κών κε­νών του δη­μό­σιου το­μέα εί­τε με μείω­ση των κοι­νω­νι­κών δα­πα­νών εί­τε με κού­ρε­μα αυ­ξά­νε­ται εί­τε με ι­διω­τι­κο­ποιή­σεις εί­τε με ε­ξω­τε­ρι­κή χρη­μα­το­δό­τη­ση (ε­φό­σον ο πλη­θω­ρι­σμός δεν, η με­γέ­θυν­ση εί­ναι α­ντι­φα­τι­κή με το χρό­νο που διαρ­κούν τα προ­γράμ­μα­τα λι­τό­τη­τας και τα ε­πι­τό­κια δα­νει­σμού α­πό τις α­γο­ρές για την α­να­χρη­μα­το­δό­τη­ση των χρεών αυ­ξά­νουν). Το χρη­μα­το­δο­τι­κό κε­νό εί­χε δια­πι­στω­θεί α­πό την προ­η­γού­με­νη α­ξιο­λό­γη­ση της τρόι­κας, εμ­φα­νι­ζό­ταν στους υ­πο­λο­γι­σμούς του ΔΝΤ. Από τη στιγ­μή που δια­πι­στώ­θη­κε ύ­φε­ση με­γα­λύ­τε­ρη α­π’ ό,τι α­να­με­νό­ταν τό­τε και τα έ­σο­δα των ι­διω­τι­κο­ποιή­σεων α­πο­δείχ­θη­κε ό­τι θα εί­ναι πιο λί­γα α­πό τα υ­πο­λο­γι­ζό­με­να, οι ό­ποιες προ­σπά­θειες μείω­σης του ελ­λείμ­μα­τος α­πλά συ­γκρα­τούν το διαρ­κώς αυ­ξα­νό­με­νο χρη­μα­το­δο­τι­κό κε­νό. Τα μέ­τρα τα ο­ποία λαμ­βά­νο­νται αυ­τές τις η­μέ­ρες, ο­δη­γούν σε ύ­φε­ση του­λά­χι­στον 7% για το 2013 χω­ρίς πρό­σθε­τη χρη­μα­το­δό­τη­ση (πρό­κει­ται για πο­λύ αι­σιό­δο­ξη ε­κτί­μη­ση) και α­προσ­διό­ρι­στη α­κό­μη για το 2014. Επο­μέ­νως οι χρη­μα­το­δο­τι­κές α­νά­γκες αυ­ξά­νουν. Με άλ­λα λό­για, το πρό­βλη­μα του με­τέω­ρου του προ­γράμ­μα­τος ή­ταν γνω­στό, αλ­λά λυ­νό­ταν δια της αρ­χής της με­τά­θε­σης. Με τον ί­διο τρό­πο θα λυ­θεί και τώ­ρα. Η ε­πι­μή­κυν­ση του προ­γράμ­μα­τος συ­νε­πά­γε­ται με­γα­λύ­τε­ρο χρη­μα­το­δο­τι­κό κε­νό, κυ­ρίως λό­γω της ύ­φε­σης, που προ­κα­λεί το ό­λο πρό­γραμ­μα.

Η ε­πι­μή­κυν­ση έ­χει α­πορ­ρι­φθεί α­πό τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ ως λύ­ση. Τι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ζη­τά­ει η κυ­βέρ­νη­ση με τον ό­ρο «ε­πι­μή­κυν­ση»; Για­τί πό­τε λέει ό­τι δεν θα χρεια­σθούν πρό­σθε­τη χρη­μα­το­δό­τη­ση (Σα­μα­ράς), πό­τε α­να­φέ­ρο­νται και τα πο­σά (Στουρ­νά­ρας). Ποιο το σκε­πτι­κό της δι­κής μας ε­να­ντίω­σης;

Η ε­πι­μή­κυν­ση «α­πα­λύ­νει» μό­νο την ε­φαρ­μο­γή και την κα­τα­νέ­μει σε βά­θος χρό­νου. Η ύ­φε­ση που θα δη­μιουρ­γή­σουν τα μέ­τρα, ε­κτός α­πό πρω­τό­γνω­ρη κα­τά­στα­ση ε­ξα­θλίω­σης για με­γά­λα τμή­μα­τα της ελ­λη­νι­κής κοι­νω­νίας, θα δη­μιουρ­γή­σει α­πό­κλι­ση στό­χων. Η σκέ­ψη φαί­νε­ται να εί­ναι: αν κα­τα­νε­μη­θούν πιο ο­μα­λά οι στό­χοι προ­σαρ­μο­γής, τό­τε δεν θα χρεια­στεί τα νέα μέ­τρα που θα παρ­θούν να εί­ναι τό­σο «σκλη­ρά» το 2013 (μάλ­λον το κα­λο­καί­ρι). Η ε­πι­μή­κυν­ση δί­νει τη δυ­να­τό­τη­τα να σπά­σουν τα νέα μέ­τρα σε πε­ρισ­σό­τε­ρα πα­κέ­τα, ε­φό­σον κά­θε χρό­νο θα υ­πάρ­χουν πιο μι­κροί στό­χοι. Επι­μή­κυν­ση χω­ρίς κά­ποιας μορ­φής χρη­μα­το­δό­τη­ση δεν υ­πάρ­χει – αυ­τή θα πά­ρει εί­τε τη μορ­φή της ε­νί­σχυ­σης με διά­φο­ρα πα­κέ­τα εί­τε της α­να­θεώ­ρη­σης της δα­νεια­κής σύμ­βα­σης εί­τε της μείω­σης ε­πι­το­κίω­ν… Η ά­πο­ψη ό­τι το να μι­λά­με για χρη­μα­το­δο­τι­κά κε­νά λό­γω ε­πι­μή­κυν­σης δυ­σκο­λεύει τη δια­πραγ­μά­τευ­ση εί­ναι α­νε­δα­φι­κή. Μοιά­ζει με την ά­πο­ψη ό­τι για την ύ­φε­ση φταίει ό­τι μι­λά­με για ύ­φε­ση. Όλοι γνω­ρί­ζουν ό­τι το ελ­λη­νι­κό πρό­γραμ­μα εί­ναι ε­κτός στό­χων α­πό τον προ­η­γού­με­νο χρό­νο. Ότι για να ε­πι­στρέ­ψει στις α­γο­ρές και να μπο­ρεί να πλη­ρώ­νει το­κο­χρε­ο­λύ­σια η Ελλά­δα χω­ρίς πρό­σθε­τη χρη­μα­το­δό­τη­ση, α­παι­τού­νται ε­ξω­φρε­νι­κές υ­πο­θέ­σεις για με­γέ­θυν­ση, έ­σο­δα α­πό ι­διω­τι­κο­ποιή­σεις και πρω­το­γε­νή πλε­ο­νά­σμα­τα. Το κού­ρε­μα που σχε­διά­ζε­ται (συμ­με­το­χή της Ε­ΚΤ), α­πο­τε­λεί μορ­φή κά­λυ­ψης του χρη­μα­το­δο­τι­κού κε­νού ω­στό­σο εί­ναι α­να­πο­τε­λε­σμα­τι­κό και έ­χει νό­η­μα μό­νο ως τμη­μα­τι­κή ά­σκη­ση σε μία πιο ο­λο­κλη­ρω­μέ­νη λύ­ση, που θα α­φο­ρά και τα κρά­τη-μέ­λη που έ­χουν δα­νεί­σει το ελ­λη­νι­κό δη­μό­σιο. Άλλω­στε, το χρέ­ος δεν ή­ταν το πραγ­μα­τι­κό πρό­βλη­μα των μνη­μο­νίων. Φαί­νε­ται, εν τέ­λει, η ε­πι­μή­κυν­ση και ο συν­δυα­σμός των δια­φό­ρων τρό­πων κά­λυ­ψης του χρη­μα­το­δο­τι­κού κε­νού να α­πο­τε­λεί α­πλά ε­πι­χεί­ρη­ση ε­πι­μή­κυν­σης του πο­λι­τι­κού τους χρό­νου, ο­λο­κλη­ρώ­νο­ντας με νέ­ους γύ­ρους την δια­δι­κα­σία ε­σω­τε­ρι­κής υ­πο­τί­μη­σης.

Οι τε­λευ­ταίες ε­κτι­μή­σεις για την πο­ρεία της ύ­φε­σης στην ελ­λη­νι­κή οι­κο­νο­μία εί­ναι τρο­μα­κτι­κές. Για πα­ρά­δειγ­μα η City προ­βλέ­πει για το 2013 πτώ­ση 10,7%, έ­να­ντι 7,5% το 2012! Πού πά­με, και πού μπο­ρού­με να φθά­σου­με;

Χω­ρίς πρό­σθε­τη χρη­μα­το­δό­τη­ση, η ο­ποία να κα­τευ­θυν­θεί στην οι­κο­νο­μι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα εί­ναι αυ­τό έ­να πο­λύ πι­θα­νό μέ­γε­θος. Εί­ναι, θα λέ­γα­με, βα­σι­κό σε­νά­ριο, το ο­ποίο ι­σο­δυ­να­μεί με κοι­νω­νι­κή και πο­λι­τι­κή έ­κρη­ξη. Η City δεί­χνει στη Σύ­νο­δο Κο­ρυ­φής ό­τι α­παι­τού­νται προ­γράμ­μα­τα χρη­μα­το­δό­τη­σης της οι­κο­νο­μι­κής δρα­στη­ριό­τη­τας – ό­χι για να έρ­θει η α­νά­πτυ­ξη αλ­λά για να υ­πάρ­χει μία ύ­φε­ση μι­κρό­τε­ρη του 2012 και να μην ο­δη­γη­θού­με σε α­κραία φαι­νό­με­να α­πο­στα­θε­ρο­ποίη­σης.


