Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2012

ΚΥΠΡΟΣ: «Συγκυρία κρίσιμων αποφάσεων»


ΚΥΠΡΟΣ: «Συγκυρία κρίσιμων αποφάσεων»


 Δευτέρα, 17 Δεκεμβρίου 2012

Η κυπριακή κοινωνία βρίσκεται σε μία δύσκολη ιστορική στιγμή καθώς οδηγείται στην υπογραφή ενός Μνημονίου. Το βασικότερο πρόβλημα το οποίο έρχεται να «επιλύσει» το Μνημόνιο είναι το τραπεζικό..

Το τραπεζικό σύστημα, κέντρο του προβλήματος

Τα συνολικά δάνεια που είχαν δώσει οι τράπεζες, τον Ιούνιο του 2011 ανερχόταν σε 510% του κυπριακού ΑΕΠ (91.4 δις. ευρώ δάνεια και 18 δις περίπου ΑΕΠ). Εξ αυτών μέγεθος 130% του ΑΕΠ αφορούσε δάνεια στην Ελλάδα. Αντίστοιχα, οι συνολικές καταθέσεις στις τράπεζες ανέρχονταν σε 94 περίπου δις. εκ των οποίων τα 51 (σχεδόν το 300% του ΑΕΠ) ήταν από μη κατοίκους της Κύπρου: Έλληνες (17.3 δις.) και Ρώσους κυρίως (25 δις. περίπου).
Με αυτά τα δεδομένα το τραπεζικό σύστημα της Κύπρου θυμίζει συνδυασμό του συστήματος της Ιρλανδίας (υπερ-επέκταση του δανεισμού) και Ισλανδίας (υψηλότατο ποσοστό καταθέσεων από το εξωτερικό). Πρόκειται για ένα σύστημα το οποίο είναι πολύ ευάλωτο σε διαταραχές της Πίστης.
Τα αποτελέσματα που είχε η κρίση του 2008 άφησαν το σημάδι τους και στην Κύπρο. Το μοντέλο ανάπτυξης που στηριζόταν στην επέκταση της Πίστης στα νοικοκυριά εξαντλήθηκε με αποτέλεσμα να υπάρξει το 2009 ύφεση και κατόπιν ουσιαστικά στασιμότητα. Φέτος αναμένεται ύφεση της τάξης του 2,5%. Παράλληλα το 2011 η ανεργία ανήλθε στο 8% και φέτος αναμένεται να ξεπεράσει το 12% (τριπλάσιο από το σύνηθες 4% των προηγούμενων ετών πριν την κρίση) με αυξητικές τάσεις για τα επόμενα έτη.
Το ρόλο της έπαιξε και μία δημοσιονομική πολιτική που στόχευε στα πρωτογενή πλεονάσματα μέσω περιορισμού της δαπάνης. Εδώ πρέπει να αναφέρουμε ότι η πρόταση του ΑΚΕΛ το 2010 για αύξηση του εταιρικού φόρου από το χαμηλότατο 10% σε 11% που θα ελαχιστοποιούσε τις περικοπές της δαπάνης, καθώς θα αυξάνοντα τα έσοδα, καταψηφίστηκε στη βουλή (το ΑΚΕΛ έχει σχηματίσει κυβέρνηση μειοψηφίας).
Ωστόσο αν και όλα αυτά δείχνουν την εξάντληση ενός υποδείγματος ανάπτυξης, οι χρηματοδοτικές ανάγκες που οδηγούν στο Μηχανισμό Στήριξης και στο Μνημόνιο προέρχονται από τα 10 δις. περίπου που εκτιμάται ότι λείπουν από τις τράπεζες της Κύπρου. Αυτές τις ανάκγες δημιούργησαν α) το «κούρεμα» των ελληνικών ομολόγων (PSI), β) η αύξηση των επισφαλειών στα δάνεια στην Ελλάδα και γ) η αμφιλεγόμενη άσκηση εποπτείας από τον προηγούμενο διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας.

