Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2013

Η σημασία του δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή



Η σημασία του δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή



Εφημερίδα Εποχή, Κυριακή, 17 Φεβρουαρίου 2013



Ο πολλαπλασιαστής, για τον οποίο συζητάμε, σημαίνει ότι για κάθε 1 ευρώ που μειώνονται οι δημόσιες δαπάνες μειώνονται τα συνολικά εισοδήματα, όλης της οικονομίας, όσο είναι ο πολλαπλασιαστής – αν είναι 2, τότε κατά ένα ευρώ από τη μείωση των δαπανών και κατά άλλο ένα ευρώ από τις αλυσιδωτές επιπτώσεις της μείωσης. Την εμπειρία αυτής της κατάστασης την έχει πλέον όλη η ελληνική κοινωνία. Η μείωση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων κατά ένα ευρώ μειώνει και τη ζήτησή τους με συνέπεια να μην μειώνονται τα συνολικά εισοδήματα κατά ένα ευρώ μόνο αλλά περισσότερο, επειδή οι επιχειρήσεις που πουλάνε προϊόντα μειώνουν τις παραγγελίες τους, το προσωπικό τους, τις επενδύσεις και ούτω καθ’ εξής.

Η έννοια του πολλαπλασιαστή δείχνει τη δημαγωγία του ευρύτατα αποδεκτού νεοφιλελεύθερου επιχειρήματος: να τελειώνουμε με το δημόσιο γιατί υπάρχει ανεργία στον ιδιωτικό τομέα και όσο το πληρώνουμε δεν λύνεται το πρόβλημα της ανεργίας. Η αύξηση της ανεργίας στο 30% προέρχεται σε σημαντικό βαθμό από τον περιορισμό των δημοσίων δαπανών. Η πρόταση για απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων και περιορισμό του δημοσίου θα αυξήσει την ανεργία σε μεγαλύτερα ποσοστά.

Με αντίστροφο τρόπο ένας υψηλός πολλαπλασιαστής δείχνει ότι αν αυξήσεις τις δημόσιες δαπάνες κατά ένα ευρώ τότε θα έχεις αύξηση στα συνολικά εισοδήματα όσο είναι ο πολλαπλασιαστής (με βάση τα προηγούμενα 2 ευρώ).

Η βάση της συζήτησης για τον πολλαπλασιαστή

Βάση της διεθνούς συζήτησης για τον πολλαπλασιαστή αποτελεί η σύγκρουση μεταξύ των διαφορετικών στρατηγικών διαχείρισης της κρίσης του 2008.

Εξ αρχής είχαν διαμορφωθεί δύο κύρια στρατόπεδα εκατέρωθεν του Ατλαντικού στη βάση διαφορετικών κοινωνικών και πολιτικών συσχετισμών. Οι ΗΠΑ θεωρούσαν ότι σε συνθήκες κρίσης η αύξηση των ελλειμμάτων, η δαπάνη και ο δανεισμός και όχι η λιτότητα, είναι αναγκαία για να περιοριστεί η αύξηση της ανεργίας και να ανακοπεί η ύφεση, ενώ οι Ευρωπαίοι θεώρησαν ότι οι συνθήκες κρίσης δίνουν την ευκαιρία να αλλαχθεί το ευρωπαϊκό κοινωνικό υπόδειγμα και οι πολιτικές λιτότητας, απαραίτητο εργαλείο πειθαρχίας εκάστου σε αυτό το στόχο.

Η διαμάχη αυτή είχε αρκετά σκληρά διπλωματικά και μη επεισόδια. Ο βασικός λόγος για τα επεισόδια είναι ότι η Ευρώπη το κύριο εμπόρευμα που εξάγει, με την πολιτική που έχει επιλέξει, στις ΗΠΑ και σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο είναι ύφεση και συγχρόνως αποδομεί τον συντονισμό σε παγκόσμιο επίπεδο για τη διαχείριση της κρίσης.