Το αντίπαλο σχέδιο

Αυ­τές οι ε­ξε­λί­ξεις τρο­πο­ποιούν το συριζικό α­ντί­πα­λο σχέ­διο για έ­ξο­δο α­πό την κρί­ση; Πό­σο το ε­πη­ρεά­ζουν και προς ποια κα­τεύ­θυν­ση;


Οποιο­δή­πο­τε πρό­γραμ­μα α­πο­τε­λεί την ε­πι­κύ­ρω­ση και έκ­φρα­ση μιας κοι­νω­νι­κής συμ­μα­χίας. Το ση­μα­ντι­κό­τε­ρο σή­με­ρα εί­ναι ό­τι τα νέα μέ­τρα ο­δη­γούν σε ε­πέ­κτα­ση των φαι­νο­μέ­νων α­πο­διάρ­θρω­σης της κοι­νω­νι­κής συ­νο­χής, σε φαι­νό­με­να α­κραίας φτώ­χιας και ε­ξα­θλίω­σης. Τα κι­νή­μα­τα αλ­λη­λεγ­γύης αλ­λά και οι κοι­νω­νι­κοί θε­σμοί οι ο­ποίοι θα εκ­προ­σω­πή­σουν, μα­ζι­κά, τις α­παι­τή­σεις του κό­σμου της ερ­γα­σίας, εί­ναι πο­λύ πί­σω α­πό τις α­νά­γκες που υ­πάρ­χουν και θα προ­κύ­ψουν. Η βα­θύ­τα­τη ύ­φε­ση, η κοι­νω­νι­κή α­πο­διάρ­θρω­ση που συ­νε­πά­γε­ται, δη­μιουρ­γεί δυ­σκο­λίες στη συλ­λο­γι­κή δρά­ση και την ορ­γά­νω­σή της τις ο­ποίες πρέ­πει να σκε­φτού­με. Συν­θη­μα­τι­κά, αυ­ξά­νει μεν η ορ­γή του κό­σμου αλ­λά συ­νά­μα και η α­πελ­πι­σία. Από αυ­τή την πλευ­ρά, α­πο­τε­λεί με­γά­λη υ­πο­χώ­ρη­ση για τη συ­γκρό­τη­ση των – α­να­γκαίων και μό­νο – προϋπο­θέ­σεων για μια α­ρι­στε­ρή έ­ξο­δο α­πό την κρί­ση το γε­γο­νός ό­τι δεν προ­χώ­ρη­σε γρή­γο­ρα η με­τε­ξέ­λι­ξη του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, για να ε­ντά­ξει το νέο κό­σμο που τον προ­σέγ­γι­σε: έ­πρε­πε να έ­χει τε­λειώ­σει α­πό τον Ιού­λη. Από ε­κεί και με­τά μπο­ρού­με να πού­με και άλ­λα. Συ­νο­πτι­κά δύο. Πρώ­το, το πρό­γραμ­μα με­τάλ­λα­ξης τα ελ­λη­νι­κής οι­κο­νο­μίας σε πιο ε­ξω­στρε­φή έ­χει ο­δη­γή­σει σε α­πα­ξίω­ση και κα­τα­στρο­φή πα­ρα­γω­γι­κών δυ­να­το­τή­των, δια­δι­κα­σία η ο­ποία με τα νέα μέ­τρα θα συ­νε­χι­στεί και αυ­τό δη­μιουρ­γεί πρό­σθε­τες δυ­σκο­λίες, ει­δι­κά με το ση­μείο εκ­κί­νη­σης. Δεύ­τε­ρο, οι δια­μορ­φού­με­νες ε­ξε­λί­ξεις στην Ευ­ρώ­πη, πα­ρό­λο που δεν κι­νού­νται προς την «κα­λή πλευ­ρά», δί­νουν πε­ρισ­σό­τε­ρο χώ­ρο και «αυ­ξά­νουν» την κοι­νω­νι­κή ε­γκυ­ρό­τη­τα ε­νός προ­γράμ­μα­τος της ρι­ζο­σπα­στι­κής α­ρι­στε­ράς για έ­ξο­δο α­πό την κρί­ση.



http://www.epohi.gr/portal/oikonomia/11016-sss-sssss-s-sss

Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2012

Πολιτικά συμπεράσματα από την απόφαση της ΕΚΤ για την έναρξη του προγράμματος OMT


Πολιτικά συμπεράσματα από την απόφαση της ΕΚΤ
για την έναρξη του προγράμματος OMT

Συντομευμένη εκδοχή δημοσιεύθηκε στην ΑΥΓΗ, 2012.09.11

Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) για αγορές ομολόγων κρατών-μελών από τη δευτερογενή αγορά (δηλαδή από τις τράπεζες, τα αμοιβαία κεφάλαια και τα ασφαλιστικά ταμεία), χωρίς όριο, με στόχο τα επιτόκια δανεισμού να κινούνται σε «λογικά» επίπεδα, δεν αποτελεί «κεραυνό εν αιθρία»1. Η αναγκαιότητά της τέθηκε από το περσινό καλοκαίρι (2011) με αποκορύφωμα τον Αύγουστο, όταν αυξήθηκαν σημαντικά τα επιτόκια δανεισμού για την Ισπανία και την Ιταλία και πλέον ακόμη και συστημικοί οικονομολόγοι έθεσαν ως αναγκαιότητα ενός άλλου τύπου πολιτικής της ΕΚΤ2.
Η απόφαση αφορά μεν την αγορά βραχυχρόνιων ομολόγων διάρκειας ενός έως τριών ετών –ωστόσο πρακτικά καλύπτονται όλα τα ομόλογα (για παράδειγμα, στα επόμενα 3 χρόνια λήγουν περίπου 500δις ομολόγων της Ιταλίας και 200 δις της Ισπανίας τα οποία θεωρητικά, στη βάση της απόφασης, μπορούν να αποπληρωθούν με εκδόσεις ομολόγων έως τριετούς διάρκειας)3. Τα κράτη-μέλη που θα τυγχάνουν της υποστήριξης θα πουλάνε ομόλογα στις τράπεζες και στα ασφαλιστικά ταμεία και αυτά θα μπορούν να τα πουλάνε στην ΕΚΤ όταν αυτή αποφασίζει να παρέμβει. Θα παρεμβαίνει όταν διαπιστώνει ότι αυξάνει σημαντικά η απόδοση, δηλαδή πέφτει η αξία τους, αγοράζοντας τα για να κρατήσει σε επιθυμητά όρια τις αποδόσεις τους, δηλαδή την αξία τους. Ωστόσο δεν υπάρχει μηχανικός κανόνας που να καθορίζει για ποιο ύψος επιτοκίου θα παρεμβαίνει – θα αποφασίζει εκάστοτε. Και τα δύο, παρέμβαση όχι στη βάση κανόνων και μικρή διάρκεια, όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια έχουν τη σημασία τους.
Για να κρίνουμε την απόφαση χρειάζεται να εξετάσουμε ποιο πρόβλημα έρχεται να αντιμετωπίσει. Αυτό, δεν είναι η έξοδος από την «κρίση χρέους». Εύκολα προκύπτει ότι αποτυγχάνει να το επιλύσει. Ούτε φυσικά ο κ. Ντράγκι διαφωνεί με τη νεοφιλελεύθερη στρατηγική μεταλλαγής της Ευρώπης: ίσα-ίσα σε συνεντεύξεις του το καλοκαίρι έχει υπερθεματίσει στην αναγκαιότητα κατάργησης του κοινωνικού κράτους και των οικονομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων του κόσμου της εργασίας.
Ποιο πρόβλημα έρχεται να αντιμετωπίσει; Από πέρυσι τον Αύγουστο, όταν φάνηκε το αυξημένο κόστος δανεισμού της Ισπανίας και της Ιταλίας, το πρόβλημα που τέθηκε ήταν: αν η Ισπανία και η Ιταλία προχωρήσουν στα «μέτρα λιτότητας» θα οδηγηθούν σε οικονομική ύφεση με συνέπεια να υπάρξει φυγή κεφαλαίων, μείωση της αξίας των ομολόγων και αύξηση των επιτοκίων με τελική κατάληξη την έξοδό τους από τις αγορές (σημειώνουμε ότι μπορεί να αρκεί η προεξόφληση αυτής της τάσης για να δημιουργηθεί η γνωστή πλέον αλυσίδα των γεγονότων). Αυτή η εξέλιξη, για να περιοριστούμε μόνο στο ύψος του χρέους (κρατικό και τραπεζικό), δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί από την Ε.Ε. χωρίς τη «δύναμη πυρός» της ΕΚΤ ενώ συγχρόνως θέτει εν’ αμφιβόλω τη συνοχή της ευρωζώνης.
Επομένως οι όροι του προβλήματος είναι: από τη μία, καλοδεχούμενη η αναγκαία καθαρτήρια ύφεση για την εμβάθυνση του νεοφιλελευθερισμού αλλά, από την άλλη, χωρίς να συνοδευτεί από έξοδο από τις αγορές.
Η απόφαση της ΕΚΤ επιλύει το πρόβλημα για το σημαντικό χρονικό διάστημα που αφορά τη συγκυρία4, άλλωστε δεν ήταν στις «προθέσεις» της κάτι περισσότερο. Τα κράτη-μέλη που επιθυμούν να τύχουν της ευεργεσίας της ΕΚΤ πρέπει να δεσμευτούν σε «Μνημόνια» και να τα τηρούν. Ο «ηθικός κίνδυνος», οι κυβερνήσεις να μην τα εφαρμόσ(ζ)ουν, μειώνεται και λόγω της δέσμευσης της ΕΚΤ ότι οι παρεμβάσεις της θα συναρτώνται από την εφαρμογή των Μνημονίων, με την υψηλή εποπτεία του ΔΝΤ, και λόγω της μικρής διάρκειας των ομολόγων που αγοράζει–οι κυβερνήσεις θα βρεθούν σύντομα στην ανάγκη να τα αποπληρώσουν. Ωστόσο αυξάνεται ο εν λόγω κίνδυνος σε σχέση με το ελληνικό ή πορτογαλικό πρόγραμμα. Παρά το ότι θα είναι στη ευχέρειά της να λάβει ή όχι την απόφαση αγοράς ομολόγων δεν θα είναι εύκολη απόφαση η μη-αγορά. Καθώς θα συσσωρεύει ομόλογα, στο επόμενο διάστημα, στο χαρτοφυλάκιό της μία απόφαση τέτοια αφενός ακυρώνει την αξιοπιστία του προγράμματος αφετέρου μειώνει την αξία μέρους του χαρτοφυλακίου της και θέτει ζητήματα ανακεφαλαιοποίησής της. Με άλλα λόγια, επιτρέπει περισσότερους βαθμούς ελευθερίας στις πιθανές διεκδικήσεις των κινημάτων και επωμίζεται –καθιστώντας τους κοινούς ευρωπαϊκούς– τους πολιτικούς κινδύνους (πιθανούς και μελλοντικούς, ενώ η υπόθεση της Ιταλίας και της Ισπανίας είναι άμεση).
Η ανακοίνωσή της μπορεί να μεταφραστεί: «έχετε χρόνο, να προχωρήσετε άμεσα, χωρίς καθυστέρηση, στις μεταρρυθμίσεις χωρίς να φοβάστε τίποτα άλλο πέραν του πολιτικού κινδύνου. Τώρα είναι ξανά μία ώρα εμβάθυνσης της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής, πιο ορθά σχεδιασμένης».
Εν κατακλείδι, η απόφαση σηματοδοτεί επίσης τα εξής:
1) Την απομάκρυνση του κινδύνου διάλυσης της ευρωζώνης λόγω εξόδου από τις αγορές οικονομιών μεγέθους Ιταλίας ή Γαλλίας5 Ο μόνος κίνδυνος διάλυσης της Ευρωζώνης είναι οι «εθνικές αναδιπλώσεις» που προκαλούνται, σε βάθος χρόνου (του πυκνού χρόνου που ζούμε), ως σύστοιχα αποτελέσματα αυτής της ίδιας της νεοφιλελεύθερης διαδικασίας εμβάθυνσης της ενοποίησης της ευρωζώνης και μεταλλαγής του ευρωπαϊκού «κοινωνικού μοντέλου».
2) Αναδεικνύει τη γραμμή του ΔΝΤ ως κυρίαρχη: νεοφιλελεύθερη «αποδόμηση» του «ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου», με πιο ομαλούς ρυθμούς και αποφυγή της ανατροφοδότησης της ύφεσης λόγω της απομόχλευσης που προκαλεί η μαζική φυγή κεφαλαίων. Ο πολιτικός κίνδυνος καθίσταται κύριος6.
3) Ενισχύεται ο νέος ρόλος που έχει επιφορτιστεί το ΔΝΤ: αυτού του επόπτη μακροοικονομικών πολιτικών και προγραμμάτων προσαρμογής (χωρίς να εμπλέκεται σε πρόγραμμα χρηματοδότησης).
Συμπερασματικά, η απόφαση της ΕΚΤ ήταν αναμενόμενη, κινούμενη στο πλαίσιο της γραμμής που προκρίνει το ΔΝΤ για τη νεοφιλελεύθερη μεταρρύθμιση της Ευρώπης. Σε σχέση με τα προβλήματα που καλείται να λύσει είναι μία αναγκαία και ισορροπημένη απόφαση που ενδυναμώνει τη νεοφιλελεύθερη στρατηγική και μεταθέτει τα προβλήματα που αυτή συσσωρεύει στον χρόνο, ενώ τα γενικεύει στη μορφή και τον τρόπο επίλυσής τους. Ο χρόνος που δίνει είναι περιορισμένος, με ορατό τέρμα, αλλά σημαντικός για την έκβαση του πειράματος «κοινωνική μηχανική στην Ευρώπη».