Η διαπραγμάτευση του μνημονίου

Η ανεπιτυχής κατάληξη αναζήτησης δανείων από τη Ρωσία (μετά τα 2,5 δις. που έδωσε το 2011 παρέπεμψε στην Ε.Ε) είτε από τον Κίνα (μάλλον λόγω των απαιτήσεων για ανταλλάγματα) και η επιλογή της κάλυψης των ελλειμμάτων των τραπεζών μέσω ανακεφαλαιοποίησης (δηλαδή την παροχή σε αυτές των χρημάτων που λείπουν, όπως συνέβη στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες της ευρωζώνης), οδήγησε την Κυπριακή κυβέρνηση στην αναζήτηση χρηματοδότησης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης, τον Ιούνιο του 2012.
Αυτό οδήγησε σε μία μακρά διαδικασίας διαπραγμάτευσης των όρων δανεισμού – δηλαδή του Μνημονίου – και η οποία δεν έχει τελειώσει ακόμη. Η εξέταση της διαδικασίας διαπραγμάτευσης μας επιτρέπει να εξάγουμε χρήσιμα πολιτικά συμπεράσματα.
Κοινή βάση όλων των εκδοχών που έχει πάρει η συμφωνία κατά τη διαπραγμάτευση είναι η θέση ότι το τραπεζικό πρόβλημα πρέπει να αντιμετωπιστεί με τη μορφή παροχής στις τράπεζες του ποσού που λείπει (ανακεφαλαιοποίηση). Σημαντική συνέπεια αυτής της οπτικής είναι ο κίνδυνος να χαρακτηριστεί το δημόσιο χρέος ως μη-βιώσιμο, αν τα 10δις που υπολογίζονται (ύψος που τώρα αμφισβητεί η κυβέρνηση) καταγραφούν σε αυτό (φτάνει άμεσα πάνω από 140% του ΑΕΠ). Πρόκειται για εξέλιξη που αν πραγματοποιηθεί οδηγεί σε σημαντική χειροτέρευση των όρων της τρέχουσας συμφωνίας.
Ολες οι εκδοχές επίσης, οργανώνονται στη βάση του νεοφιλελεύθερου σχεδίου υποτίμησης της εργασίας (με διαφορετικούς βαθμούς σκληρότητας-ηπιότητας) μέσω απώλειας εισοδημάτων και δικαιωμάτων των μισθωτών/συνταξιούχων και ιδιωτικοποιήσεων. Συγχρόνως οργανώνουν σε διαφορετικό βαθμό την ανάγκη ενός επόμενου Μνημονίου μέσω του γνωστού κύκλου μείωσης εγχώριας ζήτησης-ύφεση-απομόχλευση, αύξηση των αναγκών χρηματοδότησης (ιδιωτικών και δημόσιων).
Εκεί που διαφοροποιούνται οι όροι είναι ανάμεσα στο αρχικό ποσοστό περικοπής μισθών που ζητούσε η τρόϊκα, οριζόντια 15%, και στον τελικό όρο για κλιμακωτές περικοπές που στα 2000 ευρώ που αποτελούν το μέσο μισθό στο δημόσιο, ανέρχονται σε 3,75% για τα έτη 2012-13 και 5,25% από το 2014. Επίσης δεν καταργείται ο 13ος μισθός, διατηρείται ο θεσμός της Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής ως θεσμός: οι μισθωτοί θα υποστούν απώλειες επειδή αναστέλλεται η εφαρμογή του για το διάστημα που διαρκεί το πρόγραμμα και κατόπιν θα δίνεται μειωμένη ΑΤΑ στο μισό και όχι ανα εξάμηνο αλλά ανα έτος. Δεν έγιναν αποδεκτές οι ιδιωτικοποιήσεις των ΔΕΚΟ και η ουσιαστική διάλυση του συνεργατικού πιστωτικού συστήματος. Ενώ δεν υπήρξε δέσμευση των αναμενόμενων εσόδων από το φυσικό αέριο για αποπληρωμή του χρέους. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι η μείωση του προσωπικού του δημοσίου τομέα κατά 1250 άτομα το χρόνο αποτελούσε τρέχουσα πολιτική (με 1000 άτομα) της κυπριακής κυβέρνησης, γεγονός που έχει σημασία για το ποιος συσχετισμός πολιτικών αναπαρίσταται και καθορίζει την έκβαση των όποιων διαπραγματεύσεων.