Θεωρητική ιστορία της διαμάχης

Η Ευρώπη διεκδικούσε θεωρητική νομιμοποίηση της στρατηγικής της με το δόγμα της «λιτότητας που φέρνει ανάπτυξη» το οποίο το υπερασπίστηκε και το εγχώριο πολιτικό προσωπικό - αποκαλυπτικές οι εκθέσεις του κ. Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας ακόμη και μετά την κριτική που ασκήθηκε από το ΔΝΤ. Η λογική του δόγματος είναι ότι αν παρατηρήσουμε με στατιστικό τρόπο διάφορες χώρες σε διάφορες εποχές, μειώσεις στις δημόσιες δαπάνες οδηγούν σε ανάπτυξη σύντομα (οι παρατηρήσεις αφορούν κατά κύριο λόγο περιόδους πλήρους απασχόλησης στις οικονομίες).

Από το 2010 (Οκτώβριο) το ΔΝΤ άσκησε δημόσια κριτική σε αυτό το δόγμα καταδεικνύοντάς το ως εσφαλμένο στις προϋποθέσεις και τα συμπεράσματά του, μελετώντας κάθε περίπτωση ξεχωριστά με ιστορικό τρόπο (νεωτερισμός στη μεθοδολογία που έρχεται σε διάσταση με το δόγμα ότι έγκυρη οικονομική απάντηση είναι μία απάντηση που στηρίζεται σε ένα οικονομετρικό υπόδειγμα). Κατέληγε σε μία πιο ήπια νεοφιλελεύθερη διαχείριση της κρίσης: οι νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις να γίνουν σε βάθος χρόνου έτσι ώστε να μην δημιουργείται σημαντική ύφεση. Η σημαντική παρατήρηση η οποία γίνεται, αφορά και τους εγχώριους υποστηρικτές του ακραίου νεοφιλελευθερισμού, είναι ότι ακόμη και εκεί που οι περικοπές δεν είχαν πολύ μεγάλο αρνητικό αποτέλεσμα αυτό συνέβαινε επειδή υπήρχε επέκταση της πίστης και του τραπεζικού δανεισμού (δηλαδή κάτι σαν αυτό που ζούσαμε τα προηγούμενα χρόνια), πράγμα το οποίο προφανώς δεν ισχύει στις σημερινές περιστάσεις.

Αρχές του 2011 στο Κογκρέσο των ΗΠΑ κατατέθηκε μία έρευνα η οποία ασκούσε κριτική στο αστήρικτο δόγμα αλλά ακόμη και στις προτάσεις του ΔΝΤ, υποστηρίζοντας τις ελλειμματικές πολιτικές που ακολουθούσαν οι ΗΠΑ.

Το ΔΝΤ παρεμβαίνει ξανά μετά τις ελληνικές εκλογές και μετά την γενίκευση της ευρωπαϊκής αστάθειας (Ιταλίας, Ισπανίας, Γαλλία) επιτείνοντας την πίεση για αλλαγή της ευρωπαϊκής στρατηγικής με αφορμή την ύφεση στην Ελλάδα και το ύψος των πολλαπλασιαστών που χρησιμοποιήθηκαν στις προβλέψεις. Βέβαια το ότι χρησιμοποιήθηκαν μικροί πολλαπλασιαστές δεν είναι μόνο «λάθος» δικό τους αλλά και της Ε.Ε που παρήγαγε ανεξάρτητες εκθέσεις, όπως και της ελληνικής κυβέρνησης. Επιπρόσθετα δεν πρόκειται για στιγμιαίο «λάθος» αλλά για διαρκές επειδή κάθε τρίμηνο που διαπιστωνόταν απόκλιση αποτελούσε ευκαιρία για διόρθωση του «λάθους» που δεν έγινε επί σχεδόν τρία χρόνια.