Σπύρος Λαπατσιώρας
1 Το πρόγραμμα το οποίο θεσμοθέτησε η ΕΚΤ και στο οποίο εντάσσονται οι αγορές ομολόγων ονομάζεται «Άμεσες Νομισματικές Συναλλαγές» (Outright Monetary Transactions). Αναλυτικά η ανακοίνωση της ΕΚΤ και τα τεχνικά χαρακτηριστικά του προγράμματος βρίσκονται στη διεύθυνση http://www.ecb.int/press/pr/date/2012/html/pr120906_1.en.html
2 Ενδεικτικά Wyplosz C στις 8/8/2011. Στη διεύθυνση http://voxeu.org/article/eurozone-leaders-still-don-t-get-it.
3 Αναλυτικά στοιχεία για το Ιταλικό και Ισπανικό δημόσιο χρέος μπορεί κανείς να βρεί – δεν αποτελούν τα αναλυτικά στοιχεία «κρατικό απόρρητο» όπως στην Ελλάδα – στις διευθύνσεις http://www.tesoro.es/en/home/estadistica.asp και http://www.dt.tesoro.it/en/debito_pubblico/dati_statistici/.
4 Εδώ εννοούμε το γνωστό πλέον χαρακτηριστικό της διαδικασίας λήψης αποφάσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο για τη διαχείριση της κρίσης του 2008. Λαμβάνονται αποφάσεις όταν τα πράγματα φτάνουν σε οριακό σημείο ενώ αυτές οι αποφάσεις έχουν ορίζοντα λήξης της αποτελεσματικότητάς τους ορατό σε όλους. Το θέμα δεν μπορεί να αναπτυχθεί εδώ, θυμίζουμε μόνο ότι εκτός από τις διαμάχες μεταξύ των κυβερνήσεων των κρατών μελών υπάρχει και η διαμάχη για το ποιος θα αναλάβει τα βάρη των αποφάσεων μεταξύ κυβερνήσεων και ΕΚΤ. Πρέπει να λάβουμε υπόψη στην εκτίμηση της συγκυρίας τις διαμάχες και τα σχέδια που διαμορφώνονται για τη μορφή ομοσπονδοποίησης της Ευρώπης και τις διαφορετικές γραμμές που έχουν κατατεθεί για τη διαχείριση της κρίσης: συμβολικά οι αποκλίνουσες γραμμές ΔΝΤ και Γερμανίας.
5 Η συζήτηση περί «διάλυσης της ευρωζώνης» είναι σύνθετη, σε μεγάλο βαθμό έχει χαρακτηριστικά μετάθεσης των πραγματικών διακυβευμάτων και δεν μπορούμε εδώ να μπούμε σε αυτήν. Η απόφαση της ΕΚΤ σηματοδοτεί τις δυνατότητες αναβολής που υπάρχουν του «αναπόφευκτου τέλους» της ευρωζώνης. Ένα «τέλος» που έχει ανακοινωθεί τα τελευταία χρόνια πλειστάκις. Δι’ αυτής της σηματοδότησης παραπέμπει, έμμεσα, στους κοινωνικούς και πολιτικούς συσχετισμούς και δεσμεύσεις που υπόκεινται αυτού του υβριδικού μορφώματος (ούτε ομοσπονδιακό κράτος αλλά ούτε απλό σύνολο κρατών) που καλείται Ευρωζώνη.
6 Στη διαμάχη στο εσωτερικό των μηχανισμών λήψης αποφάσεων το ΔΝΤ με σειρά εκθέσεων και «διαρροών» έχει σηματοδοτήσει την αναγκαιότητα για ένα άλλο «μίγμα» πολιτικής σε σχέση με το ως τώρα ακολουθούμενο.

Κυριακή 19 Αυγούστου 2012

Που πάει η Ευρώπη;




Που πάει η Ευρώπη;
οργάνωση πρός την "ομοσπονδοποίησή" της)

Αυγή, 2012/08/19

Η απάντηση στο ερώτημα «που πάει η Ευρώπη;» απαιτεί την κατανόηση της στρατηγικής διαχείρισης της κρίσης του 2008 που διαμορφώνει τις ασκούμενες πολιτικές.
Η κρίση του 2008 βρήκε την Ευρώπη με ένα θεσμικό πλαίσιο το οποίο δεν αρκούσε για την εμπέδωση των πειθαρχιών του Συμφώνου Σταθερότητας. Ενώ η νεοφιλελεύθερη οργάνωση της ευρωζώνης αποσκοπούσε στη μεταφορά των πιέσεων στον κόσμο της εργασίας, αφαιρώντας του εισοδήματα και διαπραγματευτική ισχύ, οι άρχουσες τάξεις των κρατών μελών είχαν τη δυνατότητα αναβολής για άλλο χρόνο σημαντικών κοινωνικών και πολιτικών συγκρούσεων μέσω των ευκολιών που παρείχε ο χρηματοπιστωτικός τομέας. Οι ρυθμοί εμπέδωσης της νεοφιλελεύθερης πειθαρχίας ήταν υπαρκτοί μεν αλλά «χαμηλοί» και αναντίστοιχοι με ό,τι απαιτούταν από το «γράμμα» των κειμένων (για παράδειγμα, την περίοδο Σημίτη έγιναν σημαντικές ιδιωτικοποιήσεις και προσαρμογές της αγοράς εργασίας αλλά συγχρόνως αναβλήθηκε η αλλαγή στο ασφαλιστικό σύστημα μετά την ευρύτατη αντίδραση).
Η κρίση του 2008 έβαλε ένα τέλος στην προηγούμενη κατάσταση. Για τη διαχείριση των συνεπειών της είτε θα λαμβάνονταν μέτρα τα οποία θα έθεταν σε σοβαρότατη δοκιμασία τη νεοφιλελεύθερη ηγεμονία και οργάνωση της ευρωζώνης είτε θα επιταχυνόταν η εμπέδωση του νεοφιλελευθερισμού.
Από τις αρχές του 2009, οι άρχουσες τάξεις της Ευρώπης είδαν την κρίση ως ευκαιρία να αλλάξει το «ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο» και να διασωθεί ο νεοφιλελευθερισμός δια μέσου της εμβάθυνσής του και της επιτάχυνσης των αντίστοιχων μεταρρυθμίσεων. Στο ερώτημα ποιος θα πληρώσει τις συνέπειες της κρίσης η απάντηση ήταν ομόθυμη: ο κόσμος της εργασίας, μέσω της υποτίμησής του και σε ισχύ και σε εισοδήματα. Αυτός ο στόχος όμως συνεπάγεται σημαντικότατες κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις. Για να μπορούν οι κυβερνήσεις να το φέρουν σε πέρας χωρίς να βρεθούν σε ηθικό κίνδυνο να υποκύψουν στις απαιτήσεις των κατώτερων τάξεων καθώς θα αυξάνει η ένταση των κοινωνικών συγκρούσεων θα πρέπει να δρουν σαν να δίνουν μάχη σε περικυκλωμένο έδαφος.
Αυτή η στρατηγική στόχευση διέπεται από την ορθολογικότητα της διεξαγωγής ενός πολέμου, κοινωνικού πολέμου, που διεξάγεται εν ονόματι του μακροπρόθεσμου συμφέροντος των αρχουσών τάξεων της Ευρώπης. Κάθε κυβέρνηση σε κάθε χώρα μέλος αναλαμβάνει αν το φέρει σε πέρας με τη βοήθεια των υπολοίπων αρχουσών τάξεων.
Αυτή η βοήθεια έχει δύο χαρακτηριστικά. Πρώτον, σέβεται τον ηθικό κίνδυνο και επομένως σπρώχνει τα πράγματα στα άκρα ακόμη και με το κίνδυνο απαξίωσης των «ιπποτών της μεταρρύθμισης» που εκάστοτε κυβερνούν. Βέβαια οι πολιτικές αυτές δημιουργούν ύφεση, υψηλότερο δημόσιο χρέος, μεγάλη ανεργία και απορύθμιση της «κανονικής» λειτουργίας των αγορών χρήματος οι οποίες επιχειρούν να αμυνθούν στη διαφαινόμενη απώλεια αξιών από τις ασκούμενες πολιτικές αποσύροντας την εμπιστοσύνη της με συνέπεια να χειροτερεύει η οικονομική κατάσταση που έχει να διαχειριστεί η εκάστοτε κυβέρνηση και συνολικά η ευρωζώνη. Για αυτό το λόγο το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι η λήψη μέτρων τα οποία «φρενάρουν» την εξέλιξη της κρίσης πριν περάσει κάποια μη-διαχειρίσιμα όρια, όπως αυτά τίθενται στην εκάστοτε συγκυρία.
Εχει γίνει κοινός τόπος να κατηγορείται αυτή η στρατηγική για ανορθολογισμό εφόσον εντείνει τα υφεσιακά φαινόμενα και επομένως τα δημοσιονομικά προβλήματα τα οποία η ίδια θέτει ως στόχο να θεραπεύσει. Ωστόσο στο βαθμό που στοχεύει στην αλλαγή του ιστορικού ορίου των αναγκών των εργαζομένων ώστε να ξεκινήσει ένας νέος κύκλος συσσώρευσης με αυξημένη ισχύ και πλούτο για το κεφάλαιο, τόσο η κατηγορία περί αποτυχίας– έχει ήδη οδηγήσει σε υποτίμηση της εργασίας γενικά – όσο και η κατηγορία περί ανορθολογικότητας δεν ευσταθεί. Η απάντηση σε αυτές τις κατηγορίες του κ. Σόιμπλε πρόσφατα, δείχνει την ορθολογικότητα της πολεμικής τακτικής που ακολουθείται. Εν συντομία και παραφρασμένα υποστήριξε ότι τα βραχυχρόνια κόστη αυτής της πολιτικής (χρεοκοπίες κρατών, επιχειρήσεων, νοικοκυριών, ανεργία,…) αν μπουν στην ίδια ζυγαριά με τα μακροχρόνια οφέλη (υποτίμηση της εργασίας, αποδόμηση κοινωνικού κράτους, νέοι τομείς για επικερδείς τοποθετήσεις κεφαλαίου) η ζυγαριά γέρνει υπέρ του μακροχρόνιου οφέλους.
Φυσικά, ως στρατηγική πολέμου, φωτιάς, ενέχει όλα τα δυνατά ιστορικά αποτελέσματα – επομένως και τη διάλυση της ευρωζώνης στη μορφή που την ξέρουμε. Ωστόσο, η διάλυση της ευρωζώνης δεν είναι στην ημερήσια διάταξη, το αντίθετο. Ένα τέτοιο συμβάν δεν είναι αποτέλεσμα ενός αυστηρά οικονομικού μηχανισμού που λειτουργεί ως «φυσική μηχανή» αλλά και αποτέλεσμα πολιτικών αποφάσεων (ακριβώς επειδή δεν υπάρχει «σκέτη οικονομία» ανεξάρτητα από τους πολιτικούς και κοινωνικούς συσχετισμούς). Ένα τέτοιο συμβάν προϋποθέτει άλλες κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες από αυτές που έχουν διαμορφωθεί και ένα πολιτικό χρόνο αρκετό για να «ολοκληρωθούν» φαινόμενα εθνικής αναδίπλωσης ως «διεξόδου στην κρίση».
Αυτό που βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη είναι ο τρόπος και η μορφή που θα πάρει η ομοσπονδοποίηση της Ευρώπης ως αναγκαίο τμήμα των πολιτικών διαχείρισης των συνεπειών της κρίσης του 2008. Πρόκειται για όρο που πιστοποιείται συνεχώς από την ετοιμότητά που διαθέτει εν συνόλω η ευρωπαϊκή άρχουσα τάξη να αναλάβει, κατάλληλα εμβαπτισμένες στην τρέχουσα στρατηγική στόχευση, όλες τις δράσεις ώστε να προωθηθεί de facto ή de jure αυτή η διαδικασία.
Πρόκειται για μία αντιδραστική ενοποίηση με στρατηγικό πυρήνα την περαιτέρω υποτίμηση της εργασίας και την ανάπτυξη μηχανισμών που θα συμβάλουν στην παγίωση αυτού του ιστορικού αποτελέσματος.
Η συζήτηση περί διάλυσης της ευρωζώνης λόγω των ασκούμενων υφεσιακών πολιτικών, όπως έχω υποστηρίξει και παλιότερα στην Αυγή, αποτελεί μετάθεση της κύριας συζήτησης που διεξάγεται. Η κύρια διαμάχη όπως ενσαρκώνεται στα πρόσωπα από τη μία της Μέρκελ και από την άλλη των Ολάντ-Μόντι αφορά την οργάνωση της ομοσπονδοποίησης, τη σχέση των ρυθμών οργάνωσης πολιτικής, δημοσιονομικής και τραπεζικής ενοποίησης. Πρόκειται για μία διαμάχη η οποία δεν αγγίζει τον πυρήνα της μέχρι τώρα ευρωπαϊκής στρατηγικής, την υποτίμηση της εργασίας ίσα-ίσα η κάθε πλευρά διεκδικεί ότι προτείνει την καταλληλότερη μέθοδο υλοποίησής της.
Η πλευρά των Ολάντ, Μόντι ζητά μεγαλύτερο δημοσιονομικό χώρο για στήριξη των ρυθμών μεγέθυνσης υποσχόμενη ότι δε θα ενσκήψει στον ηθικό κίνδυνο υποχώρησης στα συμφέροντα των κατώτερων τάξεων αλλά θα ολοκληρώσει τη δημοσιονομική προσαρμογή αν και σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου. Πλέον οι άρχουσες τάξεις στη Γαλλία, όπως και στην Ισπανία και την Ιταλία νιώθουν τη ζέση των κοινωνικών και πολιτικών συγκρούσεων που καλούνται να εμπλακούν – με επιπρόσθετο δεδομένο ότι η ύφεση τον επόμενο χρόνο θα ενταθεί. Ωστόσο η στρατηγική δέσμευσή τους στη διεξαγωγή του κοινωνικού πολέμου εις βάρος της εργασίας, έστω και με χαλαρότερους ρυθμούς, θέτει ευδιάκριτα όρια και στις δυνατότητες διεκδίκησης μίας διαφορετικής κατεύθυνσης ομοσπονδοποίησης όσο στην υιοθέτηση πολιτικών που θα δώσουν τώρα, πριν ολοκληρωθεί ένας κύκλος συμπίεσης του κόσμου της εργασίας, προοπτικές ανάπτυξης και μείωσης της ανεργίας στην ευρωπαϊκή οικονομία.
Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες μπορούν να περιμένουν μία έξοδο από την κρίση μόνο υπό τον όρο διαμόρφωσης μίας ευρωπαϊκής ατζέντας που θα διευρύνει την ισχύ και τα εισοδήματα του κόσμου της εργασίας και ανόδου της αριστεράς ως αντιπροσώπου στο πολιτικό πεδίο αυτής της ατζέντας – μαζί με ό,τι συνεπάγεται ή προϋποτίθεται για μία τέτοια αλλαγή στρατηγικής σύλληψης.
Σπύρος Λαπατσιώρας
16 Αυγούστου 2012

http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=708202

Τετάρτη 4 Ιουλίου 2012

Για τα αποτελέσματα της Συνόδου Κορυφής 28/9 Ιουνίου 2012



Για τα αποτελέσματα της
Συνόδου Κορυφής 28/9 Ιουνίου 2012

Αυγή. Ημερομηνία δημοσίευσης: 04/07/2012
                                                     http://archive.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=699451

Η Σύνοδος Κορυφής είχε δύο σημαντικά ζητήματα να αντιμετωπίσει.
Το πρώτο ήταν τα προβλήματα χρηματοδότησης που αντιμετωπίζουν η Ιταλία και η Ισπανία (δημόσια οικονομικά και τραπεζικό σύστημα) λόγω της πολιτικής επιτάχυνσης της αποδιάρθρωσης του «ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου» που ακολουθείται στην Ευρώπη. Πρόκειται για προβλήματα, τα οποία όπως είχε γίνει κατανοητό από τον Αύγουστο του 2011, δεν μπορούσαν να αντιμετωπιστούν με τους υπάρχοντες μηχανισμούς χρηματοδότησης (EFSF, προγράμματα αγορά ομολόγων από την ΕΚΤ, ELA). 
 
Το δεύτερο ήταν ό,τι σηματοδοτεί το ποσοστό που συγκέντρωσε η Αριστερά στην Ελλάδα στις εκλογές της 6 Μάη και 17ης Ιούνη και την ταχεία πολιτική απονομιμοποίηση των κυβερνήσεων στην Ευρώπη που στηρίζουν τις πολιτικές εσωτερικής υποτίμησης. Με άλλα λόγια το κίνδυνο μετάδοσης της αλλαγής του πολιτικού συσχετισμού δυνάμεων και την τοποθέτηση κεντρικών διλημμάτων σε σχέση με τη διαχείριση της κρίσης που θα έθεταν σε δοκιμασία τα «κοινωνικά συμβόλαια» που στηρίζουν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές σε όλες τις χώρες της Ευρώπης.
Η βασική αρχή που δέσποσε το προηγούμενο διάστημα, «κάθε χώρα θα κοιμηθεί όπως έστρωσε» και η όποια εξωτερική βοήθεια στις ανάγκες χρηματοδότησής της θα συνοδεύεται από τη μορφή ενός μνημονίου «μεταρρυθμίσεων» και κατάλληλων μηχανισμών ελέγχου – τόσο για το πρώτο όσο και για το δεύτερο ζήτημα – οδηγήθηκε στα όριά της: να πάψει να είναι αποτελεσματική σε σχέση τους στόχους που έχουν τεθεί.
Η απόφαση της Συνόδου Κορυφής, το σκέλος που αφορά το τραπεζικό σύστημα, σηματοδοτεί μία τομή στις πολιτικές διαχείρισης της κρίσης. Με το γνώριμο τρόπο που παίρνονται αποφάσεις το τελευταία δύο χρόνια, όταν αγγίζεται ένα οριακό σημείο, ενσωματώνονται «ασύμβατες» μέχρι τώρα αρχές (στη συγκεκριμένη περίπτωση της από κοινού ανάληψης και εγγύησης των χρεών, εδώ των τραπεζικών) αλλά με τέτοια μορφή ώστε ο στρατηγικός στόχος (εμβάθυνση του νεοφιλελευθερισμού να συνεχίσει να υπηρετείται).
Η απόφαση της Συνόδου, σπάζει το δεσμό «εθνικό δημόσιο χρέος και ανάγκες εθνικών τραπεζών» και καθιστά αμοιβαίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο τις ανάγκες κεφαλαιοποίησης των τραπεζών κάθε κράτους μέλους. Έτσι ο αδύνατος κρίκος, που οδήγησε και στην κρίση του 2008, συνεχίζει να διατηρείται εν ζωή αλλά δε φαίνεται ότι θα αποτελέσει και όχημα χρηματοδότησης των οικονομιών εφόσον για κάτι τέτοιο απαιτούνται και άλλα πλην της κάλυψης των αναγκών κεφαλαιοποίησης (που έχουν την αιτία τους και στις επισφάλειες και στην πτώση των αξιών των τίτλων που δημιουργεί η πολιτική εσωτερικής υποτίμησης, αλλά και στο μάνατζμεντ με βάση ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια).
Πλέον οι τράπεζες ενός κράτους μέλους δε θα χρηματοδοτούνται από το ίδιο το κράτος (με αύξηση του δημοσίου χρέους του) αλλά από όλα τα κράτη μέλη, διασπείροντας τις δημοσιονομικές πιέσεις σε όλη την έκταση της Ευρώπης. Με άλλα λόγια διαχωρίζονται οι ανάγκες χρηματοδότησης του τραπεζικού συστήματος από τις ανάγκες του δημοσίου τομέα και κατά συνέπεια η διαχείριση της κρίσης αποκτά περισσότερους βαθμούς ελευθερίας. Απέναντι στο ενδεχόμενο – και υπαρκτό κίνδυνο – να υποχωρήσουν οι κυβερνήσεις από τη δέσμευσή τους στις πολιτικές εσωτερικής υποτίμησης προβλέπεται ότι θα υπογράφονται «μνημόνια κατανόησης» και θα συμμετέχει στους μηχανισμούς κατάρτισης και ελέγχου της υλοποίησης των όρων των μνημονίων η ΕΚΤ.
Βέβαια οι λεπτομέρειες του νέου μηχανισμού μένουν να καθορισθούν ωστόσο, η ανάθεση αυτού του ρόλου στην ΕΚΤ, πέραν του γεγονότος ότι τη φέρνει πιο κοντά στο ρόλο δανειστή σε ύστατης ανάγκης, έχει και ένα άλλο αποτέλεσμα. Η ΕΚΤ είναι ένας μηχανισμός αδιαφανής, με θεσμικά κατοχυρωμένο το νεοφιλελευθερισμό (στόχος της μόνο η αποφυγή πληθωρισμού και όχι η άσκηση πολιτικής για μείωση της ανεργίας), μη-δημοκρατικό (για παράδειγμα δεν είναι υπόλογη στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, ούτε μπορούν να αντικατασταθούν τα ανώτατα στελέχη της). Πρόκειται για ένα «πιο αμόλυντο» όργανο από τις πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις που αντιμετωπίζουν οι εθνικές κυβερνήσεις, το οποίο αποκτά μεγαλύτερη εξουσία μέσω της δυνατότητας που προδιαγράφεται να θέτει όρους και να ελέγχει την υλοποίησή τους, και κατά συνέπεια αναλαμβάνοντας μέρος της πίεσης που ασκείται στις εθνικές κυβερνήσεις που ως τώρα έθεταν ή αποδέχονταν όρους (π.χ. Γερμανία, Ελλάδα).
Στο κείμενο πέραν ενός πολύ μικρού ποσού - και γι’ αυτό αναποτελεσματικού - για αναπτυξιακά μέτρα δεν διαφαίνεται μία άλλη προσέγγιση που θα σπάσει τον κύκλο της εσωτερικής υποτίμησης.
Η γνώριμη μετάθεση των αντιθέσεων για μία άλλη Σύνοδο Κορυφής σε μία συγκυρία που θα έχουν διευρυνθεί και ενταθεί τα ζητήματα που τίθενται, η συνέχιση του πολέμου των αρχουσών τάξεων ενάντια στις κοινωνίες της Ευρώπης, σηματοδοτεί το πλαίσιο της απόφασης της Συνόδου.

Στο Rednotebook δημοσιεύεται μία άλλη εκδοχή του κειμένου.
http://rnbnet.gr/details.php?id=6187?id=6187
Σπύρος Λαπατσιώρας

Σάββατο 30 Ιουνίου 2012

Σημείωση- σχόλιο για τα αποτελέσματα της Συνόδου Κορυφής 28/9 Ιουνίου 2012


Σημείωση- σχόλιο για τα αποτελέσματα της
Συνόδου Κορυφής 28/9 Ιουνίου 2012

 Rednotebook, 2012/06/30
http://rnbnet.gr/details.php?id=6187?id=6187



1) Το κοινό πρόβλημα που υπόκειται των αποφάσεων της Συνόδου Κορυφής δεν είναι η «διάσωση του ευρώ και της ευρωζώνης», αλλά ο πολιτικά εφικτός τρόπος αλλαγής του «ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου». Οι πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα σηματοδότησαν το τέλος της μορφής που είχε ως τώρα η διαχείριση της κρίσης στην Ευρωζώνη. Η αδυναμία της κυβέρνησης Μόντι να ακολουθήσει μία παρόμοια τροχιά με την κυβέρνηση της Ελλάδας είχε προεξοφληθεί από τις εκλογές της 6ης Μάη και τις δημοτικές εκλογές της Ιταλίας.
Συγχρόνως, ο κύκλος ύφεση -> αδυνάτισμα τραπεζών -> χρέος οδήγησε σε υψηλά επίπεδα επιτοκίων την Ισπανία και την Ιταλία. Αυτά τα δύο, πολιτικός κίνδυνος διάδοσης του ελληνικού φαινομένου και ο κύκλος ύφεσης-αναγκών χρηματοδότησης (τραπεζών και δημοσίου) απαιτούσε μία άλλη προσέγγιση, η αναγκαιότητα της οποίας είχε ήδη αρχίσει να διαφαίνεται από τον Αύγουστο του 2011.

2) Η απόφαση της Συνόδου Κορυφής αποτελεί άλλη μία απόφαση όπου ο στρατηγικός στόχος (η εμβάθυνση του νεοφιλελευθερισμού) υπηρετεί τις ανάγκες που δημιουργεί, ενσωματώνοντας, με κατάλληλη για το στόχο μορφή, «ασύμβατες» μέχρι τώρα αρχές (όπως είναι η από κοινού εγγύηση χρέους των κρατών μελών).

Η απόφαση της Συνόδου σπάζει το δεσμό «εθνικό δημόσιο χρέος και ανάγκες εθνικών τραπεζών» και καθιστά αμοιβαίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο τις ανάγκες κεφαλαιοποίησης των τραπεζών κάθε κράτους μέλους. Αυτή η απόφαση συνιστά, αφενός μεν, μία αναγνώριση της ανάγκης της από κοινού ανάληψης και εγγύησης των χρεών (στη συγκεκριμένη περίπτωση των εθνικών τραπεζικών συστημάτων), αφετέρου δε, μία αλλαγή στη μορφή με την οποία θα ασκείται ο μηχανισμός της χρηματοδότησης. Μέχρι τώρα, ο μηχανισμός αυτός απαιτούσε την εκπλήρωση συγκεκριμένων όρων -conditionality- για τη συνέχιση της χρηματοδότησης και υπογραφόταν είτε μεταξύ της εκάστοτε κυβέρνησης και της τρόικα είτε, πιο περιορισμένα, μεταξύ του EFSF/ESM και τη εκάστοτε κυβέρνησης.

Τώρα, αντί να υπάρχει μία τρόικα και ένα μνημόνιο το οποίο θα δεσμεύει με αυστηρό τρόπο κάθε κράτος μέλος για να καλυφθούν εν συνόλω οι ανάγκες χρηματοδότησής του, ο νέος μηχανισμός θα είναι πιο ευέλικτος. Διαχωρίζονται, έτσι, οι ανάγκες χρηματοδότησης του τραπεζικού συστήματος από τις ανάγκες του δημοσίου. Ο μηχανισμός εποπτείας μεταφέρεται στην ΕΚΤ και γίνεται πιο ευέλικτος (τους προηγούμενους δύο μήνες έχουν κυκλοφορήσει πολλά σχέδια για το πώς θα μπορούσε η ΕΚΤ, με κατάλληλους μηχανισμούς ελέγχου, να απαιτεί συμμόρφωση ακόμη και σε εβδομαδιαία βάση, ενώ ακόμη θυμόμαστε την επιστολή στον Μπερλουσκόνι για τα μέτρα που θα έπρεπε να πάρει ώστε να συνδράμει η ΕΚΤ στις ανάγκες της αγοράς ιταλικών ομολόγων).

Με δεδομένη την ύφεση που προκαλούν οι πολιτικές λιτότητας και την επίδραση που έχει αυτή στις ανάγκες χρηματοδότησης τόσο του τραπεζικού όσο και του δημοσίου τομέα, η νέα μορφή ελέγχου και πιστοποίησης των καλών πολιτικών μεταφέρεται σε ένα μηχανισμό ο οποίος είναι πιο αδιαφανής, με θεσμικά κατοχυρωμένο το νεοφιλελευθερισμό (ο στόχος της ΕΚΤ είναι μόνο ο πληθωρισμός), μη-δημοκρατικό (για παράδειγμα, δεν είναι υπόλογη στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, ούτε μπορούν να αντικατασταθούν τα ανώτατα στελέχη της). Όπως τουλάχιστον φαίνεται να προκρίνει η απόφαση της Συνόδου Κορυφής, αντίβαρο στις συμφωνίες που θα τίθενται προς υπογραφή και υλοποίηση (σε πιο συχνή βάση από ό,τι συνέβαινε με αυτές της τρόικα),  θα είναι η δεινή κατάσταση των τραπεζών των ευρωπαϊκών κρατών, η ίδια δε η απόφαση δημιουργεί κοινή ευρωπαϊκή μορφή εγγύησης και ανάληψης χρέους. Με άλλα λόγια, ο ήδη συγκεντρωμένος συστημικός κίνδυνος και η μεγαλύτερη διάχυσή του, μέσω της συγκέντρωσής του σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αποτελεί ένα στοιχείο που καθορίζει το εύρος που μπορεί να πάρει η πολιτική αντιπαράθεση μεταξύ των κρατών-μελών και η ίδια η επιχείρηση εμβάθυνσης του νεοφιλελευθερισμού.

3) Στην Σύνοδο Κορυφής δεν υπάρχει νίκη της Ισπανίας και της Ιταλίας επί της Γερμανίας. Το τραπεζικό σχέδιο που ανακοινώνει η απόφαση είναι σχέδιο που συζητείται αρκετό καιρό. Ας σκεφτούμε απλά: οι πολιτικά αδυνατισμένες νεοσύστατες κυβερνήσεις της Ισπανίας και της Ιταλίας (σύντομα απονομιμοποιημένες από τις συνέπειες της πολιτικής τους) έπρεπε να εξασφαλίσουν χρηματοδότηση χωρίς συνθήκες Ελλάδας, για να ενισχύσουν το όποιο πολιτικό κύρος τους - αλλιώς θα απονομιμοποιούνταν ταχύτατα, εντός εβδομάδων. Η σκηνή της «σύγκρουσης» απαιτείται πολιτικά, ώστε να μη φανεί ότι οι κυβερνήσεις αυτές υποκύπτουν σε εξωτερικούς όρους. Η μορφή (εποπτεία της ΕΚΤ) βοηθά σε αυτό, εφόσον οι όροι που θα τίθενται θα είναι πιο «σκοτεινοί». Άλλωστε προβλέπεται από την απόφαση της Συνόδου Κορυφής, ότι οι όροι που θα τίθενται για τη χρηματοδότηση, στο μνημόνιο κατανόησης που θα υπογράφεται, θα εξειδικεύονται είτε σε επίπεδο επιχείρησης είτε κλάδου είτε συνόλου οικονομίας, και θα επιβραβεύονται τα «καλά παιδιά».

4) Η συμφωνία έχει διάφορα αδύνατα ή σκοτεινά σημεία. Πρώτο: προβλέπεται χρόνος για να τεθεί σε εφαρμογή. Δεύτερο: προβλέπεται εξειδίκευση των όρων που δεν είναι δεδομένη (π.χ., με τι πλαίσιο εκκαθαρίζονται οι τράπεζες, ποιες θα είναι οι λεπτομέρειες των μνημονίων και των όρων χρηματοδότησης, πώς ακριβώς θα γίνεται ο έλεγχος, με ποιες κυρώσεις κλπ). Τρίτο: δίνει αρκετές λειτουργίες στο ESM χωρίς να έχει την αντίστοιχη χρηματοδότηση (και να σκεφτούμε ότι σε αυτό θα συνεισφέρουν και χώρες όπως η Ελλάδα). Η εμπλοκή της ΕΚΤ στο μηχανισμό αυτόν δεν είναι σαφής.

5) Ο ρόλος της ΕΚΤ αναβαθμίζεται και η ίδια συγκεντρώνει μεγάλη εξουσία. Αποκτά χαρακτηριστικά δανειστή ύστατη ανάγκης. Ως μη δημοκρατικό όργανο με υπερεξουσίες, μπορεί να θέτει όρους για την ανακεφαλαιοποίηση και την ενίσχυση του εθνικού τραπεζικού συστήματος, αναλαμβάνοντας μέρος της πίεσης που ασκείται στις εθνικές κυβερνήσεις που ως τώρα έθεταν όρους (π.χ. Γερμανία)

6) Η πίεση σε Ισπανία και Ιταλία θα αλλάξει μορφή και θα συνεχιστεί. Η ύφεση, η οποία προκαλείται από τις πολιτικές λιτότητας, θα συνεχίζει να δημιουργεί τα αποτελέσματά της.

Να σημειώσουμε εδώ ότι δεν είναι εντελώς καινούργιο το σημείο της απόφασης για αγορά ομολόγων από το ESM. Οι αγορές ομολόγων στην πρωτογενή και δευτερογενή αγορά έχουν γίνει από το EFSF με μνημόνιο κατανόησης που έχει λιγότερο αυστηρούς όρους από ένα πρόγραμμα α λα τρόικα. Επίσης, η ενίσχυση του ρόλου του EFSF/ESM στην αγορά ομολόγων μπορεί να σημαίνει μείωση της εμπλοκής της ΕΚΤ. Δεν είναι σαφές τι σημαίνει αυτό το σημείο της απόφασης.

7) Η μορφή και ο ακριβής μηχανισμός εποπτείας του τραπεζικού συστήματος είναι αρκετά σημαντικά και δεν εξειδικεύονται.

8) Τα 130 δις. για το «αναπτυξιακό πακέτο» είναι αστεία τόσο λόγω διάρκειας της διαδικασίας εκταμίευσής τους, όσο και ως προς το ύψος του πακέτου για την αντιμετώπιση της ύφεσης. Είναι σχεδόν σίγουρο ότι η ύφεση που δημιουργεί η λιτότητα θα συνεχίσει να κάνει τον κύκλο της

Τρίτη 17 Απριλίου 2012

Η νεοφιλελεύθερη μεταμόρφωση των ευρωπαϊκών κοινωνιών

Η νεοφιλελεύθερη μεταμόρφωση των ευρωπαϊκών κοινωνιών
 Η ΣΤΟΧΕΥΣΗ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΡΧΩΝ ΤΑΞΕΩΝ ΚΑΙ 
ΟΙ ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΕΝΕΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΕΙΣ

Συνέντευξη από τον Π. Κλαυδιανό στην εφημερίδα ΕΠΟΧΗ
Κυριακή, 15 Απριλίου 2012

 Η κρίση του 2008 βρίσκεται πάντα σε ενεργό πορεία και το δείγμα γραφής της πολιτικής διαχείρισής της είναι απολύτως επαρκές για σοβαρότερα συμπεράσματα. Πρόκειται για μια ιστορικών διαστάσεων επιχείρηση μεταμόρφωσης των ευρωπαϊκών κοινωνιών με βάση το νεοφιλελεύθερο πρόταγμα, με την εμβάθυνσή του. Σχέδιο που υλοποιείται και λόγω της κρίσης και με την ευκαιρία της κρίσης. Ο καπιταλισμός αυτό το μπορεί, υπό την αίρεση ο παράγοντας των κοινωνικών αντιστάσεων και συγκρούσεων να εξακολουθήσει να είναι ασθενής, πράγμα που τώρα όμως αλλάζει. Η είσοδος της Ισπανίας στη ζώνη κινδύνου πρώτου βαθμού είναι ένας ακόμη παράγοντας. Ο Σπύρος Λαπατσιώρας σε συνέντευξή του αναλύοντας όλα αυτά επιχειρεί να συναγάγει μερικά συμπεράσματα που υπερβαίνουν την συγκυρία.

Τη συνέντευξη πήρε
ο Παύλος Κλαυδιανός

Σε ένα άρθρο σου πρόσφατα στην «Αυγή» υποστήριζες την άποψη ότι στην ΕΕ σήμερα υλοποιείται το «αίτημα» μιας μείζονος καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, η οποία επιχειρεί να διασώσει το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα εμβαθύνοντάς το. Δεν πρόκειται για «λάθος», «καταστροφική πολιτική».

Κατ’ αρχήν να διευκρινίσω το εξής. Η στρατηγική που ακολουθείται, όπως κάθε πολιτική βίαιης αλλαγής των κοινωνικών συσχετισμών, ενέχει όλα τα ενδεχόμενα, τα οποία εξαρτώνται από τα διακυβεύματα που τίθενται και τους κοινωνικούς συσχετισμούς που διαμορφώνονται. Δεν πρόκειται όμως για μια στρατηγική η οποία ενέχει ως οικονομική νομοτέλεια, ως αναγκαιότητα, την καταστροφή των οικονομιών/κοινωνιών, τη διάλυση της ευρωζώνης, τον πόλεμο. Αντί να συλλάβουμε την κρίση και τις πολιτικές διαχείρισής της ως καταστροφικά γεγονότα για τη δυνατότητα του καπιταλισμού να αναπαράγεται, νομίζω ότι είναι πιο ορθό, θεωρητικά και πολιτικά, να σκεφτόμαστε την τρέχουσα κατάσταση ως επιχείρηση επανοργάνωσης της διαδικασίας καπιταλιστικής αναπαραγωγής με νέες ταξικές και κοινωνικές συμμαχίες. Διαδικασία, η οποία προφανώς είναι βίαιη, αστάθμητη ως προς τα αποτελέσματά της και συνεπάγεται μεγάλες κοινωνικές συγκρούσεις, οι οποίες έχουν αρχίσει να ξεδιπλώνονται. Συγχρόνως, είναι διαδικασία που διέπεται από μια ορθολογικότητα η οποία μορφοποιείται και συγκροτείται καθώς εκδιπλώνεται. Εφόσον αντιληφθούμε αυτή τη στρατηγική ως ορθολογική, τότε τόσο τα ζητήματα αναδιοργάνωσης των κοινωνικών συμμαχιών στην οποία στοχεύει όσο και τα μη αναμενόμενα αποτελέσματά της, τα οποία ενδέχεται να είναι καταστροφικά μπορούν να μπουν σε μια τάξη διαφορετική από αυτήν του «καταστροφισμού».
Πρόκειται για μια ιστορικών διαστάσεων επιχείρηση μεταμόρφωσης των ευρωπαϊκών κοινωνιών, επιτάχυνσης και εμβάθυνσης της αποδόμησης του «ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου», διαδικασία που ήδη βρισκόταν σε αργή και με προσκόμματα εξέλιξη την περίοδο πριν την κρίση. Δεν υποστηρίζω ότι διαγράφεται η λέξη «καταστροφή» από περιγραφές όψεων της κρίσης. Προφανώς είναι καταστροφική για την οργάνωση και τις ίδιες τις δυνατότητες ζωής τμημάτων της κοινωνίας: εργαζομένων, συνταξιούχων, ανέργων, νέων, μικροεπιχειρηματιών. Προφανώς είναι καταστροφική για τις ως τώρα παραδεδομένες μορφές αναπαράστασης και διαμόρφωσης οριζόντων για τις ζωές μας σε αυτό το μέρος του πλανήτη. Προφανώς, επίσης, επιχειρείται να σαρωθούν θεσμικά αποκρυσταλλωμένοι κοινωνικοί συσχετισμοί, οι οποίοι δεν είναι ενεργώς κοινωνικά έγκυροι. Όλα αυτά δείχνουν ένα πόλεμο που διεξάγουν οι ανώτερες τάξεις στην Ευρώπη με στοίχημα όχι το παρόν, τη βραχυπρόθεσμη κοινωνική ειρήνη και τους βραχυπρόθεσμους στόχους κερδοφορίας των ατομικών κεφαλαίων αλλά τα μακροπρόθεσμα κέρδη από το νέο θαυμαστό κόσμο που θα ανατείλει και την οργάνωση που αυτός θα έχει.

Αυτό γίνεται λόγω της κρίσης ή με ευκαιρία την κρίση;
Υπάρχουν πολλοί λόγοι που συντρέχουν στη διαμόρφωση αυτής της πολιτικής διαχείρισης της κρίσης. Εν συντομία, και λόγω κρίσης και με ευκαιρία την κρίση.
Λόγω κρίσης. Η κρίση του 2008 είναι συστημική κρίση. Το ξεπέρασμά της απαιτεί αλλαγή κοινωνικών συμμαχιών, αλλαγή του υποδείγματος «ρύθμισης» της καπιταλιστικής αναπαραγωγής και της διεθνούς οργάνωσής της. Αυτό δεν αφορά μόνο την Ευρώπη. Ειδικά στην Ευρώπη οι ηγεμονικές τάξεις, λόγω της αρχιτεκτονικής της, οδηγούνται σε μια πολιτικής διαχείρισης της κρίσης με πολύ μικρά περιθώρια χειρισμών για κατάλληλη οργάνωση κοινωνικών συμμαχιών - αν υπήρχε η πρόθεση για τέτοιους χειρισμούς, που δεν υπάρχει - και συνδέεται με το δεύτερο λόγο: με ευκαιρία την κρίση.
Η κρίση αδυνατίζει τις αντιστάσεις των υποτελών τάξεων. Απουσιάζει το «αντίπαλο δέος» που θα μπορούσε να εμποδίσει την επιχείρηση γρήγορης και εκτεταμένης ανατροπής των δεδομένων, τα οποία έχουν διαμορφωθεί ιστορικά στην Ευρώπη. Στο ερώτημα «ποιος θα πληρώσει την κρίση;» κοινωνικά έγκυροι συνομιλητές είναι, ακόμη, μόνο εκπρόσωποι του κόσμου του κεφαλαίου. Η απουσία ισχυρού συνδικαλιστικού κινήματος και η αδύναμη, ακόμη, ευρωπαϊκή αριστερά είναι κύριοι όροι που κάνουν τα συμφέροντα των υποτελών τάξεων να μην εκπροσωπούνται. Με άλλα λόγια, όταν χαράχθηκε αυτή η στρατηγική, τίποτα δεν φαινόταν ότι μπορούσε να αντισταθεί: η απαξίωση ατομικών κεφαλαίων, «κοινωνικών συμβολαίων», εργαζομένων και πολιτικού προσωπικού μπορούσε να διεξαχθεί επιτυχώς, παρέα με τους φόβους που συνοδεύουν κάθε κήρυξη πολέμου. Από μια άλλη οπτική, τίθεται ένα ζήτημα χρόνου για να εκτιμήσουμε τις πιθανές διακλαδώσεις αυτής της στρατηγικής. Μέχρι να διαμορφωθούν αποτελεσματικές αντιστάσεις, υπάρχει αρκετός χρόνος για τις ηγεμονικές τάξεις, ώστε να ολοκληρώσουν τη στρατηγική αναδιανομής του πλούτου και της εξουσίας και να διαμορφώσουν νέους ταξικούς συσχετισμούς, οι οποίοι θα αποτελούν δεδομένο για κάθε μετέπειτα εξέλιξη.

Η πολιτική που ασκείται - παραδέχονται πλέον και οι ίδιες οι ηγεμονικές τάξεις που τη σχεδιάζουν - βρίσκεται σε κόπωση. Αν πέρα από τους τεχνοκρατικούς φαύλους κύκλους που παράγει, βρεθεί και μπροστά σε μια διογκούμενη κοινωνική και πολιτική αντίσταση, δεν εμπεριέχει και την ισχυρή πιθανότητα ρήξης των τωρινών ισορροπιών; Η Ισπανία δεν είναι Ελλάδα.
Η Ισπανία και τα προβλήματα χρηματοδότησης που αντιμετωπίζει, εξαντλούν τις δυνατότητες των υπαρχόντων μηχανισμών χρηματοδοτικής στήριξης (EFSF, ESM, IMF). Οι υφεσιακές πολιτικές που ακολουθούνται και τα προβλήματα του τραπεζικού τομέα, για να περιοριστούμε σε αυτά, μπορούν να την οδηγήσουν εκτός αγορών μέσα στο 2012. Όπως και στις άλλες περιπτώσεις, πρέπει να περιμένουμε παρέμβαση της ΕΚΤ, μάλλον με νέο πρόγραμμα δανεισμού του τραπεζικού τομέα, ώστε να μην τεθεί εκτός αγορών. Η υπαγωγή της σε ένα μερικό μηχανισμό χρηματοδότησης, όχι σαν αυτούς της Ελλάδας και των άλλων χωρών, ώστε να δημιουργήσει την απαραίτητη πειθαρχία στο εσωτερικό της Ισπανίας, επίσης επίκειται. Οι κοινωνικές και πολιτικές αντιστάσεις αποτελούν κρίσιμο παράγοντα μπλοκαρίσματος ή όχι της στρατηγικής που ακολουθείται και πρέπει να πάρουμε υπόψη τις εξελίξεις τόσο στην Ιταλία όσο και στη Γαλλία.
Στην Ιταλία, επίσης, πρέπει να περιμένουμε την προσφυγή του Μόντι σε ένα μερικό μηχανισμό χρηματοδότησης, πάλι για λόγους πειθάρχησης του πολιτικού προσωπικού στη στήριξη του προγράμματος που εφαρμόζει, καθώς η κοινωνική δυσαρέσκεια και οι αντιστάσεις θα αναπτύσσονται και θα αδυνατίζουν την πολιτική στήριξή του. Στη Γαλλία, μάλλον το κύριο ζήτημα δεν είναι η πιθανή νίκη του Ολάντ, ο οποίος δεν έχει, τώρα, ένα πρόγραμμα αλλαγής της ατζέντας, αλλά ότι τα ζητήματα που θα κληθεί να αντιμετωπίσει η γαλλική κοινωνία μετά τις εκλογές είναι επί της ουσίας εκτός προεκλογικής ατζέντας. Η πίεση των αγορών θα αφορά και τη Γαλλία μετά τις εκλογές, όταν αυτά τα ζητήματα μπουν στο τραπέζι. Όλα δείχνουν ότι το 2012 εγκυμονεί έντονες συγκρούσεις και πιθανές αλλαγές. Οι αναπτυσσόμενες κοινωνικές αντιστάσεις, παρόλο που το επίπεδο οργάνωσής τους και έκφρασή τους στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό δεν είναι ακόμη αυτές που απαιτούνται για αλλαγή της πολιτικής ατζέντας, πάνε μαζί με το γεγονός ότι σε μια πλειάδα κρατών-μελών αναπτύσσονται αγώνες που εγγράφουν πλέον στη συγκυρία την πιθανότητα μιας Ευρωπαϊκής Άνοιξης.
Ωστόσο, δεν πρέπει να υποτιμήσουμε τις δυνατότητες των ηγεμονικών τάξεων, μετάθεσης των άμεσων αποτελεσμάτων που ενέχουν για τη σταθερότητα του συστήματος. Για παράδειγμα, ως τώρα έχουμε δει διάφορα επεισόδια όξυνσης που δημιουργούν οι ευρωπαϊκές πολιτικές. Από τον Αύγουστο έχει τεθεί το ζήτημα διακοπής της χρηματοδότησης της Ισπανίας και της Ιταλίας, ενώ η συζήτηση άρχισε να αφορά και τη Γαλλία. Η διαμάχη μεταξύ του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος και της ΕΚΤ για την αντιμετώπιση της κατάστασης κατέληξε στην υποχώρηση της ΕΚΤ και στο πρόγραμμα LTRO, δανεισμού σχεδόν 1τρισ. στις τράπεζες για στήριξη κυρίως των αγορών ομολόγων. Μέσω αυτού μετατέθηκαν οι πιο απειλητικές εκδοχές της όξυνσης, αλλά η πιθανότητα διακοπής της χρηματοδότησης έδωσε τα απαραίτητα εφόδια στις ηγεμονικές τάξεις της Ιταλίας και της Ισπανίας να προχωρήσουν σε πιο επιθετικές μορφές «μεταρρυθμίσεων». Αντίστοιχα, μια νέα μορφή μετάθεσης των προβλημάτων χρηματοδότησης για την Ισπανία και την Ιταλία είναι δυνατή. Το αμετάθετο έγκειται στην όξυνση των κοινωνικών συγκρούσεων, και αυτό περιορίζει το χρόνο άσκησης της τρέχουσας πολιτικής.

Έχεις υποστηρίξει ότι ούτε η στήριξη στην παραδοχή της κατοχής από ξένες δυνάμεις, ή στην παραδοχή εξασφάλισης δικαιωμάτων από την «αύξηση της πίτας» μπορούν να αποτελέσουν βάση οργάνωσης των αντιστάσεων των δυνάμεων της εργασίας. Ποια μπορεί να είναι η επαρκής βάση στήριξης;
Κύριος παράγοντας που καθορίζει τη συγκυρία, είναι η απουσία έκφρασης των συμφερόντων του κόσμου της εργασίας στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο. Βέβαια, η κοινωνία έχει αρχίσει να κινείται στην Ευρώπη. Απουσιάζει όμως, ακόμη, η αριστερά που θα εκφράζει τις αγωνίες της κοινωνίας και τα συμφέροντα του κόσμου της εργασίας ως πολιτικά και κοινωνικά έγκυρος αντίπαλος. Από την άλλη πλευρά, οι ηγεμονικές τάξεις ιεραρχούν τους στόχους τους και τις κινήσεις τους. Πρώτο έρχεται η αναδιανομή πλούτου και εξουσίας προς όφελος του κόσμου του κεφαλαίου. Ακολουθεί η «ανάπτυξη» των οικονομιών. Εμείς θα πρέπει να προτάξουμε ό,τι στηρίζει την αντίστροφη αναδιανομή (φορολογία πλούτου και κεφαλαίου, κοινωνικό κράτος και συλλογικά αγαθά, θεσμική ισχυροποίηση της εργασίας απέναντι στο κεφάλαιο) ως όρο για οποιαδήποτε ανάπτυξη της οικονομίας. Και ως πρόταση ανάπτυξης να προτάξουμε μια διαφορετική ανάπτυξη, όχι απλά τη μεγέθυνση των οικονομιών, μαζί με τη διεύρυνση των χώρων και των τρόπων δημοκρατικής λήψης των αποφάσεων.

* Ο Σπ. Λαπατσιώρας διδάσκει οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.

Κυριακή, 15 Απριλίου 2012
http://www.epohi.gr/portal/politiki/11698-2012-04-15-17-22-58 

Τρίτη 3 Απριλίου 2012

Καταστρέφεται η Ευρώπη;


Καταστρέφεται η Ευρώπη;


Πλέον έχει γίνει φανερό πώς η στρατηγική διαχείρισης της κρίσης του 2008, που έχει διαμορφωθεί στην Ευρώπη, δεν είναι μία στρατηγική που στοχεύει στην καταστροφή της Ευρώπης ή της Ευρωζώνης. Με άλλα λόγια, οι διάφορες συζητήσεις, οι οποίες εκκινούσαν από τη βάση ότι σε περίπτωση που δεν υπάρξει το τάδε ή δείνα μείγμα πολιτικής θα οδηγηθούμε στην καταστροφή της Ευρωζώνης λόγω κάποιας απλής ή περίπλοκης οικονομικής νομοτέλειας, έχουν αναγκαστεί να επαναπροσδιορίσουν το πλαίσιο ανάλυσής τους ή να μεταθέσουν την ημερομηνία καταστροφής. Έχει γίνει περισσότερο συνειδητό ότι τα αποτελέσματα των κοινωνικών και πολιτικών συγκρούσεων αποτελούν βασικό καθορισμό των «οικονομικών» τάσεων και της διαμόρφωσης του τοπίου που αυτές δρουν.
Προφανώς η πολιτική διαχείρισης της Ευρώπης οδηγεί σε επιμέρους συγκρούσεις με τις άλλες δυνάμεις εκτός Ευρώπης και επίσης προφανώς η αμφισβήτηση του μείγματος πολιτικής που ακολουθείται αυτή τη στιγμή εξαπλώνεται. Προφανώς επίσης οι πολιτικές που ακολουθούνται ενέχουν ως δυνατότητα τη διάλυση της Ευρωζώνης, όχι κατ’ ανάγκη άμεσα, παρόλο που δεν είναι αυτή η κύρια τάση που γράφει την ιστορία.  Παρόλο που αυτά είναι αρκετά σημαντικά μαζί με τη χρονικότητα της διαμόρφωσης των αποφάσεων που λαμβάνονται, μπορούν να τεθούν στο περιθώριο για να εξετάσουμε ένα κύριο ερώτημα.
Υπάρχουν δυνάμεις στην Ευρώπη που είναι εναντίον της μεγέθυνσης των οικονομιών; Όταν ο κ. Σόιμπλε υποστηρίζει ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει, αντί να ζητούν περισσότερα χρήματα για τις δυσκολίες που έχουν, να αντιμετωπίσουν τις αιτίες των δυσκολιών – οι οποίες εντοπίζονται, εν τέλει, στο ότι καταναλώνουν σε ένα επίπεδο το οποίο δεν μπορεί να συντηρηθεί από την παραγωγή τους και επομένως ό,τι πρέπει να κάνουν είναι να εργαστούν για την ανάταξη της παραγωγικής ικανότητάς τους – στοχεύει στην καταστροφή τους, στην κυριάρχησή τους; Δεν καταλαβαίνει ότι με τις ασκούμενες πολιτικές διευρύνεται η ύφεση και οι δυσκολίες;
Έχει υποστηριχθεί από την αρχή της διαμόρφωσης της ευρωπαϊκής πολιτικής διαχείρισης της κρίσης του 2008, ότι δεν πρόκειται περί άγνοιας ή ταπεινών κινήτρων. Η κρίση του 2008, ακριβώς επειδή πρόκειται για συστημική κρίση του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος, έθεσε το «αίτημα» μίας μείζονος καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Στην Ευρώπη οι ηγεμονικές τάξεις σχημάτισαν μία σύνθετη πολιτική διαχείρισης η οποία επιχειρεί να διασώσει το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα εμβαθύνοντάς το. Με δεδομένους τους κοινωνικούς και πολιτικούς συσχετισμούς, οι οποίοι ήταν και είναι εις βάρος του κόσμου της εργασίας, επιχειρείται η επιτάχυνση της νεοφιλελεύθερης τροχιάς που υπήρχε και πριν το 2008 στην Ευρώπη, με στόχο να ανατραπούν ουσιώδεις όροι και θεσμοί που είχαν διαμορφωθεί από τον ιστορικό ταξικό συσχετισμό που διαμορφώθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Στις συνθήκες κρίσης αυτές οι πολιτικές φωτιάς που ακολουθούνται, ο κοινωνικός πόλεμος που βρίσκεται σε εξέλιξη, έχουν να κάνουν με την αλλαγή του ιστορικού ορίου των αναγκών. Το περιεχόμενό τους αποτελεί πρόταση ιστορικής διάστασης αναδιανομής πλούτου και εξουσίας από τον κόσμο της εργασίας στον κόσμο του κεφαλαίου.
Οι ηγεμονικές τάξεις ιεραρχούν την πολιτική τους: πρώτα η οργάνωση της αναδιανομής υπέρ του κόσμου του κεφαλαίου και η υποταγή του κόσμου της εργασίας και κατόπιν η ανάπτυξη, νεοφιλελεύθερης κόπιας, της οικονομίας. Μια ανάπτυξη με υψηλή ανεργία, με χαμηλούς μισθούς/συντάξεις, πολύ περισσότερα πράγματα για τα οποία θα πρέπει να πληρώνει κανείς ακριβά, χωρίς σεβασμό στις ανάγκες των πολλών και χωρίς πολλά, δεδομένα σήμερα, δικαιώματα. Η απάντησή των ηγεμονευόμενων τάξεων πρέπει να λαμβάνει υπόψη αυτήν την ιεράρχηση και τη στόχευση που αφορά την οργάνωση του τοπίου των κοινωνικών συγκρούσεων και των κοινωνικών συμμαχιών από τις ηγεμονικές τάξεις. Προφανώς, ούτε η στήριξη στην παραδοχή μίας μυθικής «κατοχής» από ξένες δυνάμεις, αλλά ούτε η στήριξη στην παραδοχή ότι για να έχει αυξημένα δικαιώματα και ισχύ ο κόσμος της εργασίας προϋποτίθεται η «αύξηση της πίτας», μπορούν να αποτελέσουν βάση οργάνωσης των αντιστάσεων. Πρόκειται για δύο προτάσεις οι οποίες υπονομεύουν εξ αρχής τους αγώνες του κόσμου της εργασίας στη σημερινή συγκυρία.
________________________
*Ο Σπύρος Λαπατσιώρας διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.

2012.04.03