Κάποια πολιτικά συμπεράσματα

Πρώτο. Η δέσμευση στο τρέχον υπόδειγμα κάλυψης των αναγκών ου τραπεζικού συστήματος θέτει την κυβέρνηση της Κύπρου «στη γωνία». Αφενός μεν, το πολιτικό σχέδιο που υλοποιεί παίρνει τη μορφή ενός αγώνα άμυνας απέναντι σε υπέρτερες δυνάμεις στη βάση διατήρησης του υπάρχοντος υποδείγματος αναπαραγωγής και ρύθμισης των κοινωνικών σχέσεων εν αναμονή μίας καλύτερης οικονομικής ή πολιτικής συγκυρίας. Αφετέρου δε, τη δεσμεύει στο νεοφιλελεύθερο σχέδιο διάχυσης των ζημιών του νεοφιλελεύθερα οργανωμένου χρηματοπιστωτικού συστήματος στο σύνολο της κοινωνίας και τη μετατόπιση του κοινωνικού συσχετισμού δυνάμεων εις βάρος του κόσμου της εργασίας με καλύτερους ή χειρότερους όρους.
Κάθε σημαντική κρίση, όπως η τρέχουσα, «γεννά» ένα νέο υπόδειγμα ρύθμισης των οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων. Σήμερα το ιστορικό διακύβευμα είναι: ή η υποταγή στην εμβάθυνση του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος ή η επανοικειοποίηση με σύγχρονο τρόπο με νέες κοινωνικές συμμαχίες και μορφές του νοήματος της αλληλεγγύης και της δημοκρατίας. Για την κυπριακή οικονομία ειδικά, αυτή η κατεύθυνση ειδικά περνά μέσα από μία άλλη αντιμετώπιση του τραπεζικού προβλήματος.
Δεύτερο. Περιοριζόμενοι αυστηρά στη διαπραγμάτευση πρέπει να παρατηρήσουμε ότι οι αρχικοί όροι άλλαξαν, επί το θετικότερο. Με μια αναλογία υπήρξε μία βελτίωση από το μείον 10 στο μείον 3. Μ αυτό το κριτήριο, η διαπραγμάτευση μπορεί να χαρακτηριστεί επιτυχής και μας επιτρέπει να εξάγουμε χρήσιμα πολιτικά συμπεράσματα, ειδικά αν αναλογιστούμε ότι η Κύπρος αντιμετωπίζει πολύ σημαντικότερα προβλήματα από την Ελλάδα του 2010. Α) Το αποτέλεσμα συνιστά κόλαφο για τις κυβερνήσεις της Ελλάδας που υπεράσπιζαν τα μνημόνια στη βάση της «επιβολής από την τρόϊκα» και τις «ανάγκες» και στην «καλύτερη» περίπτωση «κέρδιζαν» τα ισοδύναμα και τα εμπροσθοβαρή μέτρα. Β) Το αποτέλεσμα δείχνει ότι δεν ευσταθεί η άποψη που ισχυρίζεται ότι είναι τόσο ασφυκτικό το πλαίσιο στην Ε.Ε που δεν μπορεί να κερδηθεί τίποτα εντός του. Αν προσθέσουμε μάλιστα στους συλλογισμούς μας το γεγονός ότι το ΑΚΕΛ αποτελεί μειοψηφία στη βουλή και ότι τα υπόλοιπα κόμματα ζητούσαν χειρότερους όρους από την τρόϊκα, πιέζοντας μάλιστα για άμεση υπογραφή της συμφωνίας με τους αρχικούς όρους, καταλαβαίνουμε ένα βασικό μεθοδολογικό κανόνα που εξάγεται από τη διαπραγμάτευση που διεξήχθη: Γ) Στους όρους της συμφωνίας που επιτυγχάνεται, στην έκβαση της διαπραγμάτευσης, «αντανακλάται» ο εσωτερικός πολιτικός συσχετισμός δυνάμεων και η δυνατότητα (ή η αδυνατότητα) να κινητοποιηθεί η κοινωνία στη βάση ενός εναλλακτικού υποδείγματος πέραν της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής.

Σπύρος Λαπατσιώρας

http://www.epohi.gr/portal/diethni/11584-ss-sss-sss

Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2012

Χρέος, Αναδιανομή, ΔΝΤ, Eurogroup


 Χρέος, Αναδιανομή, ΔΝΤ, Eurogroup

 Το ε­ρώ­τη­μα δεν εί­ναι για­τί η κοι­νω­νία δεν ε­ξε­γεί­ρε­ται, αλ­λά για­τί αρ­γεί
  
Συνέντευξη στην Εποχή, Δευτέρα, 03 Δεκεμβρίου 2012


** Θεω­ρούν πα­ρά­πλευ­ρη α­πώ­λεια της «θε­ρα­πείας» που ε­πι­βάλ­λει η τρόι­κα η α­πο­δό­μη­ση της κοι­νω­νίας
** Η «γραμ­μή» του ΔΝΤ έ­χει ε­πι­κρα­τή­σει ι­δε­ο­λο­γι­κά στη σύ­γκρου­ση με την Γερ­μα­νία και ο ευ­ρω­παϊκός Νό­τος συ­ντάσ­σε­ται πί­σω α­πό αυ­τή.
Η δια­φω­νία α­ντα­να­κλά και τις δια­φο­ρε­τι­κές προ­σεγ­γί­σεις με­τα­ξύ Η­ΠΑ και ευ­ρω­παϊκών ε­λίτ γύ­ρω α­πό τη δια­χεί­ρι­ση της κρί­σης ό­χι μό­νο για το πα­ρόν αλ­λά και για το μέλ­λον.



«Η επαναγορά ομολόγων ακόμη και αν υλοποιηθεί πλήρως, δεν λύνει τα βασικά ζητήματα που αφορούν την έξοδο από την κρίση. Αυτό», σημειώνει ο Σπύρος Λαπατσιώρας, είναι η προσπάθεια «να αποτυπωθεί στα χαρτιά ότι είναι εντός στόχων το ελληνικό πρόγραμμα, χωρίς διαγραφή διακρατικών δανείων και να κερδηθεί πολιτικός χρόνος, ο οποίος θα συνοδεύεται αναγκαία με νέα μέτρα, που θα υπηρετούν τον ευγενή στόχο της εθνικής αναγέννησης». Παράλληλα, επισημαίνει ότι ούτε ένα ευρώ
δεν θα δοθεί για ανάσχεση της ύφεσης και μείωση της ανεργίας.

Τη συ­νέ­ντευ­ξη πή­ρε
ο Θό­δω­ρος Μι­χό­που­λος


Πριν ακόμα μπουν οι υπογραφές στις αποφάσεις του Eurogpoup, με τις οποίες υποτίθεται ότι σώθηκε η χώρα, η τρόικα ζητάει και νέα μέτρα! Έχει κάποια λογική αυτή η τακτική;

Η απόφαση του Eurogroup – αν μπορούμε να μιλάμε για απόφαση και όχι για την εγκαινίαση μίας διαρκούς διαδικασίας διαβούλευσης με αβέβαιο αποτέλεσμα, μέχρι την 13η Δεκεμβρίου το νωρίτερο –  επιχειρεί να λύσει δύο σημαντικά προβλήματα για την τρόικά. Το πρώτο, είναι το πρόβλημα του «χρηματοδοτικού κενού». Δηλαδή, απλοποιώντας ελαφρά, των μεγαλύτερων αναγκών σε χρήματα που θα έχει η ελληνική οικονομία σε σχέση με το ύψος των αναγκών που είχε εκτιμηθεί το Μάρτιο του 2012 (ανάγκες οι οποίες μεγάλωσαν εξαιτίας της βαθύτερης ύφεσης σε σχέση με αυτήν που αναμενόταν), χωρίς να αυξηθούν τα χρήματα που δίνει η τρόικα. Το δεύτερο, είναι η συγκρότηση μίας συναίνεσης μεταξύ της Ε.Ε, της ΕΚΤ και του ΔΝΤ στη βάση κάποιων εκτιμήσεων που δεν τις πιστεύει κανείς (για τη μεγέθυνση της οικονομίας, τα επιτόκια, τα πρωτογενή πλεονάσματα και τα έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις και αν χρειαστεί καινούργια μέτρα), ότι το ελληνικό πρόγραμμα είναι εντός στόχων και επομένως η διαδικασία εσωτερικής υποτίμησης βαίνει καλώς. Τα μέτρα, άγνωστο ακόμη πόσα, επειδή εξαρτάται και από την εξέλιξη του προγράμματος επαναγοράς ομολόγων, προκύπτουν αφενός μεν, ως υπόλοιπο αυτής της αριθμητικής –κάπως πρέπει να καλυφθεί το «κενό» στους αριθμούς που παρήγαγαν για να φτιαχτεί η συμφωνία, αφετέρου δε, ως αναγκαίο συστατικό μίας λογικής η οποία θεωρεί αναγκαία παράπλευρη συνέπεια της θεραπείας την αποδόμηση μίας κοινωνίας (στο βαθμό που δε τη θεωρεί τμήμα της θεραπείας) με ότι αυτό συνεπάγεται.


