Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2013

Ευρωπαϊκές συγκρούσεις, πράξη πρώτη





Εφημερίδα Αυγή, 2013.11.13

Η θέση ότι “η ευρωζώνη οδηγείται στην καταστροφή της με τις πολιτικές που ακολουθούνται ” στηρίζει, από τη μία πλευρά, επιχειρήματα ενάντια στις τρέχουσες πολιτικές, ενώ από την άλλη πλευρά, πολιτικές προτάσεις.
Σε μία, τουλάχιστον, εκδοχή της αυτή η θέση έχει “διαψευστεί”. Από το καλοκαίρι του 2011 (που οι αγορές αμφισβήτησαν την πιστοληπτική ικανότητα της Ισπανίας και της Ιταλίας), μία σειρά αναλύσεις κατέτειναν στο συμπέρασμα ότι είναι θέμα εβδομάδων η αποδόμηση της ευρωζώνης αν δεν αλλάξει η στρατηγική της για τη διαχείριση της κρίσης του 2008.
Ενισχυόταν μάλιστα αυτές οι αναλύσεις από το επιχείρημα ότι παρόλο που τα συμφέροντα των κρατών-μελών της ευρωζώνης δεν θα εξυπηρετούνταν από τη διάλυσή της (όλα θα βρίσκονταν σε χειρότερη θέση μετά από ένα τέτοιο συμβάν) οι συγκρούσεις συμφερόντων ήταν τέτοιες που η διάλυσή της θα μπορούσε να προέλθει ως “ατύχημα” - παρόλο που δεν θα το ήθελε κανείς.
Και τα δύο επιχειρήματα έχουν αποδειχθεί άκυρα, εμπειρικά, τουλάχιστον στο βαθμό που οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι η καταστροφή είναι άμεση (δηλαδή ήδη σε παρελθόντα χρόνο για εμάς). Ωστόσο με τις κατάλληλες προσαρμογές συνεχίζουν να αποτελούν βάση συλλογισμών για το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, χωρίς ωστόσο να έχουν επερωτηθεί θεωρητικά οι λόγοι για τους οποίους η εμπειρία κατέστησε άκυρους τους συλλογισμούς.
Αυτές οι προτάσεις φανερώθηκαν ως αυτό που ήταν, άκυρες, επειδή υποτιμούσαν τη θεωρητική σημασία δύο παραγόντων.
Ας ξεκινήσουμε από την ιδέα του “ατυχήματος”. Προϋπόθεση της, στην περίπτωση που αντιμετωπίζουμε τα κράτη ως “ορθολογικώς” δρώντα, είναι να διαβάσουμε τη συγκρότηση της ευρωπαϊκής πολιτικής ως ένα παίγνιο προδεδομένων και άκαμπτων κανόνων και στη βάση αυτή να εξάγουμε ένα γνωστό αποτέλεσμα στα παίγνια (παίγνιο των “υποδίκων”) όπου καθώς ο καθένας επιζητά την καλύτερη λύση για τον ίδιο, στο τέλος καταλήγουν όλοι στη χειρότερη λόγω αδυναμίας συντονισμού τους. Στην περίπτωση που θεωρούμε ότι υπάρχουν “ανορθόλογοι” παίκτες, (υποστηριζόταν άλλωστε ότι οι πολιτικές που ακολουθούνται είναι “ανορθολογικές” αφου δημιουργούν ύφεση και επομένως οξύνουν το πρόβλημα του χρέους), τότε η δυνατότητα καταστροφής είναι εγγενής ακριβώς επειδή δεν βλέπουν το συμφέρον “τους”.
Αυτό που παραβλέπεται πρώτα-πρώτα, είναι η έννοια της ηγεμονίας και της συγκρότησής της και στο πεδίο του κράτους-έθνους και στο πεδίο των ευρωπαϊκών πολιτικών. Συνάμα, παραβλέπεται και το μάθημα, που πήραν οι σχεδιαστές πολιτικής - και το οποίο εμπέδωσαν με δραματικό τρόπο – από τον Πόλσον με το “πείραμα” του, να αφήσει τη Lehman Brothers να καταρρεύσει.
Επίσης παραβλέπεται η συνθετότητα των μηχανισμών και η πολλαπλότητα των μέσων που διαθέτουν και οι οποίοι συγκροτούν το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Τις προβλέψεις περί καταστροφής τις ακύρωσε μία απόφαση της ΕΚΤ που παρείχε στήριξη στις αγορές ομολόγων της Ιταλίας και της Ισπανίας χωρίς να αλλάξει τίποτα “ουσιώδες” στους στρατηγικούς στόχους της ακολουθούμενης πολιτικής.

Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2013

Το μνημόνιο πέθανε, ζήτω το Μνημόνιο!


Το Μνημόνιο ως εσωτερικός, αιώνιος, κώδικας.

 Κυριακή, 15 Σεπτεμβρίου 2013 

Του
Σπύ­ρου Λα­πα­τσιώ­ρα




Δεν μπο­ρεί να πε­ρι­μέ­νει κα­νείς σε μία πρω­θυ­πουρ­γι­κή ο­μι­λία την πα­ρα­δο­χή ό­τι η πα­ρου­σία πρω­το­γε­νούς πλε­ο­νά­σμα­τος στο προϋπο­λο­γι­σμό ο­φεί­λε­ται στη μείω­ση, πέ­ραν των προϋπο­λο­γι­σθέ­ντων, των δα­πα­νών για δη­μό­σιες ε­πεν­δύ­σεις (η ο­ποία, προ­φα­νώς, έ­χει υ­φε­σια­κές συ­νέ­πειες στην οι­κο­νο­μία), των δη­μο­σίων δα­πα­νών δια­φό­ρων κα­τη­γο­ριών (νο­σο­κο­μεία, Ε­ΟΠ­ΠΥ, α­σφα­λι­στι­κά τα­μεία και άλ­λοι) και στην κα­θυ­στέ­ρη­ση ε­πι­στρο­φής φό­ρων. Θα ι­σο­δυ­να­μού­σε με αυ­το­κρι­τι­κή δή­λω­ση αμ­φι­σβή­τη­σης της ορ­θό­τη­τας της πο­λι­τι­κής που α­κο­λου­θεί­ται, με διε­θνή α­ντί­κτυ­πο.
Δεν μπο­ρεί, ε­πί­σης, να πε­ρι­μέ­νει την πα­ρα­δο­χή ό­τι το ό­ποιο πρω­το­γε­νές πλεό­να­σμα πα­ρα­τη­ρεί­ται τώ­ρα, προέρ­χε­ται α­πό μία κοι­νω­νι­κά ά­δι­κη πο­λι­τι­κή, που ε­ντεί­νει τις κοι­νω­νι­κές και τα­ξι­κές α­νι­σό­τη­τες. Για να χρη­σι­μο­ποιή­σου­με τα λό­για άλ­λων, που δεί­χνει «ό­τι στην Ελλά­δα ο πλού­τος α­να­δια­νέ­με­ται με κοι­νω­νι­κά ά­δι­κο τρό­πο» και οι μνη­μο­νι­κές πο­λι­τι­κές ε­ντεί­νουν αυ­τή την ά­νι­ση κα­τα­νο­μή εις βά­ρος των κα­τώ­τε­ρων τά­ξεων και α­πό την πλευ­ρά των ε­σό­δων (φό­ρων) και α­πό την πλευ­ρά των δα­πα­νών. Θα ι­σο­δυ­να­μού­σε με α­να­γνώ­ρι­ση του τα­ξι­κά με­ρο­λη­πτι­κού χα­ρα­κτή­ρα της πο­λι­τι­κής που α­κο­λου­θεί­ται.

Τετάρτη 5 Ιουνίου 2013

Μεγέθυνση το 2014;

Μεγέθυνση το 2014;


Εφημερίδα Αυγή, 2013.05.06

http://www.avgi.gr/article/410534/megethunsi-to-2014



Η συζήτηση για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομία το 2014 προϋποθέτει ζητήματα που χρειάζονται εξέταση. Όμως, πρόκειται για συζήτηση που δεν την αφορά τι θα γίνει φέτος, έτος βαθιάς ύφεσης όπως του 2012, που δεν την αφορά η ανάπτυξη, αφού εκτός από το ύψος του ΑΕΠ σχετίζεται με ζητήματα, τα οποία, ανεξάρτητα από το αν και πότε (2014 ή 2015) θα έχουμε μεγέθυνση, η παρούσα πολιτική εμφανώς τα χειροτερεύει: ανεργία, ανισοκατανομή εισοδήματος, φτώχεια, υγεία, παιδεία, δημοκρατία, ελεύθερος χρόνος και ποιότητα ζωής. Στο παρόν σημείωμα, λόγω έκτασης, θα περιοριστούμε σε κάποιες πτυχές του θέματος «μεγέθυνση το 2014».

Είναι προφανές ότι αυτή η συζήτηση σχετίζεται με τον ευρωπαϊκό χώρο και τις γερμανικές εκλογές: η λιτότητα χρειάζεται στήριξη, καθώς αμφισβητείται η αποτελεσματικότητά της, τόσο ως προς τους στόχους όσο και ως προς τα δευτερογενή αποτελέσματα (π.χ. ένταση του δυναμικού των κοινωνικών συγκρούσεων).

Επίσης, η συζήτηση αυτή αποπροσανατολίζει από τις ήδη εμφανείς αποκλίσεις για τους στόχους του 2013. Έτσι, επί κυβέρνησης Σαμαρά, όπως και προηγουμένως, οι εκτιμήσεις για το ΑΕΠ αναθεωρούνται συνεχώς: 202,6 δισ. πριν τις εκλογές, 184,5 τον Οκτώβριο 2012 και 183,5 τον Μάιο 2013. Επομένως, η ακολουθούμενη πολιτική σωρεύει χειρότερα αποτελέσματα από τα αναμενόμενα.

Επιπλέον, αποσιωπάται ότι η πτώση του ονομαστικού ΑΕΠ το 2013 θα είναι αντίστοιχη του 2012. Όταν το ξεπέρασμα της κρίσης αφορά τη μείωση δημόσιου και ιδιωτικού χρέους, την απομόχλευση δηλαδή, τότε το ονομαστικό ΑΕΠ έχει τη σημασία του. Εδώ αξίζει να παρατηρήσουμε τα εξής:

α) Διαφημίστηκε πολύ η μικρότερη πτώση του ΑΕΠ στο πρώτο τρίμηνο του 2013 σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο του 2012 (-5,3% έναντι -6,7%). Ωστόσο η διαφήμιση αφορούσε το πραγματικό ΑΕΠ, που συνυπολογίζει τη μείωση των τιμών. Το ονομαστικό ΑΕΠ, όμως, μειώθηκε περισσότερο φέτος απ' ό,τι το 2012 (-7% έναντι -6,3%).

β) Το ΑΕΠ ισούται με την τελική κατανάλωση, τις επενδύσεις και τις εξαγωγές μείον τις εισαγωγές. Έτσι, το ΑΕΠ αυξάνει όταν αυξάνει η κατανάλωση ή η επένδυση ή οι εξαγωγές ή αν μειώνονται οι εισαγωγές. Ποιες τάσεις διαγράφονται γι' αυτά όμως;

Τα 194 δισ. ΑΕΠ το 2012 αναλύονται σε: 177 κατανάλωση, 26 επενδύσεις και 52 εξαγωγές μείον 62 δισ. εισαγωγές.

Τα 183,5 δισ. ΑΕΠ το 2013 προκύπτουν από: πτώση της κατανάλωσης κατά 14 δισ. (όση και πέρσι), πτώση των επενδύσεων κατά 2 δισ., αύξηση των εξαγωγών κατά 1,2 δισ., πτώση των εισαγωγών κατά 4,5 δισ.

Το ΑΕΠ του 2014 προβλέπεται σε 183,9 δισ. - ελαφρά αυξημένο κατά 0,4 δισ. σε σχέση με το 2013. Αυτή η πρόβλεψη φαίνεται καταρχάς παράδοξη, επειδή συγχρόνως προβλέπεται 5 δισ. πτώση κατανάλωσης που δεν την αντισταθμίζει η μικρή αύξηση επενδύσεων (1 δισ.) και εξαγωγών (2 δισ.). Τότε πώς αυξάνει το ΑΕΠ; Επειδή μειώνονται οι εισαγωγές.

Δηλαδή, ακόμη κι αν αυξηθεί το ΑΕΠ το 2014, αυτό επίσημα προβλέπεται να συμβεί με παράλληλη μεγάλη μείωση της κατανάλωσης, δηλαδή του διαθέσιμου εισοδήματος (μειώνονται μισθοί-συντάξεις, ενώ η εκτιμώμενη αύξηση κερδών θα έχει πολύ μικρή επίδραση στη συγκράτηση της πτώσης της κατανάλωσης). Επίσης προβλέπεται μείωση εισαγωγών, λόγω πτώσης της κατανάλωσης, όπως και ότι οι εξαγωγές δεν θα επηρεαστούν από τις υφεσιακές πολιτικές στην Ευρώπη (πράγμα που τα αποτελέσματα του α' τριμήνου μάλλον θέτουν σε αμφισβήτηση).

Με άλλα λόγια, πρόκειται για πολιτική η οποία πανηγυρίζει ως ανάσχεση της ύφεσης τις εκτιμήσεις ότι θα μειωθεί κι άλλο η κατανάλωση, δηλαδή το διαθέσιμο εισόδημα, και θα πετύχει αύξηση ΑΕΠ επειδή θα μειωθούν οι εισαγωγές ακόμη περισσότερο. Βέβαια, ακόμα κι αυτά προϋποθέτουν ότι δεν θα παρθούν νέα μέτρα και το γενικότερο περιβάλλον θα είναι όπως αναμένεται.

Τελευταίο και ίσως σημαντικότερο. Η συζήτηση για την ανάπτυξη το 2014 βάζει στην άκρη τη συζήτηση για το τι είδους ανάπτυξη υπόσχονται: ένα μέλλον που θα έχει συντελεστεί μια εκπληκτική αναδιανομή πλούτου και ισχύος προς όφελος των ισχυρών.

Οι οικονομικές πολιτικές στόχευαν σε γρήγορη και βαθιά αναδιανομή πλούτου και ισχύος. Αυτό μερικώς επετεύχθη. Επομένως, αυτό που θα ήθελαν να πανηγυρίσουμε είναι η υπόσχεση οικονομικής μεγέθυνσης που θα συνοδεύεται από φτώχεια, οξυμένες ανισότητες, υψηλή ανεργία και περιορισμένη δημοκρατία.


Κυριακή 26 Μαΐου 2013

Αλλαγή πολιτικής για κοινωνικές αλλαγές (έξοδος από το νεοφιλελευθερισμό και όχι από το ευρώ)





Αλλαγή πολιτικής για κοινωνικές αλλαγές
(έξοδος από το νεοφιλελευθερισμό και όχι από το ευρώ)

Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Κυριακή 26 Μαΐου 2013

Του ΣΠΥΡΟΥ ΛΑΠΑΤΣΙΩΡΑ


Η ΕΞΟΔΟΣ από το ευρώ παρουσιάζεται και ως στόχος που πρέπει να υιοθετηθεί και ως αντικειμενικό αποτέλεσμα οικονομικών και πολιτικών διαδικασιών. Το δεύτερο, πολλές φορές χρησιμεύει ρητορικά. Επειδή θα υπάρξει το αποτέλεσμα, η επιχειρηματολογία περνά στα πλεονεκτήματα εξόδου («συντεταγμένα», δηλαδή με ένα Μνημόνιο συνεργασίας με την Ε.Ε. και την ΕΚΤ ή όχι) και επομένως στο να τίθεται ως στόχος. Ωστόσο ως αποτέλεσμα πρόκειται για αστάθμητο συμβάν: εξαρτάται από πολιτικούς συσχετισμούς και συγκυρίες σε διεθνές περιβάλλον έντονων συγκρούσεων που μετασχηματίζεται γοργά. Εδώ θα περιοριστούμε σε μερικά σημεία που αφορούν την έξοδο ως στόχο.

Λέγεται συχνά, ότι εντός ευρώ δεν υπάρχει αυτονομία της νομισματικής πολιτικής (για παράδειγμα, το ύψος των επιτοκίων) επειδή αυτή ελέγχεται από την ΕΚΤ ενώ εκτός ευρώ θα καθορίζεται από την Τράπεζα της χώρας. Πρόκειται περί απατηλού ρητορικού επιχειρήματος. Την ισοτιμία του νέου νομίσματος θα πρέπει να την υπερασπίζεσαι στις αγορές συναλλάγματος και η νομισματική πολιτική θα δεσμεύεται από αυτήν την αναγκαιότητα. Με άλλα λόγια, η νομισματική πολιτική θα είναι ετερόνομη, θα υπόκειται στο δεσμευτικό πλαίσιο που δημιουργούν οι αγορές συναλλάγματος.

Θεωρείται ότι η έξοδος από το ευρώ αποτελεί ανταγωνιστική πολιτική ως προς τις μνημονιακές πολιτικές. Αποτελεί επίσης αυταπάτη. Πρόκειται για πολιτική που πετυχαίνει παρόμοια αποτελέσματα, δηλαδή υποκατάστατη πολιτική. Γι' αυτό και το ΔΝΤ, ένας νεοφιλελεύθερος οργανισμός, χρησιμοποιούσε το εργαλείο της υποτίμησης σε χώρες εκτός ευρώ. Ενα παράδειγμα πιο πρόσφατο, στη σχετική μελέτη του ΑΚΕΛ. Σε αυτήν (σελίδα 44) αναγνωρίζεται ρητά ότι η μείωση των μισθών που θα γίνει μέσω του Μνημονίου μπορεί να επιτευχθεί επίσης με την (αναγκαία) υποτίμηση του νέου νομίσματος ως προς το ευρώ. Γιατί αποτελεί κεντρική πρόταση αυτή; Επειδή οι μνημονιακές πολιτικές στηρίζονται στην παραδοχή ότι το πρόβλημα της βελτίωσης του εξωτερικού ισοζυγίου είναι πρόβλημα ανταγωνιστικότητας τιμής των προϊόντων και όχι, με μία μη-ακριβή έκφραση, «ανταγωνιστικότητας ποιότητας». Επιπρόσθετα, οι μη ανταγωνιστικές τιμές οφείλονται στους υψηλούς μισθούς και όχι στα υψηλά κέρδη (η μελέτη του ΙΝΕ ΓΣΕΕ είναι αποκαλυπτική για την περίπτωση της Ελλάδας). Στη βάση αυτών των παραδοχών, κάθε μνημονιακό μέτρο διαπνέεται από την εσωτερική υποτίμηση της εργασίας. Η πρόταση εξόδου μοιράζεται την ίδια θεωρητική παραδοχή: το πρόβλημα είναι πρόβλημα εμπορικού ισοζυγίου, πρόβλημα ανταγωνιστικότητας τιμής και η λύση επιτυγχάνεται με την υποτίμηση ενός νέου νομίσματος. Ωστόσο, αυτό σημαίνει ότι θα μειωθεί η αγοραστική δύναμη των μισθών, των συντάξεων και γενικότερα των εγχώρια παραγόμενων εισοδημάτων, μία εξωτερική υποτίμηση της εργασίας.

Το ζήτημα που πρέπει να μας απασχολήσει -και κάθε ευρωπαϊκή κοινωνία- είναι η συγκρότηση όχι υποκατάστατων αλλά εναλλακτικών πολιτικών. Στόχος που είναι συμβατός με την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών αποτελεί η έξοδος από το νεοφιλελευθερισμό που με ευρώ ή χωρίς ευρώ μπορεί να κυριαρχεί, όπως κυριαρχεί τις τελευταίες δεκαετίες.

http://www.enet.gr/?i=news.el.oikonomia&id=365817

Κυριακή 14 Απριλίου 2013

3 Χρόνια Μνημόνια, Εφημερίδα των Συντακτών


3 Χρόνια Μνημόνια

Εφημερίδα των Συντακτών, 14/04/13
 

Για να καταλάβουμε την εμπειρία τριών χρόνων μνημονίων πρέπει να καταλάβουμε, τουλάχιστον, τους λόγους που φτάσαμε στα μνημόνια και τις επιλογές που έχουμε ως κοινωνία για το μέλλον. Προφανώς σημαντικές πτυχές θα παραλειφθούν για λόγους έκτασης του κειμένου.

Οι λόγοι που φτάσαμε στο μνημόνιο

Εν ολίγοις προέρχονται από το νεοφιλελευθερισμό ως σύστημα οργάνωσης της καπιταλιστικής αναπαραγωγής, ο οποίος παρήγαγε και τις αιτίες της κρίσης του 2008 αλλά και τις οικονομικές πολιτικές που επιχειρούν να υλοποιηθούν με τα μνημόνια. Ειδικότερα:
1) Η νεοφιλελεύθερη ρύθμιση των οικονομιών είχε ως πυρήνα τη συγκρότηση του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος το οποίο βρέθηκε σε κρίση το 2008. Πρόκειται για ένα σύστημα που αποτελεί μηχανισμό πειθάρχησης των κρατών και των επιχειρήσεων στο νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα. Για να έχουν «καλή» πρόσβαση στη χρηματοδότηση από τις διεθνείς αγορές, τα μεν κράτη πρέπει να έχουν χρηστή διαχείριση των ελλειμμάτων (μέσω περικοπών δαπανών, ιδιωτικοποίησεων και χαμηλής φορολόγησης) οι δε επιχειρήσεις να παρουσιάζουν κέρδη με δυναμική αντιμετώπιση των απαιτήσεων των εργαζομένων. Με άλλα λόγια να υλοποιούν τις βασικές στοχεύσεις του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος εθελούσια.
Αυτό το σύστημα ευθύνεται και για την επιτυχία του νεοφιλελευθερισμού στην υπόσχεσή του για τη μεγέθυνση των οικονομιών και συγχρόνως ευθύνεται για τη διεύρυνση των ανισοτήτων (πλούτου και ισχύος) και για τις μεγάλες οικονομικέ διακυμάνσεις που παρατηρούνται. Η κρίση του 2008 προήλθε από το ίδιο και ήταν συστημική επειδή άγγιζε τον πυρήνα του.

2) Στην Ευρώπη η πολιτική για τη διαχείριση της κρίσης είναι αυτή που παράγει μεγαλύτερη ύφεση και ανεργία. Συνίσταται στην προσπάθεια να αντιμετωπιστεί η κρίση με την εμβάθυνσή του και η επιτάχυνση των νεοφιλελευθέρων μεταρρυθμίσεων που ήδη βρίσκονταν σε εξέλιξη αργόσυρτα τις προηγούμενες δεκαετίες
Έτσι η «κρίση είναι ευκαιρία» για να καταπολεμηθούν ό,τι η νεοφιλελεύθερη θεώρηση ονόμαζε «ακαμψίες» του ευρωπαϊκού κοινωνικού υποδείγματος που είχε εγκαθιδρυθεί μετά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Κάθε σκέψη, για παράδειγμα ένα σύστημα μεταβίβασης πόρων μεταξύ των κρατών μελλών ή αλλαγή των κανόνων λειτουργίας της ΕΚΤ, θα σήμαινε αλλαγή του νεοφιλελεύθερου «κοινωνικού συμφώνου».
Πρόκειται για πολιτική «φωτιάς», η οποία με τα λόγια του κ. Σόιμπλε είναι ορθή επειδή τα βραχυχρόνια κόστη αυτής της πολιτικής (χρεοκοπίες κρατών, επιχειρήσεων, νοικοκυριών, ανεργία,…) αν μπουν στην ίδια ζυγαριά με τα μακροχρόνια οφέλη (υποτίμηση της εργασίας, αποδόμηση κοινωνικού κράτους, νέοι τομείς για επικερδείς τοποθετήσεις κεφαλαίου) κάνουν τη ζυγαριά να γέρνει υπέρ του μακροχρόνιου οφέλους. Η ύφεση και η ανεργία είναι αναγκαία αποτελέσματα και συγχρόνως μέσα για την υλοποίησή της.

3) Η ελληνική ιδιαιτερότητα. Η ελληνική οικονομία εισήλθε στην παγκόσμια κρίση χωρίς αν έχει τις τράπεζές της υπερβολικά εκτεθειμένες. Ωστόσο είχε υψηλό δημόσιο χρέος και ανάγκες χρηματοδότησης.
Η αιτία για το υψηλό δημόσιο χρέος, παρά τους υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας οφειλόταν στο κοινωνικό σύμφωνο που είχε συναφθεί ώστε να εμπεδωθεί ο νεοφιλελευθερισμός στην Ελλάδα. Οι δαπάνες δεν ήταν υψηλές, ήταν λίγο κάτω από το μέσο όρο της ευρωζώνης (το ζήτημα της διάρθρωσης και της αποτελεσματικότητας των δημοσίων δαπανών είναι ένα διαφορετικό ζήτημα για ό,τι συζητάμε). Αν και τα έσοδα ήταν λίγο κάτω από το μέσο όρο της ευρωζώνης – και όχι πολύ πιο κάτω λόγω της φοροαπαλλαγής του πλούτου - η ελληνική οικονομία θα συναντιόταν με την παγκόσμια κρίση με δημόσιο χρέος μικρότερο της Γερμανίας.

Επιλογές για τη συνέχεια

Έξοδος από την ύφεση, την ανεργία και την φτώχια μπορεί να βρεί η ελληνική κοινωνία μόνο με την ακύρωση αυτών των πολιτικών.
Η κοινωνία μας πρέπει να αναζητήσει μία άλλη οικονομική πολιτική, πέραν του νεοφιλελευθερισμού. Αυτό προϋποθέτει αλλαγή του ιστορικού συσχετισμού δυνάμεων που έχει διαμορφωθεί υπέρ του νεοφιλελευθερισμού, στο πολιτικό και κοινωνικό θεσμικό επίπεδο. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο μερικά σε εγχώριο επίπεδο. Μία λύση πέραν του νεοφιλελευθερισμού, προς όφελος των κοινωνιών, απαιτεί διεθνές βάθος και από πολλές απόψεις ευρωπαϊκό βάθος. Υπάρχουν λόγοι αισιοδοξίας σε μία τέτοια προοπτική. Η επιτυχία της αριστεράς στην Ελλάδα, το ότι οι ευρωπαϊκές κοινωνίες έχουν αρχίσει να ξυπνάνε από το λήθαργο των τελευταίων δεκαετιών. Να γίνεται όλο και πιο πολύ κατανοητό το βάρος των ιστορικών επιλογών (και όχι μονόδρομων). Μία ιστορική κρίση όπως η σημερινή, που συγκρίνεται με αυτή του 1929 «λύνεται» μόνο με τη διαμόρφωση ενός άλλου υποδείγματος. Σχηματικά οι επιλογές που τίθενται για κάθε ευρωπαϊκή κοινωνία είναι ή η υποταγή της στη μετάλλαξη της Ευρώπης σε μία εκδοχή «κινεζοποίησης» ή ανίχνευση της συγκρότηση ενός νέου παραδείγματος.
Παραδείγματος που θα έχει ως κριτήριο μία οικονομική ανάπτυξη που θα υλοποιείται μέσω μίας αντίστροφη αναδιανομή πλούτου και ισχύος από αυτή που επιχειρείται, υπέρ των ασθενέστερων - και αυτό αποτελεί όρο για ανάπτυξη προς όφελος της πλειοψηφίας της κοινωνίας. Παραδείγματος που θα στηρίζεται σε πολιτικές επανοικειοποίησης του νοήματος της κοινωνικής αλληλεγγύης και της δημοκρατίας, σεβασμού του περιβάλλοντος όπως απαιτεί ο 21ος αιώνας.

Σπύρος Λαπατσιώρας


https://www.efsyn.gr/?p=40342

Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013

Μισθοί, o ΣΥΡΙΖΑ κυβέρνηση και η αντιπολίτευση

Μισθοί, o ΣΥΡΙΖΑ κυβέρνηση και η αντιπολίτευση


Εφημερίδα Αυγή, 2013.02.27
http://www.avgi.gr/article/74642/misthoi-o-suriza-kubernisi-kai-i-antipoliteusi

Ο κατώτατος μισθός στον ιδιωτικό τομέα στην Ελλάδα έχει μειωθεί σε επίπεδα που δεν φτάνει να ζήσει ο εργαζόμενος. Αυτή η πραγματικότητα είναι, αφενός μεν, αποτέλεσμα ενός κοινωνικού συσχετισμού δυνάμεων που διαμορφώθηκε την προηγούμενη εικοσαετία εις βάρος των εργαζομένων, αφετέρου δε, των μνημονιακών μεταρρυθμίσεων.
Η αύξηση των μισθών δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί απλά με νομοθετική ρύθμιση. Η ισχύς του κόσμου της εργασίας έχει διαβρωθεί εδώ και μία εικοσαετία μέσω της επέκτασης των άτυπων μορφών εργασίας και τη συνακόλουθη μείωση της ισχύος του συνδικαλιστικού κινήματος. Οι συλλογικές συμβάσεις, με βάση τον συσχετισμό δύναμης και την πραγματικότητα της αγοράς εργασίας, αποτελούσαν ένα θεσμικό απομεινάρι, ενός άλλου κοινωνικού συσχετισμού δυνάμεων το οποίο εύκολα το ανέτρεψαν οι νεοφιλελεύθερες μνημονιακές πολιτικές.
Απαιτείται θεσμική αλλαγή που να σκοπεύει και να υποστηρίζει την αύξηση της ισχύος των εργαζομένων, μέρος της οποίας σημαίνει αναγέννηση και διεύρυνση του συνδικαλιστικού κινήματος, έτσι ώστε οι εργαζόμενοι χρησιμοποιώντας το νέο θεσμικό πλαίσιο να διεκδικήσουν ό,τι τους αναλογεί. Αυτή η κινητοποίηση είναι που θα διασφαλίσει αυξημένους μισθούς και βελτιωμένους όρους εργασίας και όχι ένα απλό μόνο «διάταγμα» που στις σημερινές συνθήκες κινδυνεύει να καταστεί απλά ένα έγγραφο χωρίς καμία πραγματική ισχύ, (ωστόσο η ακύρωση των μνημονιακών παρεμβάσεων αποτελεί, έστω και τυπικά, τμήμα αυτής της θεσμικής αλλαγής).
Με τα μέχρι τώρα δεδομένα η αύξηση των μισθών είναι δυνατή, επιθυμητή και αναγκαία. Με βάση τα στοιχεία της Eurostat μεταξύ 2009 και 2011 χάθηκαν 17 δισ. ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας (συνολική αξία παραγωγής χωρίς φόρους επί των προϊόντων). Από αυτά, τα 12,8 δισ. (το 75% της συνολικής απώλειας) αφορά την αποζημίωση των εργαζομένων. Το μέγεθος αυτής της απώλειας εξηγεί τη μείωση της εσωτερικής ζήτησης και επομένως την έκταση της ύφεσης.
Κάθε σχέδιο άμεσης σταθεροποίησης της οικονομίας με στόχο την ανάκαμψη απαιτεί να αντιμετωπιστούν συνδυασμένα και άμεσα: πρώτον, η ανεργία, η οποία δεν αντιμετωπίζεται χωρίς παρέμβαση του δημοσίου, αξιοποίηση του αργούντος παραγωγικού δυναμικού και πραγματοποίηση σε δεύτερο χρόνο ιδιωτικών επενδύσεων, δεύτερον, το αναγκαίο κούρεμα στα χρέη νοικοκυριών και επιχειρήσεων σε συνάρτηση με ένα αναδιοργανωμένο τραπεζικό σύστημα το οποίο να μπορεί να χρηματοδοτήσει δραστηριότητες, τρίτον, η αναγκαιότητα αύξησης της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών και των συνταξιούχων έτσι ώστε να αυξηθεί η εσωτερική ζήτηση, τέταρτον, η αναγκαία αναδιοργάνωση της δημόσιας διοίκησης -και στο σύστημα δημοσίων δαπανών και εσόδων και πέμπτον, την οργάνωση της κοινωνικής οικονομίας και αλληλέγγυας κοινωνίας. Όλα αυτά σχετίζονται μεταξύ τους και πρέπει να αντιμετωπιστούν άμεσα και συνδυασμένα, όπως δείχνει και το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ.
    Πολλές φορές λέγεται ότι το να βρεθεί ο ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση δεν συνεπάγεται ότι θα έχει και την εξουσία. Ορθή πρόταση η οποία σε σχέση με τις προηγούμενες διαπιστώσεις για τις αναγκαίες οικονομικές πολιτικές μας οδηγεί σε ένα πολιτικό συμπέρασμα (έχοντας ως δεδομένο τις τρέχουσες συνθήκες και την κύρια τάση διαμόρφωσής τους στο ορατό μέλλον). Με ένα πρόγραμμα στο οποίο για να σωθεί η ελληνική κοινωνία θα καλείται σε μία «νέα συμφωνία» ριζοσπαστικών θεσμικών μεταρρυθμίσεων, μία ανακατανομή ισχύος και πλούτου προς όφελος των πολλών, ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση, θα συνιστά αντιπολίτευση απέναντι στο κράτος, δηλαδή τη δύναμη μετασχηματισμού του παρελθόντος κοινωνικού συσχετισμού δυνάμεων όπως αποτυπώνεται  στις πρακτικές ενός πυκνού και συνεχούς δικτύου θεσμών (όπου τα ΜΜΕ, η παιδεία, η τοπική αυτοδιοίκηση περιλαμβάνονται) που συνιστούν το σύστημα οργάνωσης της κεφαλαιοκρατικής αναπαραγωγής όπως έχει διαμορφωθεί στο νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα.
Για να μπορέσει να υλοποιηθεί ένα τέτοιο πρόγραμμα ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων, ως αναγκαία συνθήκη εξόδου από την κοινωνική και οικονομική κρίση, απαιτείται τα κινήματα, μέσω των θεσμών που θα ιδρύσει ή επανιδρύσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, να αναπτυχθούν, να κινητοποιήσουν κάθε διαθέσιμο κοινωνικό πόρο, ώστε την τυπική δυνατότητα αλλαγής της κατανομής ισχύος που θα συνιστούν οι νομοθετικές παρεμβάσεις να την καταστήσουν πραγματική. Σε αυτό το πλαίσιο η δράση των κινημάτων είναι πέραν του διπόλου συμπολίτευσης-αντιπολίτευσης. Σε μία τέτοια κατάσταση, άλλωστε, ο χώρος της τυπικής αντιπολίτευσης (ουσιαστικής συμπολίτευσης στο υπάρχον κράτος) θα καταληφθεί από τους θεσμούς που θέλουν να συντηρήσουν το υπάρχον καθεστώς και από τη Δεξιά∙ δεν υπάρχει χώρος για αριστερή αντιπολίτευση σ’ αυτή τη σύγκρουση.

Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2013

Η σημασία του δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή



Η σημασία του δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή



Εφημερίδα Εποχή, Κυριακή, 17 Φεβρουαρίου 2013



Ο πολλαπλασιαστής, για τον οποίο συζητάμε, σημαίνει ότι για κάθε 1 ευρώ που μειώνονται οι δημόσιες δαπάνες μειώνονται τα συνολικά εισοδήματα, όλης της οικονομίας, όσο είναι ο πολλαπλασιαστής – αν είναι 2, τότε κατά ένα ευρώ από τη μείωση των δαπανών και κατά άλλο ένα ευρώ από τις αλυσιδωτές επιπτώσεις της μείωσης. Την εμπειρία αυτής της κατάστασης την έχει πλέον όλη η ελληνική κοινωνία. Η μείωση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων κατά ένα ευρώ μειώνει και τη ζήτησή τους με συνέπεια να μην μειώνονται τα συνολικά εισοδήματα κατά ένα ευρώ μόνο αλλά περισσότερο, επειδή οι επιχειρήσεις που πουλάνε προϊόντα μειώνουν τις παραγγελίες τους, το προσωπικό τους, τις επενδύσεις και ούτω καθ’ εξής.

Η έννοια του πολλαπλασιαστή δείχνει τη δημαγωγία του ευρύτατα αποδεκτού νεοφιλελεύθερου επιχειρήματος: να τελειώνουμε με το δημόσιο γιατί υπάρχει ανεργία στον ιδιωτικό τομέα και όσο το πληρώνουμε δεν λύνεται το πρόβλημα της ανεργίας. Η αύξηση της ανεργίας στο 30% προέρχεται σε σημαντικό βαθμό από τον περιορισμό των δημοσίων δαπανών. Η πρόταση για απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων και περιορισμό του δημοσίου θα αυξήσει την ανεργία σε μεγαλύτερα ποσοστά.

Με αντίστροφο τρόπο ένας υψηλός πολλαπλασιαστής δείχνει ότι αν αυξήσεις τις δημόσιες δαπάνες κατά ένα ευρώ τότε θα έχεις αύξηση στα συνολικά εισοδήματα όσο είναι ο πολλαπλασιαστής (με βάση τα προηγούμενα 2 ευρώ).

Η βάση της συζήτησης για τον πολλαπλασιαστή

Βάση της διεθνούς συζήτησης για τον πολλαπλασιαστή αποτελεί η σύγκρουση μεταξύ των διαφορετικών στρατηγικών διαχείρισης της κρίσης του 2008.

Εξ αρχής είχαν διαμορφωθεί δύο κύρια στρατόπεδα εκατέρωθεν του Ατλαντικού στη βάση διαφορετικών κοινωνικών και πολιτικών συσχετισμών. Οι ΗΠΑ θεωρούσαν ότι σε συνθήκες κρίσης η αύξηση των ελλειμμάτων, η δαπάνη και ο δανεισμός και όχι η λιτότητα, είναι αναγκαία για να περιοριστεί η αύξηση της ανεργίας και να ανακοπεί η ύφεση, ενώ οι Ευρωπαίοι θεώρησαν ότι οι συνθήκες κρίσης δίνουν την ευκαιρία να αλλαχθεί το ευρωπαϊκό κοινωνικό υπόδειγμα και οι πολιτικές λιτότητας, απαραίτητο εργαλείο πειθαρχίας εκάστου σε αυτό το στόχο.

Η διαμάχη αυτή είχε αρκετά σκληρά διπλωματικά και μη επεισόδια. Ο βασικός λόγος για τα επεισόδια είναι ότι η Ευρώπη το κύριο εμπόρευμα που εξάγει, με την πολιτική που έχει επιλέξει, στις ΗΠΑ και σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο είναι ύφεση και συγχρόνως αποδομεί τον συντονισμό σε παγκόσμιο επίπεδο για τη διαχείριση της κρίσης.

Θεωρητική ιστορία της διαμάχης

Η Ευρώπη διεκδικούσε θεωρητική νομιμοποίηση της στρατηγικής της με το δόγμα της «λιτότητας που φέρνει ανάπτυξη» το οποίο το υπερασπίστηκε και το εγχώριο πολιτικό προσωπικό - αποκαλυπτικές οι εκθέσεις του κ. Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας ακόμη και μετά την κριτική που ασκήθηκε από το ΔΝΤ. Η λογική του δόγματος είναι ότι αν παρατηρήσουμε με στατιστικό τρόπο διάφορες χώρες σε διάφορες εποχές, μειώσεις στις δημόσιες δαπάνες οδηγούν σε ανάπτυξη σύντομα (οι παρατηρήσεις αφορούν κατά κύριο λόγο περιόδους πλήρους απασχόλησης στις οικονομίες).

Από το 2010 (Οκτώβριο) το ΔΝΤ άσκησε δημόσια κριτική σε αυτό το δόγμα καταδεικνύοντάς το ως εσφαλμένο στις προϋποθέσεις και τα συμπεράσματά του, μελετώντας κάθε περίπτωση ξεχωριστά με ιστορικό τρόπο (νεωτερισμός στη μεθοδολογία που έρχεται σε διάσταση με το δόγμα ότι έγκυρη οικονομική απάντηση είναι μία απάντηση που στηρίζεται σε ένα οικονομετρικό υπόδειγμα). Κατέληγε σε μία πιο ήπια νεοφιλελεύθερη διαχείριση της κρίσης: οι νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις να γίνουν σε βάθος χρόνου έτσι ώστε να μην δημιουργείται σημαντική ύφεση. Η σημαντική παρατήρηση η οποία γίνεται, αφορά και τους εγχώριους υποστηρικτές του ακραίου νεοφιλελευθερισμού, είναι ότι ακόμη και εκεί που οι περικοπές δεν είχαν πολύ μεγάλο αρνητικό αποτέλεσμα αυτό συνέβαινε επειδή υπήρχε επέκταση της πίστης και του τραπεζικού δανεισμού (δηλαδή κάτι σαν αυτό που ζούσαμε τα προηγούμενα χρόνια), πράγμα το οποίο προφανώς δεν ισχύει στις σημερινές περιστάσεις.

Αρχές του 2011 στο Κογκρέσο των ΗΠΑ κατατέθηκε μία έρευνα η οποία ασκούσε κριτική στο αστήρικτο δόγμα αλλά ακόμη και στις προτάσεις του ΔΝΤ, υποστηρίζοντας τις ελλειμματικές πολιτικές που ακολουθούσαν οι ΗΠΑ.

Το ΔΝΤ παρεμβαίνει ξανά μετά τις ελληνικές εκλογές και μετά την γενίκευση της ευρωπαϊκής αστάθειας (Ιταλίας, Ισπανίας, Γαλλία) επιτείνοντας την πίεση για αλλαγή της ευρωπαϊκής στρατηγικής με αφορμή την ύφεση στην Ελλάδα και το ύψος των πολλαπλασιαστών που χρησιμοποιήθηκαν στις προβλέψεις. Βέβαια το ότι χρησιμοποιήθηκαν μικροί πολλαπλασιαστές δεν είναι μόνο «λάθος» δικό τους αλλά και της Ε.Ε που παρήγαγε ανεξάρτητες εκθέσεις, όπως και της ελληνικής κυβέρνησης. Επιπρόσθετα δεν πρόκειται για στιγμιαίο «λάθος» αλλά για διαρκές επειδή κάθε τρίμηνο που διαπιστωνόταν απόκλιση αποτελούσε ευκαιρία για διόρθωση του «λάθους» που δεν έγινε επί σχεδόν τρία χρόνια.

Η σημασία τα συζήτησης για το λάθος πολλαπλασιαστή

Πρώτο. Η αποτυχία του προγράμματος δεν μπορεί πλέον να χρεωθεί μόνο στο ΔΝΤ όπως τόσες φορές ως τώρα. Μετά την υπεράσπιση του «λάθος» από τον Ολι Ρεν και αρκετούς άλλους (μεταξύ των οποίων και ο κ. Προβόπουλος) τουλάχιστον συνυπεύθυνη καθίσταται η πολιτική εξουσία της Ευρώπης στην ιστορία που μέλλει να γραφτεί. Συγχρόνως το ΔΝΤ εδραιώνει την ιδεολογική απονομιμοποίηση της ευρωπαϊκής πολιτικής, που παράγει δυνητικά αποτελέσματα και για τα επόμενα ευρωπαϊκά προγράμματα.

Δεύτερο. Η απάντηση του Ολι Ρεν δείχνει την ιδεολογική γύμνια της θεωρητικής νομιμοποίησης της ευρωπαϊκής στρατηγικής. Λέει ότι το ύψος της ανεργίας και της ύφεσης είναι ακαδημαϊκό ζήτημα και ότι το ζήτημα είναι ο ελληνικός μετασχηματισμός, όχι γιατί έτσι θα αντιμετωπιστεί η άνοδος της ανεργίας πλέον αλλά επειδή σε ένα μακρινό μέλλον θα μειωθεί η ανεργία αν όλα πάνε καλά, ως τότε δεν είναι παράπλευρη απώλεια αλλά μέσο. Το ότι είναι μέσο προκύπτει από το στόχο να γίνει εξωστρεφής και ανταγωνιστική οικονομία: αποτελεί ομολογία ότι για κάμποσα χρόνια (10 έλεγε η Φέχτερ, μετά το 2020 ο Σόιμπλε), μέχρι να συμβεί ο αναπροσανατολισμός των δραστηριοτήτων, η κατάσταση κοινωνικής καταστροφής θα γίνει συνήθεια ή έξις.

Τρίτο. Κλείνει ένας ιστορικό κύκλος δικαιολόγησης των νεοφιλελευθέρων πολιτικών. Ξεκινήσαμε από το ότι η λιτότητα χρειάζεται για να περιοριστούν τα ελλείμματα και να υπάρξει ανόρθωση της εμπιστοσύνης και έξοδος στις αγορές και πλέον ο νεοφιλελεύθερος μετασχηματισμός της κοινωνίας θεωρείται αυταξία ανεξαρτήτως επιπτώσεων, νομιμοποιώντας την ύφεση και την ανεργία. Δεν ασχολούμαστε με αυτήν την κρίση – κάποια στιγμή θα τελειώσει αλλά τότε θα έχουμε μία άλλη κοινωνία (ό,τι έχει απομείνει από την υπάρχουσα). Γι’ αυτό το λόγο η κυβέρνηση άλλωστε καταφεύγει σε μία επικοινωνιακή αισιοδοξία επειδή δεν έχει τίποτα άλλο: όχι μόνο οι άνθρωποι αλλά και οι αριθμοί είναι εναντίον της.

Τελευταίο. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ εκπροσωπεί την κοινωνία απέναντι σε ένα κατεστημένο, παχυλών μισθών και σχέσεων εξουσίας, το οποίο την αποδομεί βίαια. Τη φωνή της κοινωνίας, ειδικά τη βουβής και της άφωνης, από το φόβο για το αύριο, την απελπισία ή την εγκατάλειψη στο απέπλιδο, δομεί σε πολιτικό λόγο γνωρίζοντας ότι ο κοινωνικός μετασχηματισμός προς όφελος της συντριπτικής πλειοψηφίας είναι άρρηκτα δεμένος με την απαλλαγή από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και αυτό το κατεστημένο που τις υπηρετεί.
Σπύρος Λαπατσιώρας
2013.02.16
 http://www.epohi.gr/portal/themata/11995-2012-05-28-10-56-05

Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2013

Ανομία και συλλαβισμός της λέξης «ασφάλεια»

Ανομία και συλλαβισμός της λέξης «ασφάλεια»

 Εφημερίδα Αυγή, 2014.01.29


http://archive.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=746983

Οι πολιτικές των Μνημονίων παίρνουν μορφή μέσω νόμων που τίθενται σε ισχύ. Η κοινωνική μηχανική που υποδηλούν συνιστά μίας ακραίας βίας «επίθεση» στις δυνατότητες και τους όρους αναπαραγωγής ενός μεγάλου τμήματος του πληθυσμού. Η αποτυχία αυτής της βίαιης πολιτικής ως προς τα δημοσιονομικά μεγέθη δικαιολογείται με το επιχείρημα ότι δεν εφαρμόστηκε τόσο σθεναρά όσο απαιτούνταν, επιχείρημα το οποίο αποτελεί ακόμη τον πυρήνα της κυβερνητικής στρατηγικής.

Βάσει αυτών μπορούμε να ξεκινήσουμε να κατανοούμε τη ρήση «η ανομία θα παταχθεί». Ένα παράδειγμα βοηθά στην περαιτέρω ερμηνεία της.

Στη Βολιβία, στην αλλαγή του αιώνα, επιχειρήθηκε, με νόμους φυσικά, η ιδιωτικοποίηση της παροχής ύδρευσης. Οι τιμές αυξήθηκαν κατά 200 έως 300%, σε ένα περιβάλλον φτώχειας για το 70% του πληθυσμού. Πολύ φυσικά, οι νόμοι της ελεύθερης αγοράς και η ανάγκη λειτούργησαν και ο πληθυσμός, αφού δεν μπορούσε να πληρώνει την εταιρεία, στράφηκε στη συλλογή του βρόχινου νερού με δεξαμενές στις στέγες των σπιτιών. Η κυβέρνηση ψήφισε έναν νόμο που απαγόρευε τη συλλογή βρόχινου νερού. Η κατάληξη ήταν η συνάντηση του πλήθους με τα κινήματα ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις νερού, συγκρούσεις με την αστυνομία, γενικευμένη εξέγερση με καταλήψεις στην Κοχαμπάμπα, απόσυρση των νόμων.

Προφανώς οι νόμοι ιδιωτικοποίησης του νερού που ψηφίστηκαν ήταν άδικοι (το δίκαιο, με την έννοια του νομοθετικού πλαισίου, της ερμηνείας του και της εφαρμογής του και το δίκιο, με τη σημασία της κοινωνικής δικαιοσύνης, δεν βρίσκονται πάντα σε αντιστοιχία, ειδικά σε εποχές μνημονίων που επιχειρείται βίαιη αναδιανομή του πλούτου και της ισχύος)· προφανώς, επίσης, οι πολίτες παρανόμησαν όταν συνέλεγαν νερό ερχόμενοι σε σύγκρουση με τις μονάδες καταστολής που κυνηγούσαν δεξαμενές νερού στις στέγες. Δεν συζητάμε για τα υπόλοιπα που ακολούθησαν.

Προφανώς επίσης, στο θεμελιώδες ερώτημα αν «φταίει» ο νόμος ή η «μη-εφαρμογή» του για την παραβίασή του, δόθηκαν δύο απαντήσεις. Στην πρώτη φάση επιχειρήθηκε η επιβολή ενός νόμου -που ήταν κοινωνικά άδικος και παρήγαγε ανομικές καταστάσεις- με καταστολή, νεκρούς και τραυματίες ώστε να υποταχθούν οι υπήκοοι στις επιταγές του νόμου. Σε δεύτερη φάση, με τον Μοράλες πια πρόεδρο, αναγνωρίστηκε ότι το πρόβλημα ήταν ο νόμος και όχι ότι κάποιοι αρνούνται να υποταχθούν σε έναν κανόνα να βάζουν και τα δύο πόδια τους σε ένα παπούτσι αντί να φοράνε δύο παπούτσια.

Επομένως, όταν ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη λέει ότι η ανομία θα παταχθεί, δεν σφάλλει. Δεν λέει η «παρανομία», όπως ορθά θα ανέμενε κανείς αν αναφερόταν στην παραβίαση νόμων, όχι επειδή διαπράττει σύγχυση εννοιών, αλλά επειδή, αναγνωρίζοντας ότι η ασκούμενη πολιτική ούσα βίαιη και ενάντια στις ανάγκες της πλειονότητας της κοινωνίας παράγει ανομία, έχει επιλέξει όχι την αλλαγή των νόμων αλλά την προσαρμογή των υπηκόων με κάθε κόστος.

Ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί ότι η έξοδος από μία κρίση, όπως αυτή, απαιτεί την αλλαγή του παραδείγματος κοινωνικής ρύθμισης προς όφελος των πολλών με κριτήριο τις κοινωνικές ανάγκες. Είναι φανερό ότι στη βάση αυτού απαιτείται η αλλαγή των νόμων, της διαδικασίας απονομής δικαιοσύνης ώστε να είναι συμβατοί με τις κοινωνικές ανάγκες και την κοινωνική κίνηση. Αυτό άλλωστε αποτελεί τη μόνη εγγύηση και κοινωνική βάση νομιμοποίησης για την εφαρμογή των νόμων (διαφορετικά θα γίνει ό,τι και με τα όρια ταχύτητας των 50 km: θα υπάρχουν για να κόβονται κλήσεις και θα τα παραβιάζουν μαζικά ακόμη και οι αστυνομικοί).

Εντέλει, ο συλλαβισμός της λέξης ασφάλεια γίνεται με μία σειρά δικαιώματα μεταξύ των οποίων είναι:

«Το δικαίωμα να έχει κανείς εισοδήματα αρκετά ώστε να του εξασφαλίζουν επαρκή τροφή, ένδυση, ψυχαγωγία/αναψυχή. Το δικαίωμα κάθε οικογένειας σε ένα αξιοπρεπές σπίτι…Το δικαίωμα σε επαρκή ιατροφαρμακευτική περίθαλψη… Το δικαίωμα σε επαρκή προστασία από τους οικονομικούς φόβους που φέρει το γήρας, η ασθένεια, το ατύχημα και η ανεργία…Το δικαίωμα σε μία καλή εκπαίδευση…» (Roosevelt 1944).

Χωρίς αυτά η ανομία και η ανασφάλεια θα αποτελούν ενδημικό φαινόμενο της ελληνικής κοινωνίας, που δεν θεραπεύεται με εφαρμογές νόμων οι οποίοι υλοποιούν μια πολιτική που ευθέως βάλλει κατά των κοινωνικών και οικονομικών δικαιωμάτων της πλειοψηφίας του πληθυσμού. Η προσπάθεια εφαρμογής τους απλώς θα γενικεύει την ανομία και την ανασφάλεια κατασκευάζοντας βολικούς ενόχους σε ένα οργουελικό σκηνικό.