Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2012

Αυτό το "κούρεμα" δεν απαντά στη βιωσιμότητα του χρέους


Αυτό το "κούρεμα" δεν απαντά στη βιωσιμότητα του χρέους

ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΛΑΠΑΤΣΙΩΡΑ*

Αν και γράφουμε αυτές τις γραμμές πριν την διαφαινόμενη πιθανότατη ολοκλήρωση του πρώτου γύρου που αφορά την αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους, το περίφημο PSI PLUS, μάλλον οδηγούμαστε στην αναγγελία μίας συμφωνίας σχετικά συμβατής με τους λογιστικούς στόχους, που είχαν τεθεί στην Σύνοδο της 26ης Οκτωβρίου. Αν τη ημέρα που διαβάζονται αυτές οι γραμμές δεν έχει ολοκληρωθεί η συμφωνία τότε η αναγκαιότητα διαγραφής ενός τμήματος του χρέους θα οδηγήσει στην πραγματοποίησή της στο επόμενο διάστημα είτε στο μη-εθελοντικό μονομερές «κούρεμα» και τα δύο με περιπλοκή των πολιτικών εξελίξεων. Η ολοκλήρωσή της θα είναι αποτέλεσμα το οποίο θα βάλει ένα κόμμα στην ιδεολογική τρομοκρατία που ασκήθηκε στην ελληνική κοινωνία για τις ανάγκες δημιουργίας συναίνεσης στην υπάρχουσα πολιτική και θα ανοίξει νέους, πιο δύσκολους γύρους, για το πολιτικό προσωπικό που διαχειρίζεται τις τύχες της υπάρχουσας μορφής αστικής ηγεμονίας.
Αποτελεί πρώτο γύρο με δύο έννοιες.
Πρώτη έννοια: Ανοίγει την εποχή των αναδιαρθρώσεων χρέους στον αναπτυγμένο κόσμο, σε ευρωπαϊκά κράτη. Η πολιτική που ακολουθείται προϋποθέτει αναγκαία την αναδιάρθρωση χρέους για όποια χώρα χάσει την πρόσβαση στις αγορές. Στο βαθμό που η ΕΚΤ δεν χρηματοδοτεί άμεσα τις ανάγκες δανεισμού των κρατών και γενικότερα δεν υπάρχουν μηχανισμοί συλλογικής και αλληλέγγυας αντιμετώπισης των δυσκολιών των δημόσιων οικονομικών που προκλήθηκαν από τη κρίση του 2008 έτσι ώστε οι κυβερνήσεις να υποχρεωθούν να αποδημήσουν το όποιο  κοινωνικό κράτος και να ιδιωτικοποιήσουν τμήματα που ήταν εκτός της σφαίρας της κερδοφορίας κάθε αίτημα χρηματοδότησης του ενός γίνεται πρόβλημα για τους άλλους και στο βαθμό που ο στόχος μείωσης της εσωτερικής ζήτησης, με τη συνεπακόλουθη ύφεση και ανεργία, χρησιμοποιείται για να καμφθούν οι απαιτήσεις των μισθωτών για αξιοπρεπή ζωή, δημιουργώντας ελλείμματα και επομένως οδηγώντας σε αυξημένες ανάγκες χρηματοδότησης.
Δεύτερη έννοια: Με την ολοκλήρωση αυτής της συμφωνίας δεν συγκροτείται εικόνα βιωσιμότητας του ελληνικού δημόσιου χρέους, επομένως θα έχουμε και νέους γύρους. Κατ’ αρχή για να είναι συμβατή η εικόνα του δημόσιου χρέους που θα προκύψει θα πρέπει η συμμετοχή να είναι πάρα πολύ υψηλή (το ΔΝΤ διαπραγματευτικά θέτει τον όρο 100%). Επομένως αν απέχουμε αρκετά από ένα κρίσιμο ποσοστό θα πρέπει να αναμένουμε νέες κινήσεις και διαπραγματεύσεις έτσι ώστε να προσεγγίσουμε το στόχο μείωσης κατά 100 δις του ελληνικού δημόσιου ομολογιακού χρέους. Η διαπραγμάτευση που έχει γίνει ως τώρα έχει ανοίξει και το θέμα «κουρέματος» των ομολόγων που κατέχει η ΕΚΤ (με κάποια μορφή) στο κοντινό μέλλον. Πρόκειται για εν εξελίξει διαπραγμάτευση, με ισχυρότατη τάση να ολοκληρωθεί, με στόχο να δοθούν περιθώρια κάλυψης των αναγκών χρηματοδότησης από τις ανεπάρκειες του «κουρέματος» στο οποίο θα καταλήξουμε.
Με δεδομένες αυτές τις πολιτικές, το κούρεμα έπρεπε να είχε γίνει εξ’ αρχής και να είναι μεγάλο. Η διαγραφή κατά  50% μόνο αποτελεί αποτέλεσμα πολιτικών που διαμορφώνονται με ειδικό σεβασμό στα συμφέροντα των τραπεζιτών (και όχι κατ’ ανάγκη των τραπεζών). Ας σκεφτούμε: με κούρεμα αντί 50% στο 60% της ονομαστικής αξίας των ομολόγων, το ΔΝΤ υπολογίζει επιπλέον μείωση του χρέους κατά 25δισ.περίπου, περισσότερα από τα χρήματα όλων των μέτρων του Μεσοπρόθεσμου ενώ συγχρόνως μειώνονται οι πληρωμές τόκων κατά 1,5 δις. κάθε χρόνο, όσες είναι οι απαιτήσεις μείωσης των μισθών και των συντάξεων στο Μεσοπρόθεσμο.
Επομένως, στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής που ακολουθείται, όσο μεγαλύτερο «κούρεμα» επιβαλλόταν στις απαιτήσεις των τραπεζών (ας πούμε 80-90% - με εξαίρεση των ασφαλιστικών ταμείων ημεδαπών και αλλοδαπών) τόσο καλύτερο αποτέλεσμα θα συνιστούσε και όσο μικρότερα επιτόκια και περίοδοι χάριτος τόσο καλύτερα επίσης. Αυτά τα νούμερα μεταφράζονται σε μισθούς, συντάξεις, νοσοκομεία σχολεία, προγράμματα απασχόλησης και δημόσιες επενδύσεις. (ή συνιστά αν αναφερθούμε σε όρους παρούσας αξίας, δηλαδή του συνόλου της χρηματοροής των τόκων και των χρεολυσιών που θα προκύψουν)
Είναι ενδεικτικό επίσης, ότι σε όλες τις φάσεις της διαπραγμάτευσης η ελληνική κυβέρνηση αποδέχεται με μεγάλη ευκολία τις ενστάσεις και απαιτήσεις των τραπεζιτών καλλιεργώντας παράλληλα μέσω των ΜΜΕ και των μηχανισμών συγκρότησης κοινής γνώμης την οικοδόμηση της εθνικής συναίνεσης πάνω στη θέση ότι το καλύτερο «κούρεμα» είναι το μη-«κούρεμα» – με ποικίλους τρόπους, που ξεκινάνε από την κινδυνολογία περί εξόδου από ευρώ μέχρι το να ασχολείται η ελληνική κοινή γνώμη με το αν θα ενεργοποιηθούν τα CDS ή όχι που δεν αφορά την Ελλάδα ως κόστος.
Ωστόσο δεν είναι το θέμα μόνο της διαγραφής κατά 50% του ονομαστικού χρέους αλλά και το ζήτημα των συμφωνηθέντων επιτοκίων. Εκεί υπάρχουν περισσότερα περιθώρια επιλογών σχετικά με τους στόχους της συμφωνίας της 26ης Οκτώβρη. Κατ’ αρχή η ανάλυση βιωσιμότητας του ΔΝΤ, το οποίο αποτέλεσε το βασικό παίκτη ώστε να περιοριστούν οι απαιτήσεις των τραπεζιτών ως προς τα βάρη τα οποία θα αναλάβουν (μαζί με τη Γερμανία)  υπολογίζει πολύ χαμηλά μέσα επιτόκια και έχει ορίζοντα το 2020 σε πρώτη φάση. Επομένως συνδυασμοί κλιμακωτών επιτοκίων στο χρόνο και ανάλογα με το χρόνο λήξης των ομολόγων, περιόδου χάριτος σε πληρωμές τόκων (πολύ σημαντικό για τα ελλείμματα), εξάρτησης από ρυθμούς ανάπτυξης (για να μην αναφερθούμε και σε άλλα χαρακτηριστικά των ομολόγων) διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλαίσιο που δίνει τη δυνατότητα να εμφανιστεί ένα αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης, ειδικά μέχρι το 2020, συμβατό με τους λογιστικούς στόχους που έχουν τεθεί. Πάλι όσο μεγαλύτερο το «κούρεμα» σε όρους παρούσας αξίας, δηλαδή του συνόλου της χρηματοροής των τόκων και των χρεολυσιών που θα προκύψουν, τόσο καλύτερα. Με απλούς όρους η διαφορά μεταξύ 3% και 5% μέσο επιτόκιο στο χρέος που θα απομείνει μετά το κούρεμα των ομολόγων, στα νέα ομόλογα, είναι γύρω στα δυο δις. ευρώ ετησίως (ανάλογα και με τους χρόνους πληρωμής τόκων) δηλαδή μεγαλύτερο αποτέλεσμα από τις απαιτήσεις για μειώσεις μισθών του Μεσοπρόθεσμου.
Εκτός από ονομαστικό ύψος και επιτόκια καθορίζει την εικόνα βιωσιμότητας τα πρωτογενή πλεονάσματα. Η απαίτηση πρωτογενών πλεονασμάτων της τάξης του 4,5% του ΑΕΠ έτσι ώστε το χρέος αν καταστεί βιώσιμο σε βάθος 20ετίας, σύμφωνα με την ανάλυση του ΔΝΤ, ισοδυναμεί με απαίτηση σοβαρών κοινωνικών συγκρούσεων (ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι σε περιβάλλον αυξημένων κοινωνικών δαπανών προϋποτίθεται από το ΔΝΤ ότι οι πρωτογενείς δημόσιες δαπάνες,- εκτός των τόκων, συμπεριλαμβανόμενης της κοινωνικής ασφάλισης, θα οδηγηθούν στο 33.6% του ΑΕΠ το 2020 έναντι 45% το 2008, μέγεθος το οποίο απαντάται στις χώρες του πρώην ανατολικού μπλόκ και όχι στις ανεπτυγμένες χώρες, ανεξαρτήτως του μεγέθους του ιδιωτικού τομέα ως ποσοστό του ΑΕΠ). Σε αυτήν την κατεύθυνση πρέπει να εντάξουμε και τη διαμορφούμενη συναίνεση, που συνιστά μεταβολή της αντίληψης για τη διαχείριση της ελληνικής κατάστασης, σε επίπεδο ιδεολογικό βέβαια ακόμη, όπως τη συναντάμε στην τελευταία έκθεση του κ. Προβόπουλου και κειμένων της Ευρωπαϊκής επιτροπής, ότι λόγω των διαφορετικών πολλαπλασιαστών της δημόσιας δαπάνης για να ανακοπεί η πορεία της ύφεσης θα πρέπει να στηριχτούν κυρίως οι δημόσιες επενδύσεις (υποδομές κλπ) που έχουν υψηλό πολλαπλασιαστή ενώ οι πολλαπλασιαστές της δαπάνης για το κοινωνικό κράτος είναι αρκετά χαμηλοί. Πέραν σοβαρών μεθοδολογικών ζητημάτων που αφορούν τις εκτιμήσεις των πολλαπλασιαστών που έχουν γίνει, η στόχευση προβάλλει σαφής και ενισχυτική ενός πολύ σημαντικού περιορισμού του κοινωνικού κράτους και εκχώρησης σημαντικών τομέων στην «ιδιωτική πρωτοβουλία» (το να θα αποκτήσει σάρκα και οστά η στόχευση του πρώτο σκέλους, των δημοσίων επενδύσεων, είναι άλλο ζήτημα).
Συνοψίζοντας, ακόμη και η επίτευξη των λογιστικών στόχων της διαγραφής του χρέους που αποτυπώθηκαν με τη συμφωνία της 26ης Οκτώβρη συνεπάγονται είτε την ανάγκη αυξημένων μεγεθών χρηματοδότησης για τα κράτη της Ε.Ε και το ΔΝΤ είτε την εξεύρεση νέων πηγών χρηματοδότησης (η πολύ γνωστή πηγή νέων εγχωρίων περικοπών δαπανών, αύξησης εσόδων και «χαρατσιών» ) ενώ ο στόχος του 120% δημόσιου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ για το 2020 απομακρύνεται. Κατά συνέπεια, ανεξάρτητα από τη διαδικασία με την οποία θα οδηγηθούμε στη διαγραφή ενός τμήματος του δημοσίου χρέους, η υπάρχουσα πολιτική συνεπάγεται πρωτόφαντη ένταση του κοινωνικού πολέμου για τον επόμενο χρόνο: η επίθεση σε εργατικά δικαιώματα, κοινωνικό κράτος και η οικοδόμηση νέων μορφών κερδοφορίας για τους κεφαλαιούχους, που θα ακολουθήσει, θα είναι πολύ ισχυρότερη απ’ ό,τι συναντήσαμε μέχρι τώρα.

20/1


*Ο Σπύρος Λαπατσιώρας διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.


Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2012

Το PSI θα γίνει και δεν θα λύσει τίποτα


Το PSI θα γίνει και δεν θα λύσει τίποτα

ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΛΑΠΑΤΣΙΩΡΑ*

Οι διαπραγματεύσεις με τις τράπεζες και τους υπόλοιπους ιδιώτες πιστωτές δεν έχουν ως ενδεχόμενο την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ. Η όλη σχετική συζήτηση αποτελεί κινδυνολογία με κύριο στόχο την  οικοδόμηση συναίνεσης στις πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης και συγχρόνως να εμποδίσει τη συζήτηση των εναλλακτικών επιλογών απέναντι σε αυτές.
Ο στόχος αποκατάστασης της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, με βάση τη συμφωνία της 26ης Οκτώβρη δεν πρόκειται -με βάση την πορεία που ακολουθείται- να επιτευχθεί ακόμη και με 100% συμμετοχή και χαμηλά επιτόκια, όχι σαν αυτά τα οποία ζητούν οι Έλληνες και ξένοι τραπεζίτες. Όλοι οι εμπλεκόμενοι αναγνωρίζουν ότι οι προϋποθέσεις που βασίστηκε η συμφωνία αυτή ήταν πολύ αισιόδοξες και η πορεία των πραγμάτων τις καθιστά άκυρες, θέτοντας επί τάπητος τον ανασχεδιασμό. Επιπρόσθετα, η διαγραφή δημόσιου χρέους κατά 50% είναι λίγη με όρους βιωσιμότητας, και αποφασίστηκε με βάση την προστασία των ειδικών συμφερόντων του τραπεζικού συστήματος, κριτήριο που  καθόρισε και καθορίζει και τις επιλογές της κυβέρνησης.
Με άλλα λόγια, ακόμη και η επίτευξη των λογιστικών στόχων της διαγραφής του χρέους που αποτυπώθηκαν με τη συμφωνία συνεπάγονται αυξημένα μεγέθη χρηματοδότησης για τα κράτη της Ε.Ε και το ΔΝΤ και πιθανότατα εξεύρεση νέων πηγών χρηματοδότησης.
Ωστόσο, το πιο λογικό αποτέλεσμα είναι ότι η συμφωνία θα ολοκληρωθεί, στο αμέσως επόμενο διάστημα και θα προσεγγίζει τους λογιστικούς στόχους που έχουν τεθεί, ακόμη και αν αυτό συνεπάγεται τη συμπερίληψη, με κάποια μορφή, των ομολόγων που κατέχει η ΕΚΤ. Οι πληρωμές των CDS δεν αφορούν την Ελλάδα, αποτελούν μικρό μέγεθος για να απειλεί τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος· επομένως, η επιβολή ρητρών συλλογικής δράσης αποτελεί αξιόπιστη απειλή υπό τον όρο ότι κάμπτονται οι αντιρρήσεις της ΕΚΤ, οι οποίες υπό τον κίνδυνο αποτυχίας της συμφωνίας θα καμφθούν.
ΔΝΤ και Γερμανία επιθυμούν τη σοβαρή μείωση του ελληνικού δημόσιου χρέους για πολλούς λόγους. Η μη-επίτευξη των στόχων σημαίνει ότι για να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα θα πρέπει να αναλάβουν πολύ μεγαλύτερο κόστος οι ίδιοι ή μία νέα διαδικασία PSI, η οποία θα ξανανοίξει τη συζήτηση στην Ευρώπη για την αναδιάρθρωση χρέους με χειρότερους όρους -ειδικά αν σκεφτούμε ότι η υποβάθμιση της πιστωτικής αξιοπιστίας της Γαλλίας και των άλλων ευρωπαϊκών χωρών σηματοδοτεί την αναγκαιότητα της αναθεώρησης της συνολικής στρατηγικής που έχει αποτυπωθεί στη συμφωνία της 26ης Οκτωβρίου. Σημαίνει, επίσης, λιγότερες χρηματοδοτικές απαιτήσεις και συγχρόνως ανοίγει τη δυνατότητα αυξημένων περιθωρίων στον ανασχεδιασμό του προγράμματος για την Ελλάδα (δίνει καλύτερους όρους στη μελλοντική συζήτηση για αναδιάρθρωση και των δανείων της Ε.Ε.). Η ακύρωση του PSI, όπως έχει προταθεί, σημαίνει μείζονα αλλαγή της προσέγγισης που δεν φαίνεται να συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις να συντελεστεί. Η υπάρχουσα πολιτική, όπως έχει σχεδιαστεί, προϋποθέτει, αναγκαία, αναδιαρθρώσεις χρέους.
Επομένως, η απειλή ότι αν δεν υπάρξει συμφωνία τότε θα υπάρξει μονομερές μη-εθελοντικό “κούρεμα” με μεγαλύτερο ποσοστό “κουρέματος” και χαμηλότερα επιτόκια, είναι αρκετά αξιόπιστη ώστε οι τράπεζες να οδηγηθούν ξανά στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, αποδεχόμενες όρους που να εξυπηρετούν τους στόχους που έχουν τεθεί. Παρόλο που στο πλαίσιο της υπάρχουσας πολιτικής η απόφαση ενός μονομερούς μη-εθελοντικού “κουρέματος”, που θα αφορά όλους τους κατόχους ομολόγων (και την ΕΚΤ), θα οδηγούσε σε πιο βιώσιμη εικόνα του δημόσιου χρέους, ωστόσο έχει επιπλοκές για το υπάρχον πλαίσιο διαχείρισης που την καθιστούν τρίτη καλύτερη λύση. Το πότε θα ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις είναι ασαφές. Κυρίαρχη τάση αποτελεί το αμέσως επόμενο διάστημα. Ωστόσο δεν αποκλείεται ενας χρόνος αρκετών εβδομάδων με συνέπεια τη σημαντική περιπλοκή της κατάστασης.

Ανεξάρτητα, ωστόσο, από τη διαδικασία με την οποία θα οδηγηθούμε στη διαγραφή ενός τμήματος του δημοσίου χρέους, η υπάρχουσα πολιτική συνεπάγεται πρωτόφαντη ένταση του κοινωνικού πολέμου: η επίθεση σε εργατικά δικαιώματα, κοινωνικό κράτος και η οικοδόμηση νέων μορφών κερδοφορίας για τους κεφαλαιούχους, που θα ακολουθήσει, θα είναι πολύ ισχυρότερη απ’ ό,τι συναντήσαμε μέχρι τώρα.
___________
*Ο Σπύρος Λαπατσιώρας διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.