Η κυβέρνηση πανηγυρίζει. Μέχρι και σχετικό βίντεο με τον εαυτό του στη θέση του σωτήρα ανήρτησε στην προσωπική του ιστοσελίδα ο Αντ. Σαμαράς. Δικαιολογείται αυτό το «πανηγύρι» από τις αποφάσεις του Eurogpoup;

Ο κ. Σόιμπλε δήλωσε ότι η κατάσταση στην Ελλάδα θυμίζει την καταστροφική κοινωνική κατάσταση που βρέθηκαν «οι χώρες του ανατολικού μπλόκ μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης». Πρόκειται για αναμενόμενο συμπέρασμα και κατάληξη, από την άσκηση πολιτικών που έχουν ως προϋπόθεση ότι η Ελλάδα αποτελεί «σοβιετική οικονομία» (παλιότερα έλεγαν την «τελευταία» στην Ευρώπη, τώρα απ’ ότι φαίνεται ανακαλύπτουν και άλλες τέτοιες). Φαντάζομαι ότι δεν πανηγυρίζει γι’ αυτό το επίτευγμα η κυβέρνηση, οπότε μπορούμε να σκεφτούμε κάποιους άλλους λόγους. Ένας πρώτος, μικρός βεβαίως για να δικαιολογεί πανηγυρισμούς είναι ότι δεν απέτυχε πολύ στους στόχους του προϋπολογισμού που ψήφισε πριν 15 μέρες. Εκεί προϋπολογιζόταν ότι μέχρι το τέλος του 2012 θα διαθέσει 3.5 δις. για αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του δημοσίου και τώρα με αυτήν την απόφαση υπολογίζονται γύρω στα 2δις. – όχι πολύ μεγάλη απόκλιση από τη ρευστότητα που είχε υποσχεθεί.
Ούτε ένα ευρώ για ανάσχεση της ύφεσης και της αύξησης της ανεργίας, με δέσμευση όλων των τυχόν πρωτογενών πλεονασμάτων όχι για ανάπτυξη αλλά για πληρωμή χρέους, με μία ύφεση πρωτοφανή για το 2013 και την κοινωνία να αποσυντίθεται, με ορίζοντα παραμονής εκτός αγορών το 2030 –μη ξεχνάμε τις υψηλές χρηματοδοτικές ανάγκες που συσσωρεύονται για μετά το 2022,  είναι ανεδαφικοί οι πανηγυρισμοί. Από μία άλλη οπτική, στο Eurogroup αποφασίστηκε ότι οι ευρωπαίοι θα βλέπουν την ελληνική κοινωνία να καταρρέει αυτό το έτος.
Κλειδί στην περικοπή του χρέους κατά 40 δισ. ευρώ φαίνεται να είναι η επαναγορά των ομολόγων. Υπάρχουν, όμως, έντονες αμφιβολίες για το αν θα λειτουργήσει. Γιατί; Και αν γίνει υποχρεωτική τα ασφαλιστικά ταμεία δεν οδηγούνται σε πλήρη κατάρρευση;

Τις λεπτομέρειες του προγράμματος θα τις μάθουμε τη Δευτέρα. Το πρόγραμμα γίνεται σε εθελοντική βάση. Το ερώτημα είναι αν θα δεχθούν οι κάτοχοι των ομολόγων που προέκυψαν μετά το PSI να πουλήσουν για παράδειγμα ένα ομόλογο αξίας 100 κοντά στα 30. Θα κερδίσουν ρευστότητα και συγχρόνως θα ξεφορτωθούν ομόλογα τα οποία για πολλά χρόνια θα αποτιμώνται σε πολύ χαμηλή τιμή. Θα χάσουν τη δυνατότητα αν η ελληνική οικονομία βγει από το τούνελ να έχουν ένα τίτλο που θα αποτιμάται κοντά στην ονομαστική του τιμή και στη λήξη του να πληρωθούν στο ακέραιο. Η όλη διαδικασία στοχεύει με 10 δις. περίπου να αγοραστούν ομόλογα αξίας πάνω από 30δις. Το αποτέλεσμα είναι αβέβαιο, με διάφορες πιθανές περιπλοκές και στο τέλος αν δεν πιαστούν οι στόχοι θα απαιτηθεί νέος γύρος διαβουλεύσεων και εντός Ε.Ε και με το ΔΝΤ. Επίσης πρόκειται για σχέδιο το οποίο ακόμη και αν υλοποιηθεί πλήρως, δε λύνει τα βασικά ζητήματα που αφορούν την έξοδο από την κρίση. Αυτό που λύνει είναι να αποτυπωθεί στα χαρτιά ότι είναι εντός στόχων το ελληνικό πρόγραμμα, χωρίς διαγραφή διακρατικών δανείων και να κερδηθεί πολιτικός χρόνος – πολιτικός χρόνος ο οποίος θα συνοδεύεται αναγκαία με νέα μέτρα, που θα υπηρετούν τον ευγενή στόχο της «εθνικής αναγέννησης». Όσο για τα ασφαλιστικά ταμεία, η χρήση των χρημάτων των ασφαλισμένων για την επίτευξη κυβερνητικών στόχων είναι μία παλιά τακτική ώστε είναι πολύ πιθανή η εθελοντική και όχι υποχρεωτική συμμετοχή: ένα λιθαράκι ακόμη στην κατάρρευση του ασφαλιστικού συστήματος.

Σε τι αποσκοπούν με αυτές τις ρυθμίσεις; Υπάρχει κάποιο σχέδιο για μελλοντική διαγραφή του χρέους ή απλά κερδίζουν χρόνο; Χωράει στη στρατηγική τους η διαγραφή χρέους ή είναι κάτι που αποκλείεται;

Αρχή της νεοφιλελεύθερης λογικής αποτελεί η ρήση: «όποιος δεν προσέχει φταίει και καλά να πάθει ό,τι πάθει». Όταν κάποιος επομένως δεν μπορεί να πληρώσει τότε δεν πληρώνει, επωμίζεται τις συνέπειες πλήν όμως επωμίζονται τις συνέπειες και αυτοί που τον δάνεισαν και δεν πρόσεξαν. Ας μη ξεχνάμε ότι η απόφαση να αφεθεί σε πτώχευση η Λήμαν που πυροδότησε την κρίση του 2008 ήταν αποτέλεσμα αυτής της λογικής. Η ελληνική περίπτωση και όχι μόνο (η ιρλανδική, η πορτογαλική, η ισπανική, η ιταλική και έπεται συνέχεια) με αυτή τη στρατηγική δε μπορεί να πληρώσει τα χρέη της επομένως με βάση τις θεωρητικές προϋποθέσεις αυτής της λογικής το χρέος πρέπει να διαγραφεί σε ένα μεγάλο μέρος. Δεδομένο πλέον της διεθνούς κοινότητας αποτελεί ότι είτε ότι θα υπάρξει πρόγραμμα για την Ελλάδα που θα την οδηγεί σε «κινέζικους ρυθμούς μεγέθυνσης» και συγχρόνως θα στείλει σε ιστορικό βάθος γενεών τις λήξεις των δανείων είτε απαιτείται μεγάλη διαγραφή των διακρατικών δανείων έτσι ώστε να υπάρχει η δυνατότητα επιστροφής στις αγορές και επομένως και η απεξάρτηση από τη συνεχή διακρατική χρηματοδότηση. Η υλοποίηση αυτού που σήμερα προβάλλει ως δεδομένο ωστόσο δεν είναι ευθύγραμμη και εύκολη. Η απόφαση αυτή σημαίνει πρώτον βάρη για όσους κουρευτούν, δεύτερον πολιτικές δυσκολίες. Ας σκεφτούμε για παράδειγμα ότι η γερμανική κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές θα πρέπει να ανακοινώσει πρόγραμμα περικοπών στη Γερμανία. Μία διαγραφή του χρέους της Ελλάδας τώρα κάνει μέσα από πολλά μονοπάτια πιο δύσκολο ένα τέτοιο εγχείρημα και συγχρόνως αφαιρείται η πίεση που ασκούν οι χρηματοδοτικές ανάγκες εξυπηρέτησης του χρέους σε μέρος του πολιτικού προσωπικού της Ελλάδας να δεσμεύονται στο σχέδιο της θυσίας των συνταξιούχων των εργαζόμενων και όποιας άλλης κοινωνικής ομάδας επειδή πρέπει να «σωθεί η πατρίδα».

Η ύφεση θα συνεχιστεί και τις δύο επόμενες χρονιές, 2013 και 2014, σύμφωνα με τις προβλέψεις
τρόικας και συγκυβέρνησης. ‘Έως που μπορούμε να φτάσουμε; Πόσο αντέχει ακόμα  η κοινωνία;

Μιλάμε πολύ για το χρέος ωστόσο το βασικό πρόβλημα είναι η ανεργία, ή ύφεση, η πρωτοφανής αναδιανομή πλούτου που γίνεται εις βάρος των πολλών, το ότι από το υπάρχον πρόγραμμα δεν υπάρχει προοπτική διεξόδου που να εξυπηρετεί τις ανάγκες της κοινωνίας.
Η κοινωνία δεν αντέχει ήδη. Για να συνεχίσουμε τη «γόνιμη» παρομοίωση της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας με αυτές των χωρών της ανατολικής Ευρώπης μετά την κατάρρευση, ας θυμηθούμε τις περιγραφές από τη Μόσχα εκείνης της εποχής. Παιδιά και σκυλιά είχαν στήσει ένα ιδιότυπο καταμερισμό εργασίας. Το βράδυ, στον ύπνο στο δόμο τα σκυλιά ζέσταιναν τα παιδιά και τη μέρα τα παιδιά ζητιάνευαν φαί που το μοιράζονταν με τα σκυλιά. Πρόκειται για ακραίες καταστάσεις, αλλά ο βασικότερος παράγοντας που θα εμποδίσει να ζήσουμε ανάλογες ακρότητες εδώ είναι – πέραν της αλληλεγγύης – το αν η κοινωνία μας, οι άνθρωποί της, θα υποταχθούν ή θα ανατρέψουν την νεοφιλελεύθερη πολιτική που ασκείται. Όπως έλεγε και ο Στίγκλιτζ το ερώτημα όταν ασκούνται τέτοιες  πολιτικές δεν είναι γιατί η κοινωνία δεν εξεγείρεται αλλά γιατί αργεί τόσο να εξεγερθεί.

Το συμπέρασμά σου για την εξέλιξη της σύγκρουσης ΔΝΤ – Γερμανίας;

Ο πυρήνας της σύγκρουσης αφορά την τρέχουσα ευρωπαϊκή πολιτική: πρώτον, οδηγεί την παγκόσμια οικονομία προς «τα κάτω» και επομένως εξάγοντας ύφεση στις υπόλοιπες χώρες δυσκολεύει τη διαχείριση της παγκόσμιας κρίσης του 2008, δεύτερον, οδηγεί την Ευρώπη λόγω του επιταχυμένου ρυθμού της  σε κοινωνική και πολιτική αποσταθεροποίηση με απρόβλεπτες διαστάσεις. Δεν πρόκειται για καινούργιο μέλημα: το διατύπωνε και ένα χρόνο πριν την Αραβική Άνοιξη για τις χώρες της περιοχής λόγω της πολιτικής αποσταθεροποίησης που είχε δημιουργήσει η ίδια η δραστηριότητά του στην εν λόγω περιοχή. Όπως είναι γνωστό, το ΔΝΤ προκρίνει μία νεοφιλελεύθερη στρατηγική η οποία ωστόσο θα απλώνει τα μέτρα στο χρόνο με τρόπο που θα παίρνει υπόψη του τους ρυθμούς μεγέθυνσης, έτσι ώστε να αποφεύγει κατάστασης βαθειάς ύφεσης. Η «γραμμή» του ΔΝΤ έχει επικρατήσει ιδεολογικά σε αυτή τη σύγκρουση και ο «Νότος» της Ευρώπης συντάσσεται πίσω από αυτή. Είναι προφανές ότι αυτή η διαφωνία αντανακλά και τις διαφορετικές προσεγγίσεις μεταξύ ΗΠΑ και ευρωπαϊκών ελίτ γύρω από τη διαχείριση της κρίσης όχι μόνο για το παρόν αλλά και για το μέλλον: το χρέος που φορτώθηκαν τα κράτη θα πρέπει να αποκλιμακωθεί και όλοι οι διαθέσιμοι σήμερα τρόποι οξύνουν τις κοινωνικές συγκρούσεις, από τη μία ή την άλλη πλευρά.


http://www.epohi.gr/portal/oikonomia/11450-sss-s-sss