Η σημασία τα συζήτησης για το λάθος πολλαπλασιαστή

Πρώτο. Η αποτυχία του προγράμματος δεν μπορεί πλέον να χρεωθεί μόνο στο ΔΝΤ όπως τόσες φορές ως τώρα. Μετά την υπεράσπιση του «λάθος» από τον Ολι Ρεν και αρκετούς άλλους (μεταξύ των οποίων και ο κ. Προβόπουλος) τουλάχιστον συνυπεύθυνη καθίσταται η πολιτική εξουσία της Ευρώπης στην ιστορία που μέλλει να γραφτεί. Συγχρόνως το ΔΝΤ εδραιώνει την ιδεολογική απονομιμοποίηση της ευρωπαϊκής πολιτικής, που παράγει δυνητικά αποτελέσματα και για τα επόμενα ευρωπαϊκά προγράμματα.

Δεύτερο. Η απάντηση του Ολι Ρεν δείχνει την ιδεολογική γύμνια της θεωρητικής νομιμοποίησης της ευρωπαϊκής στρατηγικής. Λέει ότι το ύψος της ανεργίας και της ύφεσης είναι ακαδημαϊκό ζήτημα και ότι το ζήτημα είναι ο ελληνικός μετασχηματισμός, όχι γιατί έτσι θα αντιμετωπιστεί η άνοδος της ανεργίας πλέον αλλά επειδή σε ένα μακρινό μέλλον θα μειωθεί η ανεργία αν όλα πάνε καλά, ως τότε δεν είναι παράπλευρη απώλεια αλλά μέσο. Το ότι είναι μέσο προκύπτει από το στόχο να γίνει εξωστρεφής και ανταγωνιστική οικονομία: αποτελεί ομολογία ότι για κάμποσα χρόνια (10 έλεγε η Φέχτερ, μετά το 2020 ο Σόιμπλε), μέχρι να συμβεί ο αναπροσανατολισμός των δραστηριοτήτων, η κατάσταση κοινωνικής καταστροφής θα γίνει συνήθεια ή έξις.

Τρίτο. Κλείνει ένας ιστορικό κύκλος δικαιολόγησης των νεοφιλελευθέρων πολιτικών. Ξεκινήσαμε από το ότι η λιτότητα χρειάζεται για να περιοριστούν τα ελλείμματα και να υπάρξει ανόρθωση της εμπιστοσύνης και έξοδος στις αγορές και πλέον ο νεοφιλελεύθερος μετασχηματισμός της κοινωνίας θεωρείται αυταξία ανεξαρτήτως επιπτώσεων, νομιμοποιώντας την ύφεση και την ανεργία. Δεν ασχολούμαστε με αυτήν την κρίση – κάποια στιγμή θα τελειώσει αλλά τότε θα έχουμε μία άλλη κοινωνία (ό,τι έχει απομείνει από την υπάρχουσα). Γι’ αυτό το λόγο η κυβέρνηση άλλωστε καταφεύγει σε μία επικοινωνιακή αισιοδοξία επειδή δεν έχει τίποτα άλλο: όχι μόνο οι άνθρωποι αλλά και οι αριθμοί είναι εναντίον της.

Τελευταίο. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ εκπροσωπεί την κοινωνία απέναντι σε ένα κατεστημένο, παχυλών μισθών και σχέσεων εξουσίας, το οποίο την αποδομεί βίαια. Τη φωνή της κοινωνίας, ειδικά τη βουβής και της άφωνης, από το φόβο για το αύριο, την απελπισία ή την εγκατάλειψη στο απέπλιδο, δομεί σε πολιτικό λόγο γνωρίζοντας ότι ο κοινωνικός μετασχηματισμός προς όφελος της συντριπτικής πλειοψηφίας είναι άρρηκτα δεμένος με την απαλλαγή από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και αυτό το κατεστημένο που τις υπηρετεί.
Σπύρος Λαπατσιώρας
2013.02.16
 http://www.epohi.gr/portal/themata/11995-2012-05-28-10-56-05

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου